Αντιθέσεις: Ντιμπέϊτ Μητσοτάκη-Τσίπρα

Γιατί εμμένει ο Τσίπρας σε ντιμπέϊτ με Μητσοτάκη;

Γιατί φοβάται ο Μητσοτάκης τον διάλογο με τον Τσίπρα;

Η εμμονή του Αλέξη Τσίπρα σε τηλεοπτική αναμέτρηση με τον Κ. Μητσοτάκη, με όρους μάλιστα… μονομαχίας στην άγρια Δύση, είναι απολύτως εξηγήσιμη. Πρώτον, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί διακαώς να εμφανιστεί πλάι στον αρχηγό της ΝΔ, ως ισότιμος διεκδικητής της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτό σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει. Δεύτερον, θα ήθελε πολύ να μεταφέρει την τοξικότητα της προεκλογικής του τακτικής σε όλη την Ελλάδα, εμπλέκοντας σε αυτήν και τον πρωθυπουργό. Και τρίτον, με τον τρόπο αυτόν, υπολογίζει ότι μπορεί να λεηλατήσει τα μικρότερα «αντιδεξιά» κόμματα, εμφανιζόμενος ως ο μεγάλος, ή και ο μοναδικός, αντίπαλος της ΝΔ.

Η εμμονή αυτή έρχεται να καλύψει όπως-όπως το μεγάλο κενό στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, που αδυνατεί να πείσει ότι διαθέτει το πρόγραμμα, την αξιοπιστία και τα στελέχη για να κυβερνήσει τη χώρα. Η διαχείριση του 2015-2019 βαραίνει καταθλιπτικά τον Αλέξη Τσίπρα και το κόμμα του, καθώς οι πολίτες δεν ξεχνούν τις περιπέτειες στις οποίες υποβλήθηκαν εκείνα τα πέτρινα χρόνια, από το γεγονός ότι έκαναν το λάθος να αναδείξουν μια κυβέρνηση που τη χαρακτήριζε ο τυχοδιωκτισμός, η έλλειψη σοβαρότητας, καθώς και η έλλειψη εθνικής ευθύνης.

Εννοείται ότι ο πρόεδρος της ΝΔ δεν υπάρχει καμιά περίπτωση «να σηκώσει το γάντι», που σε κάθε ευκαιρία του πετά ο Αλέξης Τσίπρας. Το ντιμπέιτ ανάμεσα σε όλα τα κόμματα που συμμετέχουν στη σημερινή Βουλή και κατέρχονται στις εκλογές φτάνει και περισσεύει για να παρουσιάσουν τις θέσεις τους και να αντικρούσουν τις θέσεις των άλλων. Η ΝΔ έχει τη δική της «εμμονή». Κι αυτή είναι η προσήλωση σε μια ουσιαστική εκλογική αναμέτρηση, χωρίς πολωτικές πρωτοβουλίες και πρακτικές. Η προσήλωση στην παρουσίαση του κυβερνητικού έργου, η πρόταση για το πρόγραμμα της νέας τετραετίας, αλλά και η κριτική σε όσα υπόσχεται και σε όσα στο πρόσφατο παρελθόν έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση, αποτελούν τη δική της προεκλογική «γραμμή».

Ο Αλ. Τσίπρας μπορεί να ζητάει όσα ντιμπέιτ θέλει και να εμφανίζει τον Κ. Μητσοτάκη ως αντίπαλο του διαλόγου όσο θέλει. Διάλογος μεταξύ των δύο έχει υπάρξει σε δεκάδες συνεδριάσεις της Βουλής και υπάρχει και σήμερα στις προτάσεις που καταθέτουν και στην κριτική που ασκούν. Το μόνο που θα πρόσθετε ένα ντιμπέιτ θα ήταν η εικόνα πόλωσης, που βλάπτει σοβαρά το κλίμα και τη δημοκρατία.

Ε.Κ.

Το Σεπτέμβριο του 2015, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πρωθυπουργός, πρότεινε τηλεοπτική αναμέτρηση με τον αρχηγό τότε της ΝΔ, Γ. Μεϊμαράκη, εκτός από την αναμέτρηση μεταξύ όλων των κομμάτων. Κι αυτό έγινε, δίνοντας την ευκαιρία και στους δύο να εκθέσουν μπροστά στον λαό τις θέσεις και τις αντιθέσεις τους. Αυτό εξάλλου γίνεται σε όλη την Ευρώπη ανάμεσα στους δύο βασικούς διεκδικητές της εξουσίας. Ο Μακρόν, για παράδειγμα, δεν αρνήθηκε ντιμπέιτ ακόμα και με τη γνωστό ακροδεξιά Λεπέν.

Ο Κ. Μητσοτάκης όμως απορρίπτει πεισματικά μια τέτοια δημοκρατική αναμέτρηση. Την αρνήθηκε το 2019, την αρνείται και τώρα, με διάφορα επιχειρήματα που δεν είναι μόνο αστήριχτα, αλλά και γελοία. Όταν ο ίδιος διακηρύσσει δημόσια ότι η εκλογική αναμέτρηση θα είναι ανάμεσα στον ίδιο και τον Αλ. Τσίπρα και την ίδια στιγμή αρνείται την τηλεοπτική αντιπαράθεση μαζί του, τότε δικαιούται κανείς να πιστέψει ότι αποφεύγει τον διάλογο γιατί φοβάται. Και δεν φοβάται μόνο, ούτε κυρίως, επειδή ο αντίπαλός του είναι πιο ικανός, όπως λέγεται και ακούγεται. Φοβάται γιατί η πολιτική του, το κυβερνητικό έργο, οι προτάσεις του για τη νέα τετραετία, δεν αντέχουν τη δοκιμασία του δημοκρατικού διαλόγου και της κριτικής.

Απόδειξη αυτού είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης προσέρχεται μόνο σε συνεντεύξεις που δίνονται σε απολύτως προστατευμένο περιβάλλον. Με προετοιμασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις, ακόμα και με τα «σκονάκια» που κάποιες φορές είδαμε και γελοιοποίησαν κάθε έννοια δημοσιογραφικού ελέγχου και διαλόγου. Πιο πρόσφατο κρούσμα η συνέντευξή του στο φιλικό προς την κυβέρνηση MEGA, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί ο Κ. Μητσοτάκης απαίτησε να «αποβληθεί» μια δημοσιογράφος που δεν είναι επαρκώς υπάκουη. Το κανάλι αρνήθηκε και η συνέντευξη ακυρώθηκε.

Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτή η στάση απέναντι στον διάλογο, στην κριτική και στον έλεγχο, δεν κάνει ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάνει ζημιά στη δημοκρατία. Με την ενημέρωση στη θέση 108 παγκοσμίως, τη μονοφωνική προπαγάνδα και τα σκονάκια, την απουσία, ακόμα και τη συκοφάντηση του ελέγχου και του διαλόγου, η Ελλάδα θυμίζει περισσότερο την Ουγγαρία του Όρμπαν παρά την ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα που διαφημίζει ο κύριος Μητσοτάκης. Και από την άποψη αυτή, η άρνηση του πρωθυπουργού να προσέλθει σε διάλογο, ακόμα και σε μια κανονική συνέντευξη, τίποτα καλό δεν προμηνύει.

Ε.Σ.