Αντιθέσεις: Γνωμοδότηση Ντογιάκου

Γιατί ενοχλεί η γνωμοδότηση Ντογιάκου για τις υποκλοπές;

Γνωμοδότηση κρίκος στην αλυσίδα της συγκάλυψης

Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει σαφές και δεν αμφισβητείται από κανέναν νομικό ή συνταγματολόγο, ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει το δικαίωμα της γνωμοδότησης για ζητήματα «γενικότερου ενδιαφέροντος». Και προφανώς τέτοιο ζήτημα είναι το ζήτημα των τηλεφωνικών επισυνδέσεων από την ΕΥΠ ή ιδιώτες, το οποίο τον τελευταίο καιρό απασχολεί την κοινή γνώμη. Ο Ισίδωρος Ντογιάκος, συνεπώς, δεν έκανε παρά το αυτονόητο, όταν, ανταποκρινόμενος σε αίτημα εταιρείας παρόχου σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, γνωμοδότησε για το επίμαχο θέμα. Που συνδέεται και με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Το ζήτημα όμως που έχει ανακύψει και προκαλεί σφοδρή αντιπαράθεση δεν είναι αν ο κ. Ντογιάκος είχε το δικαίωμα της γνωμοδότησης. Είναι ότι δεν αρέσει η γνωμοδότησή του, γιατί δεν συνάδει με τις πολιτικές επιδιώξεις της αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ πρωτίστως, που επί της ουσίας δεν διστάζει να κάνει την εθνική και δημόσια ασφάλεια «φύλλο και φτερό» για να προσποριστεί κάποια κομματικά οφέλη.

Ο κ. Ντογιάκος ξεκαθαρίζει ότι, με βάση τον πρόσφατο νόμο, η ΑΔΑΕ δεν έχει το δικαίωμα να απαιτεί από τους παρόχους στοιχεία που αφορούν παρακολουθήσεις και οι πάροχοι όχι μόνο δεν έχουν υποχρέωση να δίνουν αυτά τα στοιχεία, αλλά επωμίζονται και ποινικές ευθύνες εφόσον τα δώσουν. Κι αυτό γιατί ο τελευταίος νόμος προβλέπει ρητά ότι εφόσον ένας ιδιώτης ζητήσει να ενημερωθεί για τυχόν παρακολούθησή του, μόνο μια ειδική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, έχει την αρμοδιότητα να τα παράσχει, μετά μάλιστα από παρέλευση τριών χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει κανένα δικαίωμα να «μπουκάρει» σε εταιρείες και να ζητάει απόρρητα στοιχεία για παρακολουθήσεις που έχει αποφασίσει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Για όποιον αντιλαμβάνεται πόσο λεπτό και ευαίσθητο είναι το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας, δεν υπάρχει κανένα πεδίο προβληματισμού ή αντιρρήσεων. Ή θα δεχτούμε ότι η ΕΥΠ, με τη σύμφωνη γνώμη πάντα όχι ενός, αλλά δύο εισαγγελέων, έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί υπόπτους, ή θα πάμε σε μια λογική διάλυσης των οργάνων του κράτους και κατάργησης του απορρήτου, που είναι απαραίτητο για τέτοιες δραστηριότητες.

Σε τελευταία ανάλυση, η στάση της αντιπολίτευσης και οι επιθέσεις στον κ. Ντογιάκο ούτε την εθνική ασφάλεια υπηρετούν, αλλά ούτε την ανεξάρτητη δικαιοσύνη σέβονται.

Ε.Κ.

Όταν οι πλέον έγκριτοι συνταγματολόγοι της χώρας, μεταξύ των οποίων ο υπεράνω υποψίας για σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, Ευάγγελος Βενιζέλος, θεωρούν ότι η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τις υποκλοπές και τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ υπονομεύει το κράτος δικαίου, τότε η συζήτηση μεταφέρεται αυτομάτως στο ΓΙΑΤΙ ο κ. Ντογιάκος, νομικός και ο ίδιος, προέβη σε μια τέτοια κίνηση. Πολύ περισσότερο που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτούργησε ως νομικός σύμβουλος της εταιρείας, η οποία ζήτησε τη γνωμοδότησή του, και όχι ως εισαγγελέας του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σαφή από το γεγονός ότι ο κ. Ντογιάκος, με τη γνωμοδότησή του, προβαίνει σε πρωτοφανείς απειλές για βαριές κυρώσεις (έως δέκα χρόνια φυλάκισης) στους παρόχους, αλλά και στα μέλη της ΑΔΑΕ που θα αγνοήσουν τη γνωμοδότησή του.

Και κάπως έτσι φτάσαμε σε μια σύγκρουση που μόνο τιμή δεν περιποιεί για την ελληνική δικαιοσύνη και την ανώτατη βαθμίδα της: Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, κ. Ράμμος, επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ, να δηλώνει δημόσια ότι η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι νομικά αστήριχτη, θίγει την ανεξαρτησία μιας ανεξάρτητης αρχής και ο ίδιος θα την αγνοήσει και θα προχωρήσει στους ελέγχους που έχει το δικαίωμα να κάνει.

Όποιος αυτή την κατάσταση την αποδίδει στον ΣΥΡΙΖΑ, ή στην αντιπολίτευση, απλώς φοράει παρωπίδες. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για άλλον έναν κρίκο στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών, στο οποίο ενέχεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο κ. Ντογιάκος λειτουργεί στην περίπτωση αυτή ως ασπίδα του Μεγάρου Μαξίμου, επιχειρώντας με τη γνωμοδότησή του να βάλει τέρμα στον έλεγχο και στις αποκαλύψεις που στιγματίζουν το πρόσωπο της κυβέρνησης, καταργώντας επί της ουσίας την ανεξαρτησία μιας Ανεξάρτητης Αρχής που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα της χώρας, επειδή ο επικεφαλής της και η πλειονότητα των μελών της αρνούνται να συνταχθούν με την προσπάθεια συγκάλυψης.

Το κράτος δικαίου, συνεπώς, υπονομεύεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με δύο τρόπους. Από τη μία, με τις μαζικές και παράνομες παρακολουθήσεις, που οδήγησαν στην απομάκρυνση του διοικητή της ΕΥΠ από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη και, από την άλλη, με την πρωτοφανή απόπειρα συγκάλυψης που εμπλέκει και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και αποκαλύπτει τελικά αυτό που θέλουν να κρύψουν: τις ευθύνες του πρωθυπουργού για το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών.

Ε.Σ.