Αντιθέσεις: Εκλογές

Ο ΣΥΡΙΖΑ βαφτίζει τοξικότητα την αλήθεια για το «ποιόν» του

Οι ζωές μας και όχι fake news στο επίκεντρο των εκλογών

Η «σοβαρότητα» είναι το καινούργιο στυλ που φόρεσε ο Αλέξης Τσίπρας μπροστά στις κάλπες. Κι αυτό για τρεις λόγους: Πρώτον, μήπως έτσι μπορέσει να πείσει την πολύ δύσκολη μεσαία τάξη, που στις περασμένες εκλογές έδωσε τη νίκη στη ΝΔ, ότι άλλαξε, ωρίμασε, και είναι σε θέση να εγγυηθεί την ασφάλεια της οικονομίας και της χώρας. Δεύτερον, γιατί έτσι αποφεύγει τη συζήτηση για τα έργα και τις ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2015 και 2019. Και τρίτον, γιατί παρουσιάζοντας ως τοξικότητα κάθε αποκάλυψη για την ποιότητα των ψηφοδελτίων και ορισμένων επώνυμων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να αφήσει έξω από την αντιπαράθεση τα βιογραφικά τους, που εντούτοις παίζουν -και πρέπει να παίζουν- ρόλο στην επιλογή κάθε πολίτη.

Οι εκλογές, όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, θα κρίνουν ποιος και πώς θα κυβερνήσει τη χώρα τα επόμενα χρόνια. Συνεπώς, έχει πολύ μεγάλη σημασία ποιος είναι ο καθένας, ως κόμμα, αλλά και ως πολιτική προσωπικότητα. Αν ένας πρώην υπουργός, όπως ο Νίκος Παππάς, καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο, με ψήφους μάλιστα 13-0, όμως παραμένει στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, με προοπτική πιθανότατα να επανέλθει σε κυβερνητικό πόστο, εάν το κόμμα του κερδίσει τις εκλογές, αυτό προφανώς και αφορά το εκλογικό σώμα.

Το εκλογικό σώμα αφορά επίσης η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί σήμερα να λέει ό,τι θέλει και να υπόσχεται ό,τι πιστεύει ότι θα φέρει ψήφους, αλλά η κοινή γνώμη πρέπει να θυμάται τι έκανε με τα μνημόνια, την οικονομία, τη Δικαιοσύνη, τους θεσμούς -ή «αρμούς»- όταν κυβέρνησε τη χώρα. Σε τι περιπέτειες έβαλε τη χώρα με τα capital controls και τις επιπόλαιες πολιτικές του, με αποτέλεσμα την τελευταία στιγμή και με πολύ μεγάλο κόστος να γλυτώσει η Ελλάδα τα χειρότερα.

Προφανώς και πρέπει κάθε κόμμα να εκθέσει το πρόγραμμα και την πολιτική του στους ψηφοφόρους. Και το κόμμα της πλειοψηφίας να «απολογηθεί» για το έργο του την περασμένη τετραετία και να δεσμευτεί για όσα θέλει να κάνει την επόμενη. Οι εκλογές όμως, από τότε που εφευρέθηκε η δημοκρατία, είναι και μια αναμέτρηση συνέπειας λόγων και έργων, ήθους και σοβαρότητας, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποφύγει, όσο κι αν προσπαθήσει. Η άλλη πλευρά της αλήθειας, που αφορά τη διαδρομή και τα έργα του Αλέξη Τσίπρα και του κόμματός του, δεν θα μείνει στο σκοτάδι.

Ε.Κ.

Έχοντας χάσει, μετά την τραγωδία των Τεμπών, την αυτοκυριαρχία της μπροστά σε μια πιθανή εκλογική ήττα, η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη επιλέγει μια εντελώς εκτός δημοκρατικής λογικής εκλογική αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεντρώνει τα πυρά της σε πρόσωπα, όπως ο Γιάννης Ραγκούσης, ο Νίκος Παππάς, ή ο Μιθριδάτης, ξαναζεσταίνει εκστρατείες δολοφονίας χαρακτήρα, όπως η «βίλα» στο Σούνιο, εμφανίζει τον Αλέξη Τσίπρα με έλλειμμα πατριωτισμού, υπέρμαχο μιας Ελλάδας ξέφραγο αμπέλι. Και επιμένει να επιστρέφει στο κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο κρίθηκε στις προηγούμενες εκλογές. Κάνει, εν γένει, ό,τι μπορεί, αξιοποιώντας τη συντριπτική υπεροπλία της στα ΜΜΕ και σε δύναμη προπαγανδιστικού πυρός, για να αποφύγει δύο πράγματα. Πρώτον, μια ουσιαστική συζήτηση για το έργο της την περασμένη τετραετία. Και δεύτερον, το πρόγραμμα και τα σχέδιά της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Στις εθνικές εκλογές κρίνονται τα έργα και οι πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης και συγκρίνονται τα προγράμματα των κομμάτων για την επερχόμενη τετραετία. Προφανώς και παίζουν κάποιον ρόλο τα πρόσωπα, τα βιογραφικά, οι ποικίλες αποκαλύψεις. Αλλά το τι προτείνει κάθε κόμμα είναι απείρως πιο σοβαρό για τη ζωή του κάθε πολίτη.

Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιλέξει την εκλογική αναμέτρηση ουσίας. Να συζητάει κανείς για το 2016 εν έτει 2023 και μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ, είναι τουλάχιστον αντιπαραγωγικό και παράλογο. Όπως αντιπαραγωγικό και παράλογο είναι να ερευνάται αναδρομικά ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα του 2017 μετά από μια σιδηροδρομική τραγωδία του 2023. Ή να φορτώνεται η προηγούμενη κυβέρνηση προβλήματα που θα έπρεπε, ακόμα κι αν υπήρχαν, να έχουν λυθεί από τη σημερινή.

Πού είναι το φως που έταξαν στο σκοτάδι των υποκλοπών; Πού ήταν το επιτελικό κράτος στα Τέμπη; Πώς τους διέφυγαν «άριστοι» όπως ο Πάτσης και λοιποί; Πού έχουν αγκυροβολήσει τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ των απευθείας αναθέσεων; Και για ποιον λόγο να εμπιστευτεί ο λαός εκείνους που του έταξαν ασφάλεια και αξιοκρατία και τελικά του πρόσφεραν ανασφάλεια, κομματισμό, ρουσφέτι και οικογενειοκρατία;

Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Και να συγκριθούν τα προγράμματα, οι πολιτικές, το σχέδιο καθενός για την επόμενη τετραετία. Διαφορετικά, η τοξικότητα και οι ανούσιοι καβγάδες κάνουν κακό όχι μόνο στην υγεία εκείνου που τα επιλέγει, αλλά και στην υγεία της Δημοκρατίας.

Ε.Σ.