Αντιθέσεις: Ερντογάν

Με σχέδιο και σοβαρότητα απέναντι στον Ερντογάν

Η κυβερνητική αμηχανία βάζει σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα

Μια δύσκολη κατάσταση, που απαιτεί σωστούς χειρισμούς, είναι η κατάσταση που έχουν διαμορφώσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι προκλήσεις του Ερντογάν. Είναι εύκολη η δημοκοπία, η πασαρέλα του δήθεν πατριωτισμού, από τα αριστερά, αλλά και από τα δεξιά της κυβέρνησης. Για όσους όμως χειρίζονται αυτό το ζήτημα, απαιτείται η πιο μεγάλη υπευθυνότητα, σοβαρότητα και αυτοσυγκράτηση. Έτσι ώστε να μην εμφιλοχωρεί στην εξωτερική πολιτική η λαϊκίστικη προσέγγιση, με στόχο κάποια εσωτερικά ακροατήρια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει διαμορφώσει μια πολιτική που έχει ως χαρακτηριστικά της:

Πρώτον, την έμπρακτη αποφασιστικότητα προς τη γειτονική χώρα, που εκδηλώνεται με την ετοιμότητα και την κινητοποίηση των ενόπλων μας δυνάμεων, τη χάραξη κόκκινων γραμμών, τη σαφή προειδοποίηση να μην τις ξεπεράσει η άλλη πλευρά.

Δεύτερον, τη διπλωματική «περικύκλωση» της Τουρκίας του Ερντογάν, καθώς στην περιοχή μας δρουν μεγάλες δυνάμεις, κάθε μία με τις δικές της γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Η καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπως και από την Αίγυπτο, η καλλιέργεια των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ και η στενή σχέση με τη Γαλλία, δίνουν το μέγεθος και τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας. Η ελληνική διπλωματία σε πλήρη εγρήγορση βάζει τη σφραγίδα της στη διαμόρφωση του διπλωματικού συσχετισμού των δυνάμεων.

Τρίτον, και τελευταίο, η προσπάθεια να υπάρξει από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι απλώς αποδοκιμασία της Τουρκίας, αλλά και συγκεκριμένες κυρώσεις, εφόσον δεν παραιτηθεί από τις προκλήσεις. Σε κάθε περίπτωση, η πάγια θέση της χώρας μας και της κυβέρνησης είναι ότι οι τουρκικές προκλήσεις στρέφονται όχι μόνο κατά της Ελλάδας, αλλά και κατά της Ευρώπης, και ότι οι παραβιάσεις της Άγκυρας αμφισβητούν την ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα. Έτσι, υποχρεώνεται η Τουρκία όχι μόνο να βάλει τέρμα στις προκλήσεις, αλλά και να προχωρήσει σε συνομιλίες με την Ελλάδα.

Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η Τουρκία διαθέτει τις δικές της συμμαχίες, αξιοποιεί τις βλέψεις μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, και έχει επέμβει στρατιωτικά όχι μόνο στο Ιράκ και στη Συρία, αλλά και στη Λιβύη. Πράγμα που την καθιστά δυνατό και επικίνδυνο «παίκτη» στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Και όλα αυτά καθιστούν απαραίτητη όχι μόνο μια σωστή και ψύχραιμη εξωτερική πολιτική, αλλά και και ένα συμπαγές εθνικό μέτωπο στο εσωτερικό.

Ε.Κ.

Χαμηλοί τόνοι, σοβαρότητα, άρνηση στον δήθεν πατριωτικό λαϊκισμό της άκρας Δεξιάς είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της Τουρκίας του Ερντογάν. Δεν αρκούν, όμως. Η στάση της κυβέρνησης, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον δύσκολο γείτονα και η πολιτική που ασκεί έχουν κρίσιμη σημασία. Και, δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται ότι δρα και αντιδρά χωρίς σχέδιο, χωρίς στρατηγική, με μόνη επιδίωξη μια «καλή κουβέντα», ή και κάποια στοιχειώδη στήριξη από τους συμμάχους.

Προφανώς κανένας δεν είναι υπέρ του πολέμου, ούτε υπέρ των λεονταρισμών που απλώς οξύνουν μια ήδη οξυμένη κατάσταση. Όπως δεν μπορεί κανένας νηφάλιος παρατηρητής να μη σημειώσει:

Πρώτον, την αμηχανία και την υποχωρητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις προκλήσεις του Ερντογάν. Το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «αλωνίζει» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, Τούρκοι υπουργοί απειλούν και εκβιάζουν, η Άγκυρα βάζει σε κίνδυνο πτήση στην οποία επιβαίνει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και η αντίδραση της Αθήνας είναι στην καλύτερη περίπτωση υποτονική.

Δεύτερον, τη στρατηγική της κυβέρνησης να εμφανίζεται ως «πιστός σύμμαχος» των ΗΠΑ και της Ευρώπης, που δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Η ελληνική πλευρά δεν πιέζει καν τους Ευρωπαίους για κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας. Για παράδειγμα, η θέση-προειδοποίηση του Αλέξη Τσίπρα για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, νότια και ανατολικά της Κρήτης, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση σαν διαπραγματευτικό χαρτί τόσο απέναντι στους συμμάχους, όσο και απέναντι στην Άγκυρα.

Τρίτον, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να χειρίζεται λεπτά εθνικά θέματα, με βάση μια μυστικότητα που καταντάει ύποπτη. Τι ακριβώς συμφώνησε στο Βερολίνο με τη μεσολάβηση της Γερμανίας; Ποια θέματα είναι διατεθειμένη να δεχτεί στο τραπέζι του διαλόγου με την Άγκυρα; Κατά πόσο ερωτοτροπεί με ιδέες όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, ή η «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου, που προωθούν η Άγκυρα, αλλά και διεθνείς κύκλοι; Καμιά ενημέρωση, και πολύ περισσότερο καμιά διάθεση για σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, από την πλευρά του κυρίου Μητσοτάκη, επί αυτών των θεμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, η αμηχανία της κυβέρνησης όχι μόνο βάζει σε κίνδυνο τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά και καθιστά πιο προκλητική τη στάση της Άγκυρας. Κι αυτό, δυστυχώς, δεν επιτρέπει καμιά αισιοδοξία, παρά τις κατά καιρούς επίσημες δηλώσεις.

Ε.Σ.