των Μαρίας Αντωνίου, Γιώργου Αργυρίου

Απουσία ενδιαφέροντος εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το εμπόριο ελαιολάδου εντός των συνόρων, με ορισμένες περιοχές να εκφράζουν τον προβληματισμό τους, καθώς πρόκειται για μια ελλειμματική χρονιά. Αδράνεια, όμως, αναφέρεται και από την αγορά του εξωτερικού, με το εύρος τιμών που προσφέρεται στον παραγωγό να είναι από 8,50 έως και 9,35 ευρώ (αναλόγως χώρας, ποιότητας και συναλλασσόμενων) χωρίς ουσιαστικά να πραγματοποιούνται πράξεις.

Επιστρέφοντας στα εγχώρια, το ενδιαφέρον των αγοραστών τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό για την προμήθεια προϊόντος απουσιάζει, ωστόσο, η υλοποίηση πράξεων βρίσκει εμπόδιο και στη συγκράτηση των παραγωγών, που ακόμη δεν διαθέτουν ποσότητες, αφού προσδοκούν καλύτερες τιμές.

Οι τελευταίες, όπου ακούγονται, δείχνουν μια σχετική σταθεροποίηση μετά τη μικρή υποχώρηση των προηγούμενων εβδομάδων, ωστόσο, δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν την αγορά ελλείψει, ουσιαστικά, πράξεων.

Η τακτική αυτή των παραγωγών δικαιολογείται εν μέρει λόγω των ελλείψεων σε ποσότητες. Παρ’ όλα αυτά, όσο προχωρά ο καιρός χαρακτηρίζεται, πλέον, από πολλούς παρακινδυνευμένη. Εκείνο που ουσιαστικά τρομάζει την αγορά είναι η κάθετη πτώση που καταγράφεται στην καταναλωτική ζήτηση, αφήνοντας και μεγάλα αποθέματα σε παραγωγικές περιοχές της χώρας. Καθοριστικό, πάντως, φαίνεται πως θα είναι το Πάσχα των Καθολικών, το οποίο έρχεται νωρίς φέτος. Σε αυτό «ποντάρουν» και οι παίκτες της αγοράς, μήπως αρχίσει να κινείται κάτι στο διεθνές εμπόριο, το οποίο βρίσκεται σε αδράνεια, λόγω της καθίζησης που έχει υποστεί η κατανάλωση.

Προς το τέλος του μήνα με αρχές του επόμενου, φαίνεται ότι θα διαμορφωθεί κάποια εικόνα της αγοράς, οπότε και αναμένεται να αρχίσει η προμήθεια του κλάδου HORECA ενόψει της καλοκαιρινής σεζόν, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Και όσο η αγορά προσδοκά τη «σωτηρία» της μέσω του Καθολικού Πάσχα, τα δέντρα δείχνουν να έχουν σωθεί από τις βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν στις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Νότιας Ευρώπης. Βέβαια, τίποτε ακόμη δεν έχει κριθεί ως προς τη νέα παραγωγή, αφού έχουμε καιρό μπροστά μας τουλάχιστον μέχρι την καρπόδεση, οπότε θα υπάρξουν και οι πρώτες επίσημες εκτιμήσεις.

Αδρανές το διεθνές εμπόριο

«Λογικά τα δέντρα έχουν σωθεί, έχουν ζωντανέψει», σχολιάζει ως προς τη νέα παραγωγή σε Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα έμπορος που προμηθεύει με ελαιόλαδο την ιταλική βιομηχανία. Ο ίδιος χαρακτηρίζει ιδανικές τις συνθήκες για την ελιά, εάν, βέβαια, δεν υπάρξει κάποια ακραία παγωνιά στο διάστημα που ακολουθεί, αφού οι βροχοπτώσεις που έχουν σημειωθεί στις τρεις μεγάλες ελαιοπαραγωγούς χώρες έχουν βοηθήσει τα δέντρα, αλλά έχουν αλλάξει και την ψυχολογία ως προς τη νέα περίοδο.

Εντελώς διαφορετική, ωστόσο, είναι η εικόνα που μεταφέρει ο ίδιος σε επίπεδο εμπορίου, καθώς κάνει λόγο για «αδράνεια σε επίπεδο απελπισίας», αφού όλοι έχουν αποθέματα, μια και η κατανάλωση έχει υποχωρήσει δραματικά.

Στην περίπτωση του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου, σύμφωνα με τον ίδιο, σημαντική είναι η απώλεια που προέρχεται και από το κομμάτι της βιομηχανίας. «Είναι αγορά που δεν ξαναγυρνάει», επισημαίνει, μιλώντας για παράδειγμα για την κονσερβοποιία ποιότητας, η οποία έχει περάσει στην αντικατάσταση του εξαιρετικού παρθένου με το σαφώς φθηνότερο ηλιέλαιο σε πολλές περιπτώσεις. Ως προς τις τιμές, για τη χώρα μας, που παραμένει αφανής εμπορικά, αυτές κυμαίνονται στα 8,50-8,60 ευρώ, με τα 9 ευρώ για παραδοτέο στην Ιταλία να μην υφίστανται πλέον.

Στη γειτονική Ιταλία, οι τιμές είναι της τάξεως των 9,30-9,35 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, ενώ στην Ισπανία το εύρος τιμών των τελευταίων ημερών είναι από τα 8,50-8,60 έως τα 8,85-8,90 ευρώ για τα πιο ποιοτικά. «Οι αριθμοί προσφέρονται, αλλά δεν γίνονται πράξεις», υπογραμμίζει ο ίδιος έμπορος, εκφράζοντας την ελπίδα να υπάρξει κάποια κινητικότητα στο επόμενο δεκαπενθήμερο ενόψει και του Καθολικού Πάσχα.

Στον δεύτερο μήνα με «ουδέν νεότερο» σε επίπεδο πράξεων μπαίνει η Λακωνία

Στασιμότητα στο εμπόριο εδώ και αρκετές εβδομάδες αναφέρεται από συνεταιρισμούς της Λακωνίας. Η στάση αναμονής έχει υιοθετηθεί και από τις δύο πλευρές, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι οργανώσεων, καθώς απουσιάζει το ενδιαφέρον από τη μεριά εμπόρων και τυποποιητών που παίρνουν ποσότητες από την περιοχή, ενώ, παράλληλα, συνεχίζεται και η συγκράτηση των παραγωγών, οι οποίοι δεν δηλώνουν ποσότητες προς διάθεση, με την προσδοκία ανόδου των τιμών.

Η περιοχή ουσιαστικά δεν έχει αυτή την περίοδο επικρατούσα τιμή, αφού δεν έχει σημειωθεί κάποια αξιόλογη αγοραπωλησία. Σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, η τελευταία τιμή που ακούστηκε ήταν στα 9,20 ευρώ, με τον συνεταιρισμό που δέχθηκε την προσφορά να αρνείται την πράξη, ενώ προηγουμένως οι τιμές στις οποίες σημειώθηκαν πράξεις ήταν της τάξεως των 9,53 και 9,45 ευρώ.

«Είναι πάνω από 20 μέρες – ένας μήνας που δεν έχει γίνει κάποια πράξη. Η τελευταία νομίζω ήταν η δική μας, στα 9,537 ευρώ τον Ιανουάριο», σχολιάζει ο Γιάννης Λάγγης, πρόεδρος στον ΑΣ Μεταμόρφωσης, μιλώντας για στασιμότητα και από τις δύο πλευρές. Η στασιμότητα αυτή αποδίδεται, κατά τον ίδιο, στην προσδοκία ανόδου τιμών που επικρατεί, ενώ υπάρχει η φημολογία ότι και η επόμενη παραγωγή δεν θα είναι πολύ μεγάλη, κάτι που, βέβαια, δεν μπορεί να επαληθευτεί από κανέναν προσώρας.

Μιλώντας για τη φετινή παραγωγή, ο κ. Λάγγης σημειώνει ότι, αυτήν τη στιγμή, ο μεγαλύτερος όγκος είναι αδιάθετος, ωστόσο δεν θεωρείται τεράστιος, αν αναλογιστεί κανείς άλλες χρονιές. «Πιστεύω πως ό,τι κινηθεί θα είναι προς το τέλος του Μάρτη, που θα φανούν τα δεδομένα από το εξωτερικό», εκτιμά.

«Όπως και την περασμένη χρονιά, η τιμή θα ξεκαθαρίσει μετά τα τέλη του Μάρτη», υποστηρίζει ο Παναγιώτης Ζουμπουλάκης από τον ΑΣ Συκιάς. Κατά τον ίδιο, αυτήν τη στιγμή, το 80% των φετινών ποσοτήτων παραμένει αδιάθετο, ενώ δεν υπάρχει ενδιαφέρον από την αγορά για πράξεις. Όπως αναφέρει ο ίδιος, η οργάνωση δεν συναίνεσε σε πράξη στην τελευταία προσφορά εμπόρου με τιμή στα 9,20 ευρώ.

Έως τώρα, το 2024 είναι η χρονιά κατά την οποία η Λακωνία έχει κάνει τις μικρότερες πωλήσεις, επισημαίνει ο Παναγιώτης Ντανάκας, διευθυντής στον ΑΣ Μολάων-Πακίων, μεταφέροντας τον προβληματισμό του για την απουσία ζήτησης. «Πάμε στον δεύτερο μήνα, είναι γενικευμένο», επισημαίνει, ως προς την απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος.

«Έχουμε ξαναζήσει τέτοια περίοδο αδράνειας», υπενθυμίζει, ωστόσο, φέτος η έλλειψη ενδιαφέροντος «τρομάζει», καθώς πρόκειται για μια πολύ μικρή, από άποψη παραγωγής, χρονιά. «Όλα θα εξαρτηθούν από το ράφι, την κατανάλωση», εξηγεί. «Θέλουμε να πουλήσουμε και δεν μπορούμε», συμπληρώνει, ωστόσο, και οι παραγωγοί «ακόμη εμφανίζονται συγκρατημένοι, αφού πιστεύουν ότι όλο αυτό είναι τεχνητό και περιμένουν», όπως σχολιάζει. Τόσο ο κ. Ντανάκας, όσο και ο κ. Λάγγης αναφέρθηκαν στο ρίσκο που παίρνουν ουσιαστικά οι παραγωγοί με το να μη διαθέτουν ποσότητες, τονίζοντας ότι η συνήθης τακτική είναι όταν ανεβαίνει η τιμή, να μην πουλάνε και όταν υποχωρεί, να σπεύδουν να πουλήσουν.

Ως προς τη νέα παραγωγή για την περιοχή, ακόμη δεν μπορεί να υπάρξει κάποια πρόβλεψη. Οι βροχοπτώσεις σχολιάζονται θετικά από τους συνεταιριστές, ωστόσο, δεν έχει υπάρξει το απαιτούμενο κρύο, ενώ και οι εναπομείναντες μήνες θα είναι καθοριστικοί υπό τον φόβο ενός ενδεχόμενου παγετού ή ενός πρώιμου καύσωνα.

Στα 8,70 ευρώ οι τιμές στη Μεσσηνία, χωρίς κινητικότητα

Στην εικόνα της καρπόδεσης, που θα είναι πιο ξεκάθαρη τον Μάιο, παραπέμπει από τη Μεσσηνία ο Γιάννης Πάζιος, γεν. διευθυντής στην Ένωση. Προσώρας, αναφέρεται μία πρωίμιση κατά τόπους, στο πλαίσιο των γενικότερων κλιματολογικών συνθηκών. Οι τελευταίες δεν κρίνονται και οι ιδανικότερες φέτος ως προς τη νέα παραγωγή, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει από τώρα πώς θα εξελιχθεί η νέα χρονιά.

Ως προς το εμπορικό σκέλος, ο ίδιος εκτιμά ότι προς την τελευταία βδομάδα του Μαρτίου με αρχές Απριλίου θα υπάρχει ίσως κάποια εικόνα για το πώς κινείται η χώρα. Για την ώρα, η τιμή παραμένει στα 8,70 ευρώ, όσο ήταν πριν από δύο βδομάδες, όπως υπενθυμίζει, χωρίς να υπάρχει κινητικότητα. «Αγοραστές γενικά υπάρχουν, μπορεί να μην είναι πολλοί, όπως ήταν πριν από μήνες, όμως υπάρχουν ενδιαφερόμενοι», εξηγεί, επισημαίνοντας και την αντίσταση των παραγωγών να διαθέσουν προϊόν, προσδοκώντας σε ακόμη υψηλότερες τιμές.

«Η τιμή που διαμορφώθηκε στη Μεσσηνία είναι από 8,60 έως 8,70 ευρώ», αναφέρει ο Γιάννης Ηλιάδης, πρόεδρος του Παμμεσηνιακού Συνδέσμου Ελαιοτριβείων, σχολιάζοντας ως θετικές τις φετινές τιμές, χωρίς όμως να σημαίνουν κάτι το ιδιαίτερο ως προς τα κέρδη των παραγωγών, δεδομένων των μειωμένων ποσοτήτων και των δαπανών που έχουν γίνει για την καλλιέργεια, καθώς και τα υψηλότερα κόστη, όπως αυτό της συγκομιδής. «Το ποσοστό των ελαιοτριβείων (σ.σ. η αμοιβή για την έκθλιψη του ελαιοκάρπου) παρέμεινε στο 10%.

Η φετινή άνοδος της τιμής του ελαιολάδου απορρόφησε εύκολα την αύξηση που έγινε την περασμένη χρονιά», εξηγεί, προσθέτοντας ότι και στο πυρηνέλαιο οι τιμές ανέβηκαν στα 5-5,50 ευρώ, μαζί με τις συνολικότερες τιμές των λαδιών, αφήνοντας ένα καλό αποτέλεσμα. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή, κάνοντας μία πρώτη αποτίμηση της χρονιάς, με τα μέχρι τώρα στοιχεία των ελαιοτριβείων, υποστηρίζει ότι φέτος ήταν μια χρονιά με την ποιότητα σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά τις ποσότητες μειωμένες κατά 70%.

Συνεχίζεται η απραξία στη Σητεία

Ηρεμία, εν μέσω της συνεχιζόμενης απραξίας, επικρατεί και στην αγορά της Σητείας, χωρίς να διατυπώνεται ενδιαφέρον για πράξεις από την πλευρά τόσο των παραγωγών όσο και των εμπόρων. Οι τιμές κρατούν γύρω στα 9 ευρώ, 9,20-9,30, αλλά δεν υπάρχει ενδιαφέρον», επισημαίνει ο Μανώλης Μαυροματάκης, πρόεδρος στην Ένωση Σητείας, μία κατάσταση που συνεχίζεται από τους προηγούμενους μήνες.

Η ανθοφορία της νέας χρονιάς είναι αυτή που μάλλον περιμένουν οι παίκτες της αγοράς, όπως εκτιμά ο ίδιος, κυρίως σε Ιταλία και Ισπανία, εκφράζοντας, ταυτόχρονα, την επιφύλαξή του για το ενδεχόμενο να υπάρξουν πολύ υψηλότερες τιμές, δεδομένης της δυσκολίας που εμφανίζει η καταναλωτική αγορά του προϊόντος.

Ως προς τη νέα παραγωγή στην περιοχή, ευεργετικές για τη διατήρηση των δέντρων σχολιάζονται οι έστω και λίγες βροχές που έχουν σημειωθεί, ωστόσο είναι ακόμη νωρίς για εκτιμήσεις.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024