Αντιθέσεις: Εργασιακά

Καρότο ΝΔ στην εργοδοσία μαστίγιο, στους εργαζόμενους

Η ανάπτυξη μητέρα αμοιβών και δικαιωμάτων

Η σημερινή συζήτηση στη Βουλή για τα εργασιακά είναι μια ευκαιρία να τεθούν επί τάπητος όλα τα ζητήματα που αφορούν τον ευαίσθητο αυτόν χώρο και να αποκαλυφθεί η αντεργατική «συνέπεια» της ΝΔ από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφέρει κανείς:

✱ Την υπονόμευση -ουσιαστική κατάργηση- των συλλογικών συμβάσεων, που είχαν αρχίσει να ισχύουν επιτέλους με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, τον Αύγουστο του 2018.

✱ Την κατάργηση της υποχρέωσης του εργοδότη να αιτιολογεί κάθε απόλυση, με πρόσχημα την προστασία των προσωπικών δεδομένων του απολυμένου!

✱ Την εξευτελιστική υπαναχώρηση από την προεκλογική δέσμευση της ΝΔ για αύξηση του κατώτερου μισθού κάθε χρόνο, διπλάσια από το ποσοστό ανάπτυξης, με πρόσχημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε μεγάλη αύξηση στον κατώτερο μισθό (11%) το 2019.

✱ Την επιδεικτική και σαρωτική υποβάθμιση του ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), με αποτέλεσμα την επαναφορά της εργασιακής ζούγκλας. Θυμίζουμε ότι την υποβάθμιση του ΣΕΠΕ και του ΣΔΟΕ την «υποσχέθηκε» ο κ. Μητσοτάκης προεκλογικά.

✱ Την τεράστια μείωση των προστίμων για καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας από την εργοδοσία.

Όλα αυτά, μέσα σε ένα μόλις εξάμηνο, και άλλα για τα οποία δεν επαρκεί ο χώρος, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό Εργασίας τον κ. Βρούτση, έχει ως άξονα της πολιτικής την ενθάρρυνση της εργοδοτικής ασυδοσίας και την αφαίρεση κάθε όπλου από τους εργαζόμενους, ούτως ώστε η εργασία να καταστεί όχι μόνο φτηνή, αλλά και ανασφαλής, και σε μεγάλο βαθμό μαύρη.

Και αυτή η ομοβροντία σκληρών αντεργατικών μέτρων συνδέεται με τη δογματική άποψη για την ανάπτυξη, που η νεοφιλελεύθερη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη έχει αντιγράψει από την εγκυκλοπαίδεια του νεοφιλελευθερισμού.

Το γεγονός ότι αυτού του είδους οι πολιτικές όχι μόνο δεν οδηγούν σε ανάπτυξη, αλλά διχάζουν τις κοινωνίες, προκαλούν εκφυλιστικά φαινόμενα και μαύρες τρύπες νομιμότητας δεν φαίνεται να απασχολεί τη ΝΔ και τον πρωθυπουργό. Όπως πάντα, η ελληνική Δεξιά τρέχει πίσω από συνταγές συρρίκνωσης του εργατικού εισοδήματος και κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων, τελευταία και καταϊδρωμένη.

Ε.Σ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εννοεί να καταλάβει μερικές απλές αλήθειες που κυβερνούν τις σύγχρονες οικονομίες και κοινωνίες.

Πρώτη: Οι σχέσεις εργοδοσίας και εργασίας πρέπει να είναι ελεύθερες, στα όρια φυσικά του νόμου. Κάθε υπερβολή στη δήθεν προστασία της εργασίας οδηγεί σε ένα μόνο αποτέλεσμα. Στις απολύσεις, στην ανεργία, στην απώλεια θέσεων εργασίας. Στην εκμηδένιση της εργασίας δηλαδή, ενώ υποτίθεται ότι επιδιώκει την προστασία της.

Δεύτερη: Οι σχέσεις ανάμεσα στην αμοιβή της εργασίας και την ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τελευταία. Γιατί, χωρίς ανάπτυξη, πάλι οδηγούμαστε σε χειμώνα ανεργίας. Με ανάπτυξη δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, που είναι τόσο πιο καλοπληρωμένες και πιο ασφαλείς, όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας.

Όσο η εργοδοσία, με λίγα λόγια, χρειάζεται τους εργαζομένους, τόσο οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους αμοιβής και δουλειάς. Η κρίση απέδειξε πως όταν η εργοδοσία δεν χρειάζεται τους εργαζομένους, γιατί δεν έχει ανάγκη να παράγει όσα σε συνθήκες άνθησης, το αποτέλεσμα είναι η εκτίναξη της ανεργίας. Τα διατάγματα στον ευαίσθητο χώρο των εργασιακών σχέσεων απαγορεύονται συνεπώς αυστηρά. Οδηγούν σε στρεβλώσεις και στρέφονται τελικά τόσο εναντίον της ανάπτυξης, όσο και εναντίον της εργοδοσίας και της εργασίας. Ως εκ τούτου, σε καμιά ανεπτυγμένη χώρα του σύγχρονου κόσμου δεν υπάρχει κρατική επιβολή στις εργασιακές σχέσεις. Αυτές ρυθμίζονται από την ίδια την αγορά και από διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Όταν η προηγούμενη κυβέρνηση έδωσε μια μεγάλη αύξηση, 11%, και κατάργησε ταυτόχρονα τον λεγόμενο υποκατώτατο, οι επιχειρήσεις επιβαρύνθηκαν υπερβολικά και απότομα. Μια νέα επιβάρυνση, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, θα οδηγήσει σε λουκέτα και απολύσεις. Συνεπώς, αν δεν θέλουμε να λαϊκίζουμε, μία είναι η λύση: Αυξήσεις στον κατώτερο μισθό, εφόσον όμως υπάρξει η προβλεπόμενη στον προϋπολογισμό ανάπτυξη. Διαφορετικά, εν ονόματι μιας φιλολαϊκής δήθεν πολιτικής, οδηγούμαστε σε μία άκρως αντιλαϊκή κατάσταση.

Συνεπώς, αυτό που οι συνθήκες απαιτούν δεν είναι μέτρα στον αέρα, αλλά σοβαρή, στοχευμένη, συνεπής πολιτική, που ευνοεί την ανάπτυξη πρώτα-πρώτα. Εφόσον η πίτα μεγαλώσει –αυτό σημαίνει ανάπτυξη– είναι βέβαιο ότι θα έχουν όλοι μεγαλύτερο κομμάτι. Οι εργαζόμενοι, φυσικά, πρώτοι.

Ε.Κ.