Αντιθέσεις: Ελλάδα και Ρωσοουκρανικό

Η Ελλάδα ήταν και παραμένει στη σωστή πλευρά της ιστορίας

Απέναντι στον Πούτιν ναι, απέναντι στους Ρώσους όχι

Από γεωγραφική και στρατηγική άποψη η Ουκρανία είναι στη γειτονιά μας. Πολύ περισσότερο που σε αυτή ζουν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της διασποράς και η ιστορία μας συνδέεται στενά με αυτήν τη χώρα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στην Οδησσό ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.

Η Ελλάδα είχε, συνεπώς, μεγαλύτερη υποχρέωση από άλλους να πάρει καθαρή θέση, όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία. Καμιά ουδετερότητα δεν χωρούσε για τον λόγο αυτόν, αλλά και γιατί η παραβίαση του διεθνούς δικαίου από τον πρόεδρο Πούτιν είναι προκλητική. Και κάθε ανοχή σε τέτοιες παραβιάσεις, κάθε έκπτωση του διεθνούς δικαίου, βοηθά τους πιο ισχυρούς να δυναστεύουν τους λιγότερο ισχυρούς. Η ανοιχτή πληγή της Κύπρου δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε.

Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αντέδρασαν σωστά από την πρώτη στιγμή. Σωστά καταδίκασαν τη ρωσική εισβολή και συμφώνησαν με τις αυστηρές κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας. Σωστά ακύρωσαν ακόμα και πολιτιστικές εκδηλώσεις από ρωσικούς οργανισμούς, έστω κι αν αυτοί ήταν διεθνώς διάσημοι, όπως τα μπαλέτα Μπολσόι. Διότι η κύρωση δεν αφορά προφανώς τους χορευτές και τους χορογράφους, αλλά το ρωσικό κράτος και την ηγεσία του.

Η αποφασιστικότητα του πρωθυπουργού φάνηκε, τέλος, και στην απόφασή του να αποστείλει η χώρα μας στην Ουκρανία όχι μόνο ανθρωπιστική βοήθεια, ιατροφαρμακευτικό υλικό και είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και όπλα. Μια χώρα που αμύνεται απέναντι σε έναν πολύ πιο ισχυρό εισβολέα χρειάζεται φάρμακα και είδη ζωής, αλλά και όργανα θανάτου. Αυτός είναι ο πόλεμος, και είναι υποκριτής όποιος προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο.

Μιλώντας στη Βουλή για τη στάση της Ελλάδας, ο πρωθυπουργός βρήκε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα στέκεται πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν ανήκει απλώς στη Δύση, αλλά ΕΙΝΑΙ η Δύση. Και για όλους αυτούς τους λόγους, «δεν μπορούμε να στεκόμαστε αδιάφορα απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες που θέλουν να ξαναζωγραφίσουν τα σύνορα. Εδώ, δεν χωρούν ίσες αποστάσεις».

Να πούμε στο σημείο αυτό ότι υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος που η ελληνική κυβέρνηση πήρε τη θέση που πήρε. Πρόκειται για τον προκλητικό μας γείτονα, την Τουρκία, η οποία δεν διστάζει να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, αλλά και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Να κάνει, δηλαδή, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, αυτό που κάνει σήμερα η Ρωσία στην Ουκρανία. Πράγμα που σημαίνει ότι η αποφασιστική αντίσταση στη ρωσική εισβολή είναι μια στάση και υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων.

Ε.Κ.

Κάθε πόλεμος εξάπτει πάθη, οδηγεί σε ανθρωπιστικές τραγωδίες, καθιστά φτηνή την ανθρώπινη ζωή. Αν αυτό όμως αφορά τους εμπόλεμους, όσοι δεν εμπλέκονται άμεσα οφείλουν να είναι πολύ προσεκτικοί και να κάνουν ό,τι μπορούν για να τελειώσει το μακελειό.

Αυτή την υποχρέωση είχε και έχει και η Ελλάδα. Να στηρίξει τις κυρώσεις που μπορούν να βοηθήσουν στο πιο γρήγορο τέλος του πολέμου. Να στηρίξει τα θύματα με κάθε δυνατό τρόπο. Να στηρίξει κάθε προσπάθεια διαλόγου και ειρήνης. Και να προσπαθήσει να γίνει μέρος της λύσης, και όχι της κρίσης. Της ειρήνης, και όχι του πολέμου.

Η υποχρέωση αυτή είναι για τη χώρα μας ακόμα μεγαλύτερη, γιατί σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Ελλάδα έχει παραδοσιακά και για λόγους ιστορικούς και γεωγραφικούς τον ρόλο «γέφυρας» ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δυτική Ευρώπη.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδείχτηκε και στην περίπτωση αυτή κατώτερη των περιστάσεων. Ενώ καλώς συμφώνησε με τις κυρώσεις που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφάσισε μονομερώς, και πριν ακόμα υπάρξει ευρωπαϊκή απόφαση, να γίνει μέρος του πολέμου, στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία. Κίνηση ακόμα πιο επικίνδυνη, καθώς ελληνικό στοιχείο υπάρχει όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στη Ρωσία, αλλά και γιατί έτσι χάνει το ειρηνευτικό της πλεονέκτημα, που είναι οι καλές μέχρι χθες σχέσεις τόσο με το Κίεβο, όσο και με τη Μόσχα.

Ταυτόχρονα, με τη ρητορική της οξύτητα και με τα ακραία και βλακώδη εχθρικά μέτρα εναντίον ακόμα και πολιτιστικών εκδηλώσεων από συγκροτήματα που προέρχονται από τη Ρωσία, κατάφερε να βάλει την Ελλάδα όχι στον κατάλογο των επικριτών του πολέμου, αλλά των αντιπάλων της Ρωσίας. Κι αυτό, όπως είναι φυσικό, δεν πρόκειται να ξεχαστεί όταν η λαίλαπα του πολέμου κοπάσει, όποιος κι αν είναι στο τιμόνι αυτής της χώρας.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απέφυγε επίσης την παγίδα να επιχειρήσει την «εσωτερίκευση» της σύγκρουσης και στην Ελλάδα. Κατηγορίες εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ περί φιλορωσικών αισθημάτων και πρακτικών δείχνουν μόνο εθνική επιπολαιότητα και πολιτική ακρισία. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθαρή και δεν επιδέχεται στρεβλώσεων: Όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι η Ελλάδα, έτσι και ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι η Ρωσία. Ένα μεγάλο ποσοστό των Ρώσων δεν θέλουν αυτόν τον πόλεμο, και η τιμωρητική στάση της Ελλάδας απέναντι σε κάθε τι που είναι γραμμένο στα κυριλλικά, δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της ειρήνης, ούτε της Ελλάδας. Ιδιαίτερα σε εποχές που η ενεργειακή κρίση απειλεί επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και όλοι ξέρουμε ότι η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

Ε.Σ.