Αμερικανική ύπαιθρος: Ανακαλύπτοντας τη «Χώρα των Νομάδων» στα αποκαΐδια της οικονομικής κρίσης

Τον Σεπτέμβριο του 2020, ελάχιστο διάστημα προτού η δεύτερη καραντίνα της πανδημίας COVID-19 μάς στερήσει το προνόμιο των επισκέψεων στον κινηματογράφο, το 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» μάς έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το «Nomadland» («Η Χώρα των Νομάδων»), της ανερχόμενης Κλόε Ζαό.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 2021, όταν πλέον η εμπειρία της κλειστής αίθουσας έμοιαζε μακρινή ανάμνηση, η συγκεκριμένη ταινία ήταν η μεγάλη θριαμβεύτρια των 93ων βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αποχωρώντας από την τελετή απονομής με τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ.
Τα γεγονότα της ταινίας διαδραματίζονται στον απόηχο της τεταμένης περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης του 2007-2009. Η Φερν (ΜακΝτόρμαντ) είναι μια γυναίκα που έχει πατήσει τα 60. Η οικονομική κρίση τής έχει στερήσει τα προς το ζην (το εργοστάσιο της US Gypsum στη Νεβάδα, όπου εργαζόταν επί χρόνια, έχει μόλις οδηγηθεί σε «λουκέτο»), ενώ η απώλεια του συζύγου της είναι ακόμα νωπή. Βλέποντας τα πάντα γύρω της να καταρρέουν, αποφασίζει να πουλήσει τα υπάρχοντά της και να ξεκινήσει ένα ταξίδι σε αναζήτηση εποχικής εργασίας, με φόντο το λυρικό τοπίο της αμερικανικής Δύσης.
Παρότι πιάνει προσωρινή δουλειά σε ένα εργοστάσιο της Amazon, η ίδια εξακολουθεί να μένει και να κοιμάται στο βαν που χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις της στο επαρχιακό φάσμα, ζώντας ως νομάς. Τότε, μια συνάδελφός της την καλεί να επισκεφθεί μια οργανωμένη νομαδική κοινότητα στην ύπαιθρο της Αριζόνα, η οποία παρέχει συστηματικά υποστήριξη σε τέτοιους ανθρώπους.
Παρότι η Φερν αρνείται αρχικά την πρόσκληση, το κυνήγι του βιοπορισμού και οι δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης θα τη φέρουν τελικά περιπλανώμενη ανάμεσα σε έτερα αποκαΐδια ζωών και ονείρων που πυρπόλησε η οικονομική ύφεση. Εκεί, θα συγχρωτισθεί με τους υπόλοιπους νομάδες και θα μυηθεί στον τρόπο ζωής τους.
Οι γηραιοί απόκληροι του καπιταλιστικού «αιματοκυλίσματος»
Η ταινία αντικατοπτρίζει το φλέγον κεντρικό θέμα του ομώνυμου μη μυθοπλαστικού βιβλίου του 2017, στο οποίο βασίζεται. Είναι το «Nomadland: Surviving America in the 21st Century» της δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ, το οποίο καταγράφει τη νομαδική ζωή ενός μεγάλου αριθμού γηραιότερων Αμερικανών που παραγκωνίστηκαν από την κοινωνία μετά την κρίση. Όλα αυτά, πάνω στο απόκρημνο ανάγλυφο της οικονομίας των ΗΠΑ: Οι τοπικές βιοτεχνίες βρίσκονται υπό κατάρρευση και το μόνο βιώσιμο μοντέλο είναι αυτό των πολυεθνικών (βλ. Amazon), οι οποίες απλώνουν παντού τα πλοκάμια τους και τροφοδοτούνται από φθηνά εργατικά χέρια.
Μπροστά στον άκαμπτο υπολογιστικό κυνισμό αυτών των απρόσωπων επιχειρήσεων δεν χωράνε συναισθήματα, κάτι που συνεπάγεται ότι, στη νέα κοινωνία που εγκαθιδρύουν, υπάρχει χώρος μόνο για τους αρτιμελείς, τους γεροδεμένους, τους παραγωγικούς, τους νέους. Οι υπόλοιποι είναι λίγο έως πολύ… απόκληροι, σπρωγμένοι στο περιθώριο, την αστεγία, τυποποιημένοι από το σύστημα στον ρόλο του «περιττού βαριδιού», τον οποίο υποχρεώνονται να εμπεδώσουν σε βαθμό που ενδέχεται να τους οδηγήσει ακόμα και στην αυτοκτονία.
Σταδιακά, η Φερν θα γίνει μέρος του κοινωνικού ιστού που έχουν συγκροτήσει οι νομάδες της Αμερικής, θα γαλουχηθεί σε δεξιότητες που θα διευκολύνουν την επιβίωσή της, μα πάνω από όλα θα λάβει πολύτιμες διδαχές ζωής από φιλοσοφημένες, ενάρετες οντότητες που γίνονται προσωρινοί συνοδοιπόροι και παντοτινοί φάροι στο ταξίδι της. Στα μάτια ορισμένων θεατών, μπορεί αυτοί οι χαρακτήρες να γέρνουν υπερβολικά προς την εξιδανίκευση.
Στην πραγματικότητα, όπως η ίδια η σκηνοθέτις σημείωσε κατά τον ευχαριστήριο λόγο της στα Όσκαρ, αυτή η ταινία είναι μια προσπάθεια να εστιάσει στο καλό των ανθρώπων. Κάποιες φορές, ο κόσμος μας έχει ανάγκη –και– από τέτοιες ιστορίες, ειδικά όταν αυτές φιλοτεχνούν ένα πορτρέτο τόσο ποιητικό και ειλικρινές όσο αυτό που επιφυλάσσει το οδοιπορικό της Ζαό για τις ΗΠΑ. Τις ΗΠΑ των συντριμμιών, της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης.
Όσο περνάει ο καιρός, οι δυσκολίες ατσαλώνουν τη Φερν, ενώ η συνύπαρξη με τους αυτόνομους κοινωνικούς σχηματισμούς της αμερικανικής υπαίθρου τονώνει τη διάθεσή της να προσφέρει στο σύνολο. Τα βιώματα του παρελθόντος την έχουν οδηγήσει στο σταυροδρόμι της ανταπόκρισης στο εσωτερικό κάλεσμα για ένωση με τη φύση και αποστασιοποίηση από τον οργανωμένο αστικό πυρήνα.
Ο τρόπος ζωής της δεν είναι καπρίτσιο, αλλά περισσότερο μια τελετουργία για να πενθήσει, να βιώσει τη γαλήνη και συνάμα να κρατήσει ζωντανό το αποτύπωμα του «αποχωρήσαντος» συζύγου στη ζωή της. Σκιαγραφείται, έτσι, μια πορεία κοινωνικής προσφοράς που στέκεται εμβληματικός φόρος τιμής στο έργο όσων δικών της ανθρώπων εγκατέλειψαν πρόωρα τα εγκόσμια και χαράσσει τη νοητή συνέχειά τους.
Πρόσωπα και εικόνες που ξεχειλίζουν «αλήθεια»
Γύρω από τη ΜακΝτόρμαντ εναλλάσσεται πλειάδα προσώπων, στην πλειονότητά τους ερασιτέχνες ηθοποιοί, αλλά και πραγματικοί χαρακτήρες του ομώνυμου βιβλίου. Είναι οι νομάδες της πραγματικής ζωής, ως –όχι και τόσο– φανταστικές εκδοχές του εαυτού τους. Με αυτόν τον τρόπο, συμπαρασύρουν και την ίδια την πρωταγωνίστρια σε ένα περισσότερο αφαιρετικό παίξιμο, από το οποίο η ερμηνεία της βγαίνει κερδισμένη.
Επιπλέον, ο νατουραλισμός του έργου γεννά απτές, υποβλητικές εικόνες, θαρρείς σαν ο θεατής να βρίσκεται ενσωματωμένος στο αμείλικτο φόντο της φύσης και να ζει τις στιγμές μαζί με τους ήρωες του έργου. Τους ανθρώπους, δηλαδή, που δούλευαν μια ζωή και πλέον δεν έχουν εξασφαλίσει ούτε μια πενιχρή σύνταξη…
Αυτές τις παράπλευρες απώλειες του καπιταλιστικού αιματοκυλίσματος, τις βλέπουμε να καδράρονται στα έρημα βραχώδη τοπία της Δύσης. Η «αγριωπότητα» του σκηνικού εξευμενίζεται από τις αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος, επικοινωνώντας τη γαλήνη της ελευθερίας έξω από τα δεσμά του αδηφάγου συστήματος, που πέταξε στα σκουπίδια τα αναλώσιμα «πιόνια» της σκακιέρας του.
Η πρώτη μη λευκή γυναίκα που κέρδισε Όσκαρ Σκηνοθεσίας
Το νατουραλιστικό ύφος έρχεται και δένει άψογα με την ατμοσφαιρικότητα των υποτονικών πλάνων, που δίνουν τροφή στον λογισμό. Σε μια εποχή που η ουσία της ελεύθερης περιπλάνησης έχει χαθεί σε έναν Instagram-ικό ωκεανό εμπορεύσιμων ταξιδιωτικών στιγμών, το «Nomadland» είναι μια προσεγμένη επαναδιατύπωση των όρων της εσωτερικής αναζήτησης που συνυπάρχει με τον συνεπή νομαδικό τρόπο ζωής.
Δοσμένη στοργικά, στωικά και πάνω από όλα ποιητικά, μέσα από τη μινιμαλιστική σκηνοθετική αισθητική της «δυτικοθρεμμένης» Κινέζας σκηνοθέτιδος. Εκείνη έγραψε ιστορία ως η πρώτη μη λευκή γυναίκα που κατακτά το Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
ΚΛΟΕ ΖΑΟ
Μια φιλμογραφία-οδοιπορικό στη σύγχρονη Άγρια Δύση και τους «πληγωμένους» ανθρώπους της
Στο «Καλπάζοντας με το Όνειρο» (2017), που προηγήθηκε του «Nomadland», ένας παροπλισμένος νεαρός αναβάτης ροντέο επανατοποθετεί τα όρια του αφηγήματος του ιδανικού άνδρα
Το αναλλοίωτο φυσικό τοπίο του πάλαι ποτέ αμερικανικού συνόρου, σε συνδυασμό με το υπαρξιακό θέμα του ανθρώπου που χάνει βίαια τον προκαθορισμένο του ρόλο στην κοινωνία, έχουν συνεπή παρουσία στη φιλμογραφία της Ζαό.
Σε τέτοια μονοπάτια είχαμε ξεναγηθεί και στην αμέσως προηγούμενη ταινία της, ονόματι «Καλπάζοντας με το Όνειρο» («The Rider»), η οποία είχε κατακτήσει το μεγάλο βραβείο της Χρυσής Αθηνάς στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2017.
Στο φιλμ αυτό πρωταγωνιστεί ο νεαρός Μπράντι (Μπράντι Ζαντρό), ένας απόγονος της ιθαγενούς φυλής Λακότα (σ.σ. ανήκει στις τρεις κύριες υποδιαιρέσεις της εθνότητας των Σιου), ο οποίος θεωρείται ανερχόμενος αστέρας του ροντέο στη Νότια Ντακότα.
Ο ίδιος ζει φτωχικά μαζί με την οικογένειά του, εξασκώντας το σπορ που αγαπά, μέχρι που ένα ατύχημα εν ώρα δράσης τού προκαλεί εγκεφαλική βλάβη, εξασθενώντας το δεξί του χέρι και κάνοντάς τον επιρρεπή σε επιληπτικές κρίσεις. Οι γιατροί ξεκαθαρίζουν ότι η ιππασία είναι απαγορευτική στην κατάστασή του, ενέχοντας κίνδυνο ακόμα και για τη ζωή του.
Ωστόσο, ο ίδιος αδυνατεί να προσαρμοστεί στη νέα καθημερινότητα. Νιώθει και εκείνος απόκληρος, σαν βαριά τραυματισμένο άλογο που επιλέγεται να θανατωθεί από τον ιδιοκτήτη του.
Ερασιτέχνες ηθοποιοί που υποδύθηκαν τους εαυτούς τους
Εδώ, η τάση της Ζαό να μη χρησιμοποιεί πεπειραμένους ηθοποιούς είναι ακόμα εντονότερη από ό,τι στο «Nomadland», παραπέμποντας στο «Close-Up (1990) του Αμπάς Κιαροστάμι. Στην προκειμένη περίπτωση, το καστ αποτελείται καθολικά από ερασιτέχνες, οι οποίοι κινούνται σε γνώριμα νερά. Κι αυτό, διότι η σκηνοθέτις αντλεί εκτεταμένα στοιχεία από τις πραγματικές τους ιστορίες, βασίζοντας το εγχείρημα στο ένστικτο και την αφοπλιστική φυσικότητα των αληθινών προσώπων.
Για παράδειγμα, στον ρόλο του πρωταγωνιστή επιλέγεται ένας πρωτοεμφανιζόμενος που παίζει μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκδοχή του εαυτού του, εξού και συνονόματος με εκείνον – αλλά με διαφορετικό επίθετο. Από την άλλη, ο Λέιν (Λέιν Σκοτ –όπως ακριβώς και στην ταινία), ο φίλος που επισκέπτεται τακτικά ο Μπράντι σε ένα κέντρο αποκατάστασης για να κρατήσουν από κοινού ζωντανό το όνειρό τους (σ.σ. επιστροφή στο ροντέο), είναι όντως άτομο με αναπηρία (μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα) και φίλος του Μπράντι στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, η αδελφή του Μπράντι, Λίλι (Λίλι Ζαρντό), έχει πράγματι σύνδρομο Άσπεργκερ, όπως ακριβώς βλέπουμε και στην ταινία.
Αλλάζοντας το αφήγημα του καουμπόι
Αντί να κρατήσει μια προσέγγιση τύπου ντοκιμαντέρ, που ήταν και ο αρχικός στόχος, η Ζαό δραματοποιεί με μετρημένο τρόπο τις καταστάσεις, χωρίς να χάνει τον παλμό της αυθεντικότητας και, ταυτόχρονα, χαρίζοντας συναίσθημα και αφηγηματικό παλμό στην ταινία.
Με φόντο το παρθένο τοπίο, όπου θαρρείς έχουν μείνει αναλλοίωτοι οι θρύλοι και τα πρότυπα της Άγριας Δύσης, η δημιουργός συλλογίζεται πάνω σε αμερικανικές αγκυλώσεις και στερεότυπα, όπως η παραδοσιακή αντίληψη της αρρενωπότητας, με τον πρωταγωνιστή να είναι τόσο μπολιασμένος με το πρότυπο του ιδανικού καουμπόι που αδυνατεί να ορίσει τον εαυτό του έξω από την ενασχόληση με τα άλογα – ή τα όπλα. Μέσα από τα διλήμματα που περιεργάζεται ο τελευταίος (σ.σ. να υποστηρίξει με καινούργιους τρόπους την οικογένειά του ή να την εγκαταλείψει, εμμένοντας στην αυτοκτονική τάση να ιππεύει), οδηγείται τελικά στο μονοπάτι για την άνδρωση ενός ιδανικού σύγχρονου εαυτού, ο οποίος υπηρετεί με σύνεση τις αξίες του και, ταυτόχρονα, έχει το σθένος να γίνει κυρίαρχος του πεπρωμένου του, παύοντας να μένει κυριαρχούμενος από την παρωπιδική μάτσο οπτική του παρελθόντος.
Πάνω στο πρόσωπό του, καθρεφτίζεται το είδωλο ολόκληρης της Δύσης και της μεταβαλλόμενης κατάστασής της.