Εγγυητής σταθερότητας η σωστή διαχείριση ζωοτροφών σε περιοχές καραντίνας

Η έννοια της βιοασφάλειας έχει αποκτήσει κεντρική θέση στη σύγχρονη κτηνοτροφία και γεωργία. Δεν πρόκειται, πλέον, για μια απλή τεχνική υποχρέωση, αλλά για στρατηγικό εργαλείο που καθορίζει τη βιωσιμότητα του τομέα. Σε συνθήκες επιδημιολογικών κρίσεων, όπως αυτές που έχουν καταγραφεί επανειλημμένα στη Θεσσαλία με την εμφάνιση ζωονόσων, η διαχείριση των ζωοτροφών αναδεικνύεται ως ένας από τους πιο κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση της σταθερότητας τόσο στην πρωτογενή παραγωγή όσο και στην ευρύτερη αγροδιατροφική αλυσίδα.
Ασθένειες όπως η ευλογιά των προβάτων και αιγών, η οζώδης δερματίτιδα και ο αφθώδης πυρετός έχουν υψηλή μεταδοτικότητα και προκαλούν σοβαρές οικονομικές απώλειες. Η καραντίνα, αν και απαραίτητο μέτρο για τον περιορισμό της διάδοσης, δημιουργεί μια σειρά από νέες προκλήσεις: Περιορίζει τη διακίνηση ζώων, δυσχεραίνει την πρόσβαση σε ασφαλείς ζωοτροφές, επιβαρύνει οικονομικά τους παραγωγούς και θέτει σε δοκιμασία την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Στη Θεσσαλία, όπου το ζωικό κεφάλαιο αποτελεί πυλώνα της τοπικής οικονομίας, οι συνέπειες της καραντίνας γίνονται εμφανείς σε όλο το εύρος της παραγωγικής δραστηριότητας. Η έλλειψη ζωοτροφών, οι αυξημένες τιμές και οι αβεβαιότητες γύρω από τη δυνατότητα διακίνησης έχουν πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο τόσο στους ίδιους τους κτηνοτρόφους όσο και στις μεταποιητικές μονάδες που εξαρτώνται από την πρώτη ύλη.
Η συζήτηση γύρω από τη διαχείριση ζωοτροφών σε τέτοιες συνθήκες δεν αφορά μόνο τα τεχνικά μέτρα πρόληψης μόλυνσης. Αποτελεί συνολική στρατηγική για την προστασία της αγροτικής παραγωγής, την εξασφάλιση της δημόσιας υγείας και τη διατήρηση της οικονομικής ανθεκτικότητας των τοπικών κοινωνιών.
Νομοθετικό πλαίσιο
Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας στοχεύει στη δημιουργία μιας συνεκτικής γραμμής άμυνας απέναντι στις ζωονόσους. Κεντρικός άξονας είναι η προληπτική προσέγγιση: Οι εκτροφείς φέρουν ευθύνη να υιοθετούν και να εφαρμόζουν μέτρα βιοασφάλειας πριν ακόμα εκδηλωθεί μια κρίση.
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/429, γνωστός και ως «νομοθεσία για την υγεία των ζώων», ενοποιεί και εκσυγχρονίζει το νομικό πλαίσιο. Εισάγει την έννοια της υπεύθυνης εκτροφής και καθιστά σαφές ότι η διαχείριση κινδύνου είναι υποχρέωση του ίδιου του παραγωγού. Στο πλαίσιο αυτό, οι ζωοτροφές αντιμετωπίζονται ως δυνητικοί φορείς παθογόνων και απαιτούν ειδική μεταχείριση.
Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2020/687 εξειδικεύει τις διαδικασίες για τις ασθένειες κατηγορίας Α, δηλαδή εκείνες με υψηλή μεταδοτικότητα και σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν μέτρα καραντίνας, απαγορεύσεις διακίνησης, απομόνωση ζώων, αλλά και ειδικά πρωτόκολλα για τις ζωοτροφές: Από τον καθαρισμό των οχημάτων μεταφοράς μέχρι την τήρηση μητρώων για κάθε παρτίδα.
Σε εθνικό επίπεδο, οι οδηγίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) και του ΕΦΕΤ εκδίδονται σε τακτική βάση, με στόχο να προσαρμόζουν τα γενικά ευρωπαϊκά πλαίσια στις ελληνικές συνθήκες. Εγκύκλιοι και Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις ρυθμίζουν τη διαχείριση αποθηκών, τη διαδικασία απολύμανσης, τη σήμανση και τη μεταφορά ζωοτροφών.
Η συμμόρφωση με το νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι μόνο θέμα υγείας, αλλά και πρόσβασης σε αγορές και επιδοτήσεις. Μονάδες που παραβιάζουν τους κανονισμούς μπορεί να αποκλειστούν από χρηματοδοτικά προγράμματα ή να αντιμετωπίσουν περιορισμούς εξαγωγών.
Τεχνοκρατικό πλαίσιο
Η τεχνοκρατική προσέγγιση στη διαχείριση ζωοτροφών στις ζώνες καραντίνας περιλαμβάνει μια σειρά από πρακτικά και τεχνολογικά μέτρα.
Πρώτον, η εκπαίδευση του προσωπικού είναι κρίσιμη. Οι εργάτες που διαχειρίζονται τις ζωοτροφές πρέπει να γνωρίζουν τους κανόνες υγιεινής, τη σημασία του διαχωρισμού παρτίδων, τις διαδικασίες απολύμανσης και τις μεθόδους ασφαλούς αποθήκευσης. Χωρίς επαρκή κατάρτιση, τα πιο εξελιγμένα πρωτόκολλα δεν έχουν αποτέλεσμα.
Δεύτερον, η ιχνηλασιμότητα μέσω τεχνολογιών, όπως τα RFID tags, καθιστά δυνατή την παρακολούθηση κάθε παρτίδας ζωοτροφής από τον προμηθευτή μέχρι τον τελικό αποδέκτη. Έτσι, σε περίπτωση κρούσματος, είναι δυνατή η άμεση ταυτοποίηση και απομόνωση πιθανών πηγών μόλυνσης. Η προσθήκη ψηφιακών εργαλείων, όπως το blockchain, μπορεί να ενισχύσει τη διαφάνεια και τη συμμόρφωση.
Τρίτον, τα συστήματα HACCP εφαρμόζονται όχι μόνο στα τρόφιμα για ανθρώπους, αλλά και στις ζωοτροφές. Σημεία όπως η καθαριότητα των αποθηκών, η θερμοκρασία και η υγρασία αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους που πρέπει να ελέγχονται. Εστίες μούχλας ή παράσιτα μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγή κινδύνου για τη μετάδοση παθογόνων.
Επιπλέον, η ελεγχόμενη διακίνηση ζωοτροφών είναι αναπόφευκτη. Οχήματα που εισέρχονται σε ζώνες καραντίνας πρέπει να περνούν από σημεία απολύμανσης. Οι ζωοτροφές οφείλουν να συνοδεύονται από έγγραφα πιστοποίησης και να αποθηκεύονται χωριστά, ώστε να μην έρχονται σε επαφή με πιθανώς μολυσμένα φορτία.
Σε περιόδους κρίσης, οι παραγωγοί συχνά στρέφονται σε εναλλακτικές πρώτες ύλες. Η αξιοποίηση τοπικών υποπροϊόντων, όπως πίτυρα, παραπροϊόντα βιομηχανίας δημητριακών ή υπολείμματα ελαιουργίας, μειώνει την εξάρτηση από εισαγόμενες ζωοτροφές που μπορεί να μην είναι διαθέσιμες ή να εμπεριέχουν κινδύνους. Ωστόσο, αυτές οι επιλογές πρέπει να γίνονται με προσοχή, ώστε να μη μειώνεται η διατροφική αξία της τροφής.
Τέλος, η ενσωμάτωση καινοτομιών, όπως τα drones για την παρακολούθηση των αποθηκών ή τα ψηφιακά ημερολόγια για τον προγραμματισμό απολυμάνσεων, προσφέρει στους παραγωγούς εργαλεία υψηλής αξίας που τους βοηθούν να ανταποκρίνονται ταχύτερα στις απαιτήσεις.
Οικονομικές επιπτώσεις και στρέβλωση αλυσίδας αξίας
Η καραντίνα έχει πολλαπλασιαστικές συνέπειες που ξεκινούν από το επίπεδο της εκμετάλλευσης και καταλήγουν σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας. Το πρώτο άμεσο αποτέλεσμα είναι η αύξηση του κόστους λειτουργίας. Η ανάγκη για απολυμαντικά, εξοπλισμό, ελέγχους και πρόσθετες διαδικασίες μπορεί να αυξήσει το κόστος παραγωγής κατά 20%-35%.
Η απώλεια ζωικού κεφαλαίου είναι το πιο οδυνηρό πλήγμα. Ένας μικρομεσαίος παραγωγός που χάνει μέρος του κοπαδιού του μπορεί να δει το εισόδημά του να μειώνεται έως και 40%. Σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στη διακίνηση προϊόντων, η πίεση αυτή γίνεται αφόρητη.
Η αγορά, επίσης, υφίσταται πιέσεις. Η καθυστέρηση μεταφοράς γάλακτος και κρέατος οδηγεί σε υπερπροσφορά σε τοπικό επίπεδο και πτώση τιμών παραγωγού, ενώ παράλληλα δημιουργείται έλλειψη σε άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα αύξηση τιμών για τον καταναλωτή. Αυτό το φαινόμενο της «στρέβλωσης τιμών» αποδεικνύει πόσο ευαίσθητη είναι η εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι μεταποιητικές μονάδες, όπως τα τυροκομεία και τα σφαγεία, πλήττονται από την έλλειψη πρώτης ύλης, γεγονός που περιορίζει την παραγωγική τους ικανότητα. Οι εξαγωγές μειώνονται, ενώ οι διεθνείς αγορές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές ζωικές παραγωγές. Η αποκατάσταση της φήμης μπορεί να απαιτήσει χρόνια.
Η καραντίνα δημιουργεί, επίσης, έμμεσες επιπτώσεις. Οι μεταφορείς, οι έμποροι ζωοτροφών, οι τοπικοί προμηθευτές χάνουν εισόδημα. Ολόκληρη η τοπική οικονομία εισέρχεται σε κύκλο ύφεσης. Η αβεβαιότητα λειτουργεί αποτρεπτικά για επενδύσεις και καινοτομία, παγώνοντας την ανάπτυξη του τομέα.
Μέτρα ενίσχυσης κτηνοτρόφου
Η πολιτεία, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης, ωστόσο η εμπειρία δείχνει ότι συχνά τα μέτρα αυτά είναι αποσπασματικά ή ανεπαρκή. Με βάση πρόσφατη ΚΥΑ, προβλέπεται ενίσχυση έως 14 ευρώ ανά ζώο για κάλυψη κόστους ζωοτροφών και απωλειών λόγω ζωονόσων. Παράλληλα, το πρόγραμμα «Ελληνικά Κτηνιατρικά Προγράμματα 2025-2027» διαθέτει προϋπολογισμό ύψους 388.891,87 ευρώ για αποζημιώσεις. Ωστόσο, η εφαρμογή τους συναντά δυσκολίες. Στη Θεσσαλία, αρκετές αιτήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν, με αποτέλεσμα η περιοχή να αποκλειστεί από τμήμα των ενισχύσεων, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Αναγκαίες πολιτικές κατευθύνσεις περιλαμβάνουν:
- Τη δημιουργία μόνιμου μηχανισμού ενίσχυσης που θα ενεργοποιείται άμεσα σε περιοχές με συχνές επιδημιολογικές κρίσεις.
- Την ενίσχυση των συνεταιριστικών σχημάτων, ώστε οι κτηνοτρόφοι να διαπραγματεύονται καλύτερες τιμές για τις ζωοτροφές και να μοιράζονται το κόστος βιοασφάλειας.
- Την υιοθέτηση ψηφιακής ιχνηλασιμότητας μέσω blockchain, με στόχο τη διαφάνεια στη διακίνηση ζωοτροφών και την αποκατάσταση εμπιστοσύνης στις αγορές.
- Την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις σε αποθήκες, απολυμαντικές εγκαταστάσεις και τεχνολογίες παρακολούθησης.
- Την ένταξη της διαχείρισης ζωοτροφών σε εκπαιδευτικά προγράμματα για νέους αγρότες, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα γενιά παραγωγών πιο ανθεκτική στις κρίσεις.
Συμπεράσματα
Η διαχείριση ζωοτροφών σε περιοχές καραντίνας είναι ένα ζήτημα που συνδυάζει υγειονομικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις. Δεν αποτελεί μόνο τεχνική πρόκληση, αλλά στρατηγική επιλογή, που καθορίζει το μέλλον της ελληνικής κτηνοτροφίας.Η εφαρμογή πρωτοκόλλων βιοασφάλειας προστατεύει την υγεία των ζώων και τη δημόσια υγεία.
Η διασφάλιση της παραγωγής συμβάλλει στη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Η διαφάνεια και η ιχνηλασιμότητα ενισχύουν την εμπιστοσύνη του καταναλωτή. Οι κρίσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες.
Η υιοθέτηση τεχνολογιών όπως τα RFID, το blockchain και τα drones, η θεσμική στήριξη μέσω επιδοτήσεων και φορολογικών κινήτρων, καθώς και η ενεργός συμμετοχή των παραγωγών μπορούν να μετατρέψουν μια περίοδο αβεβαιότητας σε αφετηρία για έναν πιο βιώσιμο και ανθεκτικό κτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να πρωτοπορήσει, αναπτύσσοντας ένα σύστημα διαχείρισης ζωοτροφών που όχι μόνο θα αντιμετωπίζει τις κρίσεις, αλλά θα τις προλαμβάνει. Ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη και να συμβάλει στη θωράκιση της αγροδιατροφικής αλυσίδας απέναντι σε μελλοντικές απειλές.