Αντιθέσεις: Περιβάλλον

Περιβάλλον και δημοκρατία θύματα συμφερόντων

Ο φανατισμός βλάπτει περιβάλλον και ανάπτυξη

Δεν μπορεί κανείς, συζητώντας για το καταστροφικό για το περιβάλλον νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ήδη έγινε νόμος, να μην κρίνει και να μην επικρίνει την πραξικοπηματική επιβολή του. Σε συνθήκες έκτακτες και χωρίς να υπάρχει καμιά έκτακτη ανάγκη ή κάποια ιδιαίτερη βιασύνη, ούτε να σχετίζεται με ζητήματα της πανδημίας, ένα κρίσιμο νομοσχέδιο πέρασε σχεδόν εν κρυπτώ. Χωρίς την απαραίτητη διαβούλευση, χωρίς να ακουστούν οι γνώμες φορέων και οργανώσεων που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, με το 1/5 των βουλευτών να συμμετέχουν στην τελική συνεδρίαση και με την ονομαστική ψηφοφορία να γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία του Κοινοβουλίου με επιστολική ψήφο! Πρόκειται για μία διαδικασία που όλη η αντιπολίτευση κατάγγειλε, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησε από την ψηφοφορία.

Γιατί επέλεξε αυτή την αντιδημοκρατική μεθόδευση η κυβέρνηση; Διότι ο νόμος αυτός αποτελεί μια συρραφή από διατάξεις που κυριολεκτικά καταργούν την προστασία του περιβάλλοντος, εν ονόματι μιας ανάπτυξης χωρίς αύριο, χωρίς προοπτική και χωρίς κανένα όφελος, παρά μόνο ζημιά για την κοινωνία. Το γεγονός ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση όχι μόνο καταψήφισε, αλλά και κατήγγειλε το τερατούργημα αυτό, δείχνει περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Για έγκλημα κατά του περιβάλλοντος, που επιβάλλεται με μεθόδους πραξικοπηματικές, έκανε λόγο ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος. Πάνω από 100 περιβαλλοντικές οργανώσεις κατήγγειλαν και την ουσία και τη διαδικασία του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, των δικαστών δηλαδή στους οποίους εναπόκειται η προστασία του περιβάλλοντος από την πλευρά της Δικαιοσύνης, κατήγγειλε με ανακοίνωσή της τόσο τη διαδικασία, όσο και την ουσία «πληθώρας άρθρων» του.

Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ωστόσο, δεν δίστασαν να προχωρήσουν στην ψήφισή του, μόνο από τους βουλευτές της πλειοψηφίας. Προς μεγάλη χαρά, που και δημόσια εκδηλώθηκε, του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, της Ελληνικός Χρυσός και άλλων αντίστοιχου περιεχομένου επιχειρηματικών οργανώσεων.

Ο κ. Μητσοτάκης έδωσε με σαφήνεια το στίγμα τόσο των προθέσεων, όσο και της ουσίας των κυβερνητικών απόψεων για το περιβάλλον. Κατονόμασε ως αντίπαλο της προστασίας του όχι τα συμφέροντα που το καταστρέφουν εν ονόματι του κέρδους, αλλά την υπερρύθμιση -την πληθώρα δηλαδή προστατευτικών νόμων- και τη φοβική γραφειοκρατία. Αν αυτό δεν τα λέει όλα, τότε ή δεν θέλει κανείς να καταλάβει, ή δεν τον συμφέρει να καταλάβει.

Ε.Σ.

 

Το νομοσχέδιο, και ήδη νόμος του κράτους, για την προστασία του περιβάλλοντος, ήρθε για να λύσει δύο ειδών προβλήματα. Το πρώτο, η επικαιροποίηση των κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος, όχι με στόχο τη χαλάρωσή τους, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση, αλλά με στόχο τη μεγαλύτερη ευελιξία και αποτελεσματικότητά τους. Ζητήματα όπως αυτά των δασικών χαρτών, της κεντρικής διαχείρισης των κρίσιμων περιβαλλοντικών προβλημάτων προστασίας, που αυτήν τη στιγμή τα διαχειρίζονται δεκάδες φορείς, και της αποσαφήνισης μιας σειράς μπερδεμένων εδώ και χρόνια καταστάσεων, ρυθμίζονται από τον νόμο αυτόν με τον πιο σύγχρονο τρόπο.

Το δεύτερο, η κατάργηση της υπερρύθμισης που χαρακτηρίζει τον τομέα αυτόν. Με τον χαρακτηρισμό αυτόν -υπερρύθμιση- που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός, περιγράφεται η πληθώρα νόμων και ρυθμίσεων, που με τον κυκεώνα τους ούτε το περιβάλλον προστατεύουν, ούτε την ανάπτυξη ευνοούν. Η φοβική γραφειοκρατία, οχυρωμένη πίσω από αυτό το μπερδεμένο νομικό κουβάρι, καθυστερεί για χρόνια, ή και τελικά ακυρώνει εντελώς επενδύσεις απαραίτητες στις δύσκολες καταστάσεις που περνάει η πατρίδα μας.

Είναι αλήθεια, και δεν δίστασαν να το παραδεχτούν τόσο ο αρμόδιος υπουργός, Κωστής Χατζηδάκης, όσο και ο πρωθυπουργός, ότι η διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του νομοσχεδίου είχε στενότερα περιθώρια από ό,τι θα είχε αν αυτή λάμβανε χώρα υπό άλλες συνθήκες. Είναι προσχηματικές και απαράδεκτες, όμως, οι επικρίσεις και οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης, ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ, που έκαναν λόγο για αντιδημοκρατική μεθόδευση, ακόμα και για πραξικόπημα. Σε μια περίοδο που η μάχη της πανδημίας επηρεάζει τη ζωή όλων των Ελλήνων, ο καθένας καταλαβαίνει ότι η Βουλή πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της υγείας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διακόψει το νομοθετικό της έργο. Κάτι τέτοιο, η διακοπή δηλαδή του νομοθετικού έργου και όχι η προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας δύσκολης κατάστασης, θα ήταν ακύρωση και αναστολή της δημοκρατίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας πρόσθεσαν με την ευκαιρία ένα ακόμα στίγμα στην πολιτική διαδρομή τους, με την αποχώρηση από τη Βουλή κατά τη σχετική ψηφοφορία, στάση που ο Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε ότι δείχνει «εμπάθεια, φανατισμό και πολιτική απόγνωση». Το αν μια τέτοια στάση από την αξιωματική αντιπολίτευση, σε συνθήκες όπως οι σημερινές, αποτελεί υπηρεσία στη δημοκρατία, ας το κρίνει ο καθένας.

Ε.Κ.