Αντιθέσεις: Αύξηση βασικού μισθού

Το 2% στον βασικό συμβολίζει επανεκκίνηση και αισιοδοξία

Το 2% συμβολίζει την κοινωνική μεροληψία της κυβέρνησης

Με την πανδημία να έχει τραυματίσει σοβαρά την οικονομία και να μην έχει τεθεί ακόμα υπό πλήρη έλεγχο, η απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση του βασικού μισθού κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου 2022, αποτελεί μια τολμηρή και συνετή πρωτοβουλία. Που αντανακλά τις πραγματικές δυσκολίες, αλλά και την πρόθεση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού να δώσουν ένα σήμα αισιοδοξίας για το αύριο της ελληνικής οικονομίας.

Στον σχετικό διάλογο που προηγήθηκε, οι συνομοσπονδίες των επαγγελματιών, των βιοτεχνών, των μεγάλων επιχειρήσεων, των εμπόρων είχαν ζητήσει το πάγωμα του κατώτατου μισθού, λόγω των ειδικών συνθηκών που επέφερε η πανδημία. Κι αν λάβει υπόψη κανείς ότι το ΑΕΠ πέρυσι μειώθηκε περίπου κατά 8%, αυτό ισχύει. Όπως είπε όμως ο πρωθυπουργός, μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, «αυτό το οποίο επίσης ισχύει είναι ο δυναμισμός της ελληνικής οικονομίας, οι προοπτικές της, τις οποίες εμπιστεύομαι και προσωπικά».

Έχοντας επαφή με τη δύσκολη πραγματικότητα, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι η αύξηση αυτή «προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων». Καλό όμως είναι, όσοι γκρινιάζουν, ή επικρίνουν τη σχετική απόφαση, να υπολογίσουν τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν τους τελευταίους 18 μήνες για να στηριχτούν οι θέσεις εργασίας και η ρευστότητα των επιχειρήσεων. Και, επίσης, το γεγονός ότι η αύξηση αυτή έρχεται να συμπληρώσει ένα κύμα φοροελαφρύνσεων, αλλά και μικρότερων εισφορών, που και αυτές με τη σειρά τους υποστήριξαν το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων.

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, η συμβολική, αλλά ρεαλιστική αυτή απόφαση, έχει διπλό σήμα. Σηματοδοτεί την επανεκκίνηση της εθνικής παραγωγικής μηχανής, καθώς όλοι οι δείκτες μπαίνουν σε ανοδική τροχιά αφού, παρά τις δυσκολίες, τα έσοδα από τον τουρισμό φαίνεται ότι δεν θα συγκρίνονται πλέον με αυτά του 2020, αλλά με αυτά του 2019. Παράλληλα, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές κινούνται ήδη σε επίπεδα προ κρίσης και, όλα αυτά, πριν πέσουν ακόμα στην πραγματική οικονομία οι σημαντικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση αυτή, που εισηγήθηκε ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, σηματοδοτεί και τον κοινωνικό προσανατολισμό της κυβερνητικής πολιτικής.

Η διπλή σημασία αυτής της κίνησης διέφυγε, όπως ήταν αναμενόμενο, από την αξιωματική αντιπολίτευση, που έχει ειδικευτεί στην αντιπολίτευση του λαϊκισμού. Και όχι μόνο επικρίνει και λοιδορεί τη μικρή αύξηση στον βασικό μισθό, αλλά υπόσχεται μεγάλες αυξήσεις όταν γίνει κυβέρνηση. Πράγμα που, ευτυχώς για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, δεν πρόκειται να συμβεί.

Ε.Κ.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού κράτησε παγωμένο τον κατώτατο μισθό για δύο χρόνια, σε αντίθεση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, αποφάσισε τελικά για το 2022 μία προσχηματική αύξηση 2%, με την οποία δεν εξάντλησε ούτε καν τα περιθώρια του 4% του πορίσματος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Η αύξηση κατά 13 ευρώ του μεικτού κατώτατου μισθού, δηλαδή μεικτή αύξηση του μεροκάματου 0,52 ευρώ, όσο κοστίζει ένα κουλούρι, και η δήλωση του κ. Μητσοτάκη ότι είναι μία «συμβολική» απόφαση, είναι εμπαιγμός και προσβολή των εργαζομένων.

Είναι φανερή πια σε όλους η κοινωνικά μεροληπτική πολιτική της κυβέρνησης. Ο πρόσφατος εργασιακός νόμος, που κατάργησε το οχτάωρο, θέσπισε τις απλήρωτες υπερωρίες και υπονόμευσε τις συλλογικές συμβάσεις, όπως και το νομοσχέδιο που χαρίζει την επικουρική ασφάλιση στην ιδιωτική κερδοσκοπία, και θα κοστίσει δισεκατομμύρια στην εργατική τάξη, συμπληρώνονται τώρα με την κοροϊδία μιας αύξησης ντροπής.

Οι εργαζόμενοι όμως, που βιώνουν την κρίση και την ακρίβεια και με δυσκολία πλέον καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, θυμούνται ότι η ΝΔ ως αντιπολίτευση το 2019 χαρακτήριζε «ψίχουλα» την αύξηση κατά 11% του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού, από τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση της ΝΔ βρίσκεται σε πλήρη παραφωνία και με την επικρατούσα πολιτική στην Ευρώπη. Η Ελλάδα και η Λετονία είναι οι μόνες χώρες της ΕΕ με δύο χρόνια παγωμένους κατώτατους μισθούς. Η χώρα μας βρίσκεται στην 5η χειρότερη θέση ως προς την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και στην 8η χειρότερη θέση ως προς την κάλυψή τους από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί Ευρωπαϊκή Οδηγία για δίκαιο κατώτατο μισθό, που να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, υπογραμμίζοντας ότι συμβάλλει στη στήριξη της ζήτησης και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Θέση και δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δήλωσε η τομεάρχης Εργασίας του κόμματος, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, είναι «η στήριξη των εργαζομένων, των μισθών και των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, που αναλογεί στο 60% του διάμεσου μισθού με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η κατάργηση της υπερεργασίας και η αμοιβή με προσαύξηση 40% από την πρώτη ώρα εργασίας πέραν του οκταώρου, καθώς και η αύξηση κατά 20% του ωρομισθίου της μερικής απασχόλησης».

Ε.Σ.