Αντιθέσεις: Έλληνες αθλητές

Η κυβέρνηση δεν  κωφεύει στην κριτική των αθλητών

Ρουσφέτι, λόγια και σπόνσορες δεν είναι απάντηση στο κλάμα του

Η Ολυμπιάδα είναι μια ευκαιρία να αναδειχτεί ο ελληνικός πολιτισμός, οι δυνατότητες των αθλητών μας, η αλήθεια ότι το ολυμπιακό πνεύμα εξακολουθεί να ανθεί στη χώρα μας. Ήταν όμως και μια ευκαιρία να αναδειχτούν τα προβλήματα στις σχέσεις πολιτείας και αθλητισμού, που υπάρχουν για πάρα πολλά χρόνια και ακόμα δεν έχουν δυστυχώς επιλυθεί εκατό τοις εκατό. Και δεν ήταν δυνατό να επιλυθούν μέσα σε συνθήκες πανδημίας και προσπάθειας να στηριχτεί η οικονομία και η ζωή των ανθρώπων.

Η δήλωση παραίτησης και το κλάμα μπροστά στις κάμερες του αρσιβαρίστα Θοδωρή Ιακωβίδη συγκλόνισαν όλους τους Έλληνες, όπως και οι σχετικές δηλώσεις άλλων αθλητών.
Ο υπουργός Αθλητισμού, Λευτέρης Αυγενάκης παραδέχτηκε στην πράξη, επικοινωνώντας με τον Θοδωρή και παροτρύνοντάς τον να μην παραιτηθεί, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες αθλητές, ακόμα κι εκείνοι της ολυμπιακής ομάδας. Αλλά θα ήταν άδικο να φορτωθούν στη σημερινή κυβέρνηση όλες οι κακοδαιμονίες στη σχέση του ελληνικού αθλητισμού με την ελληνική πολιτεία.

Στην πραγματικότητα, ο αθλητισμός υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Οι χρηματοδοτήσεις «στέγνωσαν», τα προπονητικά κέντρα και τα στάδια έμειναν χωρίς συντήρηση και επαρκές προσωπικό, ακόμα και οι χορηγίες, που πάντα έπαιζαν έναν ρόλο στη στήριξη των αθλητών, μειώθηκαν δραματικά. Με αποτέλεσμα ο αθλητισμός, ακόμα και ο πρωταθλητισμός ολυμπιακών προδιαγραφών, να πληγεί. Και οι αθλητές, όσοι επέμεναν τουλάχιστον, να βρεθούν σε δεινή θέση.

Η αλλαγή κυβέρνησης, που απάλλαξε και τον αθλητισμό από τον εναγκαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να σημάνει ένα restart του. Η τοποθέτηση Αυγενάκη στο πόστο της ευθύνης του είχε ακριβώς αυτήν τη σημασία. Δυστυχώς, η πανδημία απορρόφησε την προσοχή και τα κονδύλια του κράτους και ο αθλητισμός βρέθηκε και πάλι να είναι στο τέλος της ατζέντας και τους αθλητές μας, με πρώτο τον Ιακωβίδη, να διατυπώνουν τον πόνο τους για την «αδιαφορία» του κράτους. Δεν πρόκειται όμως για αδιαφορία, αλλά για ανάγκη στην οποία και οι Θεοί πείθονται.

Τώρα που η πανδημία τίθεται υπό έλεγχο και τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης θα αρχίσουν να εισρέουν και στην Ελλάδα, τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο και στον αθλητισμό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Λευτέρης Αυγενάκης έχουν δεσμευτεί γι’ αυτό. Η διαμαρτυρία και το παράπονο των αθλητών δεν πέρασε απαρατήρητη.

Ε.Κ.

Ο συγκινητικός Ιακωβίδης, που παραιτήθηκε κατάκοπος, μετά από προσπάθειες χρόνων χωρίς καμιά κρατική βοήθεια και έκλαψε μπροστά στις κάμερες, δεν είναι ο μόνος αθλητής που στράφηκε κατά της κυβερνητικής πολιτικής για τον αθλητισμό. Δηλώσεις λιγότερο φορτισμένες, αλλά με το ίδιο περιεχόμενο, έχουν γίνει και από άλλους, όπως οι ολυμπιονίκες Τεντόγλου και Πετρούνιας, ο γνωστός προπονητής Πομάσκι κ.λπ. Για να έρθει έτσι στην επιφάνεια μια πληγή που για χρόνια πυορροεί στη χώρα που γέννησε το αθλητικό και το ολυμπιακό ιδεώδες.

Είναι αλήθεια ότι ο αθλητισμός, όπως και ο πρωταθλητισμός, πλήρωσαν ακριβά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια. Θα περίμενε όμως κανείς η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που βρήκε στα ταμεία του κράτους 37 δισεκατομμύρια, να βάλει τέλος στην πολιτική περιθωριοποίησής του. Να αναστρέψει την πορεία, να μην επιτρέψει να ρημάζουν τα προπονητικά κέντρα και τα στάδια, να γυμνάζονται οι αθλητές σε πρωτόγονες συνθήκες, να έχουν μήνες να εισπράξουν την πενιχρή τους αποζημίωση, όπως καταγγέλλει ο Πετρούνιας, να μην έχουν να πληρώσουν τον φυσιοθεραπευτή τους, όπως καταγγέλλει ο Ιακωβίδης.

Δεν το έκανε. Και δεν πρόκειται για παράλειψη ή λάθος. Η εμμονή του κυρίου Μητσοτάκη είναι να μην ενισχύει οτιδήποτε έχει σχέση με τον δημόσιο χώρο. Νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια, παιδικοί σταθμοί, ακόμα και ο αθλητισμός, θεωρούνται από τους θιασώτες των αγορών φύρα και ζημιά. Και, σύμφωνα με τη λογική τους, τα πάντα θα πρέπει να κινούνται με βάση ιδιωτικές χορηγίες, διαφημίσεις, νόμους της αγοράς.

Ο ελληνικός αθλητισμός πληρώνει αυτή την εμμονή. Χτυπήθηκε βάναυσα από τα μνημόνια και εξακολουθεί να φυτοζωεί, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα υποτίθεται ότι έχει μπει σε δρόμο ανάπτυξης και υπάρχουν τα απαραίτητα κονδύλια για αυτό. Το μόνο που ενδιαφέρει τον κύριο Αυγενάκη είναι ο έλεγχος στις ομοσπονδίες, στις οποίες, μετά τις καταγγελίες των αθλητών, έσπευσε να φορτώσει και όλες τις ευθύνες.

Προφανώς και οι σπόνσορες και οι διαφημίσεις, στην κοινωνία που ζούμε, είναι απαραίτητες στον αθλητισμό. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το καθήκον της πολιτείας να στηρίζει τη νεολαία, την άθληση, τους αθλητές, τους πρωταθλητές, με όλα τα υλικά μέσα. Και να απαλλάξει τον αθλητισμό από την παγίδα των αγορών, που χωρίς άμεσο κέρδος δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για κανέναν και για τίποτε.

Ε.Σ.