Αντιθέσεις: Σαμαράς

Η άποψη Σαμαρά δεν ακυρώνει τη σοβαρότητα του Μητσοτάκη

Τα εθνικά θέματα χαντακώνονται όταν γίνονται εσωκομματικά

Γλαύκα στην Αθήνα κομίζουμε, αν πούμε ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε επικίνδυνο σημείο. Ο Ερντογάν προκαλεί συνεχώς με διάφορους τρόπους, το ερευνητικό πλοίο της Τουρκίας δοκιμάζει την ψυχραιμία της Ελλάδας και των Ενόπλων Δυνάμεων, οι Τούρκοι αξιωματούχοι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε θράσος απέναντι στη χώρα μας. Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοι», με τη Γερμανία επικεφαλής, παίζουν τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου, πριμοδοτώντας με τη στάση τους την επιθετικότητα της Άγκυρας.

Στις συνθήκες αυτές, ο καθένας καταλαβαίνει ότι από την ελληνική πλευρά απαιτούνται ψυχραιμία, χαμηλοί τόνοι, επαφές ουσίας με όλους τους δυνητικούς συμμάχους και, κυρίως, αρραγές εσωτερικό μέτωπο. Έτσι, η κίνηση του πρώην πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, να δώσει την παραμονή ακριβώς του πρώτου γύρου των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία συνέντευξη, με την οποία δηλώνει τη διαφωνία του με την ακολουθούμενη πολιτική τόσο στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, όσο και κυρίως στα ελληνοτουρκικά, μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια ατυχής κίνηση.

Ακόμα πιο ατυχής όμως, σε βαθμό αφόρητης έλλειψης σοβαρότητας, είναι η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να εμφανίσει το κυβερνητικό στρατόπεδο διασπασμένο σε μια τόσο λεπτή στιγμή. Κι αυτό γιατί οι απόψεις του Αντώνη Σαμαρά, τόσο για τη συμφωνία των Πρεσπών, όσο και για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της Άγκυρας, είναι γνωστές από πολύ καιρό. Δεν είπε τίποτε καινούργιο ο πρώην πρωθυπουργός, απλώς διάλεξε, κατά τη γνώμη της κυβέρνησης, λάθος στιγμή για να το επαναλάβει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός θα υποχωρούσε στις πιέσεις της αντιπολίτευσης να ρίξει λάδι στη φωτιά, δηλαδή να αποπέμψει, ή να αποδοκιμάσει δημόσια, έναν πολιτικό με σημαντική προσφορά τόσο στην παράταξη, όσο και στη χώρα. Αυτός ήταν και ο λόγος, που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρκέστηκε στη δήλωση ότι οι απόψεις του κυρίου Σαμαρά είναι από καιρό γνωστές σε όλους.

Αν κάτι έδειξε η υπόθεση της δημόσιας διαφωνίας του Αντώνη Σαμαρά, εκτός βέβαια από την επιμονή στις απόψεις του -που έχει κάθε δικαίωμα να διατηρεί- είναι η επιμονή του πρωθυπουργού στη σοβαρότητα, στο ενωτικό κλίμα και στην αποφυγή κάθε πρωτοβουλίας που αποδυναμώνει τη θέση της κυβέρνησης και της Ελλάδας, σε μια στιγμή που βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με την Τουρκία. Η ψυχραιμία και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε μία εκ των έσω δυσκολία, έχοντας μάλιστα απέναντι την επικοινωνιακή ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει το αντίθετο από όσα υποστηρίζει η αντιπολίτευση: Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλά χέρια, σε μια δύσκολη στιγμή.

Ε.Κ.

Αν η χώρα δεν περνούσε τόσο δύσκολες στιγμές, θα ήταν απλώς γελοία η προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υποβαθμίσει τη σημασία της «βόμβας» Σαμαρά. Γιατί πρόκειται για μια πολύ σοβαρή και προμελετημένη κίνηση, που δεν έγινε προφανώς μόνο για λόγους εντυπωσιασμού, ούτε για να αποδείξει ο Αντώνης Σαμαράς κάτι που έχει αποδείξει στις δεκαετίες της πολιτικής του καριέρας: Ότι είναι ένας πολιτικός που ερωτοτροπεί με την άκρα Δεξιά και τον εθνικισμό και δεν διστάζει να καβαλήσει το κύμα ενός ακραίου δήθεν πατριωτισμού, για να επιβιώσει πολιτικά και να επιβάλει τις απόψεις του. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κ. Σαμαράς ανέτρεψε κάποτε την κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, διαφωνώντας με την πολιτική της στο μακεδονικό. Αυτόν όμως τον πολιτικό ακολούθησε κάποια χρόνια μετά ο υιός Μητσοτάκης σε μια ξέφρενη, συχνά βίαιη, αντίδραση στη συμφωνία των Πρεσπών. Εμπνεύσεως Σαμαρά ήταν οι απόψεις για προδοτική συμφωνία, για συμφωνία καταστροφική για την Ελλάδα, που δίνει όνομα και γλώσσα στους γείτονες, για τον προδότη Τσίπρα κ.λπ.

Κι ενώ ο πρώην πρωθυπουργός παραμένει στις απόψεις του, ο νυν πρωθυπουργός δείχνει ότι ο πατριωτισμός αλά Σαμαρά δεν ήταν γι’ αυτόν τίποτε άλλο παρά όχημα για να φτάσει στο Μέγαρο Μαξίμου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην πολιτική κάτι τέτοιου είδους κυβιστήσεις συγχωρούνται, και δεν κοστίζουν τόσο, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Πρώτον, φαίνεται ότι την κυβίστηση του κ. Μητσοτάκη για τις Πρέσπες δεν τη συγχωρεί ο Σαμαράς, που βάζει τρικλοποδιές σε ό,τι ονομάζουμε εθνική γραμμή. Δεύτερον, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος, την ταλάντευση του κ. Μητσοτάκη μεταξύ των ακραίων απόψεων του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος έχει σημαντική επιρροή στη ΝΔ και στην Κοινοβουλευτική της Ομάδα, και των «συμβιβαστικών» απόψεων άλλων στελεχών του κόμματός του, να την πληρώσει ακριβά η χώρα.

Γενικά, κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής και υπάρχει κίνδυνος μείζονα εθνικά θέματα να χαντακωθούν, όταν σε μια κρίσιμη στιγμή για την πατρίδα δημιουργείται ρήγμα στο κυβερνών κόμμα. Το τελευταίο πράγμα που αυτήν τη στιγμή χρειαζόμαστε είναι ένας πρωθυπουργός όμηρος ενός πρώην πρωθυπουργού. Που πολιτεύεται απέναντι στον Ερντογάν με όρους εσωκομματικών ισορροπιών και συσχετισμών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υποχρέωση να πάει ή με τον χωροφύλαξ, ή με τον αστυφύλαξ. Ή να υπηρετήσει προσωπικά και μικροκομματικά συμφέροντα και βιλαέτια, ή να υπηρετήσει τα συμφέροντα της χώρας.

Ε.Σ.