Αντιθέσεις: Αμερική

«Όχι» στην δολοφονία του Φλόιντ δεν σημαίνει «όχι»στον νόμο και την τάξη

Η δημοκρατική Αμερική θέλει να αναπνεύσει

Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από τον αστυνομικό Ντέρεκ Τσάβιν, στις 25 Μαΐου στη Μινεάπολη των ΗΠΑ, είναι τραγωδία. Μια τραγωδία που δείχνει ότι η κατάχρηση εξουσίας από τους αστυνομικούς είναι ένα ενεργό φαινόμενο, το οποίο πρέπει να εξαλειφθεί παγκοσμίως, χρησιμοποιώντας όλα τα θεσμικά μέσα. Από την άλλη μεριά, οι διαδηλώσεις αντίδρασης στον θάνατο του Φλόιντ, που έκτοτε μαίνονται και που κυριολεκτικά έχουν βάλει φωτιά σε ολόκληρες πόλεις και πολιτείες, δείχνουν πώς τέτοιες τραγωδίες μπορούν να γίνουν εργαλείο στα χέρια ατόμων και οργανώσεων, που δεν νοιάζονται πραγματικά για δικαιοσύνη, αλλά δράττονται της ευκαιρίας για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα. Και για πλιάτσικο.

Ο πρόεδρος Τραμπ και η Αμερική του νόμου και της τάξης χρεώθηκε μια δολοφονία, την οποία καταδίκασαν. Από εκεί και πέρα, με την αναταραχή στις ΗΠΑ να προκαλεί ζημιές και θύματα, η αναγκαία αντίδραση ήταν η καταστολή. Αν και η άποψη του προέδρου Τραμπ να ονομάσει τρομοκρατική οργάνωση τους Antifa, επικρίθηκε σφοδρά, βασίζεται στην πραγματικότητα. Υπό το προσωπείο της αντίστασης στο σύστημα, της ελευθερίας και της ισότητας ανεξαρτήτως χρώματος, οι Antifa, όπως και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες, επιλέγουν να πατήσουν κι αυτοί με τη σειρά τους πάνω στον Φλόιντ, για να υπονομεύσουν τη δημοκρατία και τους αμερικανικούς θεσμούς, και να πλήξουν τον πρόεδρο Τραμπ.

Η ανάπτυξη της εθνοφυλακής και του στρατού ήταν μια ακραία, αλλά και άκρως αναγκαία λύση. Η επιβολή της τάξης είναι η πρώτη προτεραιότητα του Τραμπ, καθώς από τις φωτιές των λίγων κινδυνεύουν να καούν οι περιουσίες των πολλών, και μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά. Και οι Αμερικανοί πολίτες να γίνουν έρμαια εξτρεμιστικών, τρομοκρατικών οργανώσεων που εκμεταλλεύονται την παγκόσμια θλίψη από την αποτρόπαια δολοφονία. Ο Αμερικανός πρόεδρος προτάσσει την τάξη και την ασφάλεια, συνεπής με τις θέσεις του από την πρώτη μέρα που μπήκε στον Λευκό Οίκο και χωρίς να εξαρτά τις πρωτοβουλίες του από τις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν να χάνει έδαφος έναντι του Μπάιντεν. Ξέρει ότι η Αμερική που τον ψήφισε περιμένει από αυτόν να βάλει τάξη, όποιο κι αν είναι το κόστος. Και ελπίζει ότι η πλειοψηφία θα εκτιμήσει τη στάση του με την επιστροφή των ΗΠΑ στην κανονικότητα. Όταν οι πολίτες θα μπορέσουν να σηκώσουν τα ρολά της επιχείρησής τους και να ανοίξουν τις πόρτες στο κοινό, αντί να προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους μέσα στα αποκαΐδια του οικοδομικού τετραγώνου, ή να μετράνε δυσβάσταχτες απώλειες από επιδρομή επιτήδειων. Οι δύσκολες καταστάσεις απαιτούν δύσκολες λύσεις.

Ε.Κ.

«Ο Μισισιπής καίγεται» είναι μια συγκλονιστική ταινία του 1988, που αφηγείται τα γεγονότα γύρω από τη φρικτή δολοφονία τριών ακτιβιστών το 1964, στην ομώνυμη Πολιτεία, από την Κου Κλουξ Κλαν. Σήμερα όμως δεν καίγεται ο Μισισιπής, αλλά η Μινεάπολη. Η ρατσιστική φλόγα που οδηγεί εδώ και εκατοντάδες χρόνια το χέρι των λευκών στη σκανδάλη απέναντι στους μαύρους, είναι μια φλόγα ανεξέλεγκτη, που κάθε τόσο καίει και τους ίδιους.

Αυτού του ξεσπάσματος γινόμαστε για μία ακόμη φορά μάρτυρες. Οι αντιδράσεις της δημοκρατικής Αμερικής ήταν άμεσες, ήταν σκληρές και οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου ραγδαία κλιμάκωση της έντασης σε όλα τα μήκη και πλάτη των Ηνωμένων Πολιτειών, που μέρα με τη μέρα φαντάζουν ολοένα και λιγότερο «Ηνωμένες».

Το λάδι στη φωτιά που μαίνεται, όμως, δεν το ρίχνουν οι στρατιώτες αυτήν τη στιγμή. Οι στρατιώτες γονάτισαν, κυριολεκτικά, μπροστά στους διαδηλωτές στο Μαϊάμι, ως ένδειξη σεβασμού προς τον αγώνα τους, αλλά και ως αποδοκιμασία της αποτρόπαιας πράξης του Ντέρεκ Τσάβιν, που επί 8 λεπτά είχε καρφωμένο το γόνατό του στον λαιμό του αδικοχαμένου Τζορτζ Φλόιντ. Όχι, το λάδι στη φωτιά το ρίχνει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τραμπ έχει χάσει τον έλεγχο από την πρώτη στιγμή. Ο λαός που κυβερνά τον χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, όμως αυτός επέλεξε να κρυφτεί σε κάποιο καταφύγιο, αφήνοντας τον Λευκό Οίκο… μαύρο, με τα φώτα σβηστά. Βλέπει ότι ο Μπάιντεν εκτινάχτηκε δέκα μονάδες μπροστά, και ότι η πολιτική που ακολουθεί απειλεί να του κοστίσει την επόμενη προεδρία, αλλά παραμένει όμηρος της ιδεοληψίας του, με την ελπίδα ότι η σιωπηλή πλειοψηφία θα τον επιβραβεύσει γιατί δήθεν υπερασπίστηκε τον νόμο και την τάξη.

Απαντώντας όμως με περισσότερη παράλογη βία σε ένα ρεύμα που εξαρχής δημιουργήθηκε από αυτήν, δείχνει ότι δεν είναι ηγέτης. Οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται περισσότερα όπλα και περισσότερους νεκρούς στον δρόμο, και όμως από τις 25 Μαΐου αυτό ακριβώς συμβαίνει. Μέχρι και η κόρη του αντιστάθηκε φανερά στις πολιτικές του πατέρα της, παίρνοντας μέρος στο παγκόσμιο 24ωρο μπλακ άουτ, στη μνήμη του Φλόιντ. Πώς λοιπόν κάποιος να εμπιστευτεί τον Τραμπ στη διαχείριση μιας εθνικής κρίσης, όταν δεν τον εμπιστεύεται η ίδια η οικογένειά του;

Α.Φ.