Αντιθέσεις: Σκάνδαλα κακοποίησης

Δεν προσφέρονται για αντιπολίτευση ουτε το δράμα ουτε τα θύματα

Η ευνοιοκρατία οδηγεί σε σκάνδαλα και κουκούλωμα

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι αποκαλύψεις σχετικά με σκάνδαλα σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης, αποπλάνησης ανηλίκων, ακόμα και βιασμών, στον χώρο του θεάτρου και του θεάματος, έχουν μια θετική πλευρά. Σπάνε ένα απόστημα που για χρόνια, και ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, μόλυνε όχι μόνο τον χώρο της Τέχνης, αλλά και την κοινωνία ολόκληρη. Αποτελούν μια λύτρωση για τα θύματα τέτοιων συμπεριφορών, που για χρόνια φύλαγαν μέσα τους μια οδυνηρή πληγή, και ταυτόχρονα δίνουν την ευκαιρία στην πολιτεία και στην κοινωνία να πάρουν όσα μέτρα μπορούν, για να μην υπάρξουν τέτοιου είδους εγκλήματα και δράματα στο μέλλον.

Η διαπίστωση αυτή είναι κοινή για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης. Από εκεί και πέρα, είναι λογικό να διατυπώνονται διάφορες απόψεις ως προς τις καταγγελίες, τα θύματα, και τους θύτες. Από το σημείο όμως αυτό, μέχρι το σημείο να προσπαθούν ορισμένοι να εκμεταλλευτούν το δράμα των ανθρώπων, για να πλήξουν την κυβέρνηση, και κυρίως την υπουργό Πολιτισμού και τον πρωθυπουργό, η απόσταση είναι μεγάλη. Και μόνο οι αντιπολιτευτικές ακρότητες του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να την καλύψουν.

Πέτρα του σκανδάλου κατά την αντιπολίτευση είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος καταγγέλλεται για σοβαρές παραβιάσεις του ηθικού, αλλά και του ποινικού κώδικα. Αποδίδονται στη Λίνα Μενδώνη ευθύνες, επειδή τον διόρισε σε αυτήν τη θέση, αλλά και προσπάθεια συγκάλυψης, επειδή δεν τον απέπεμψε αμέσως μετά τις πρώτες καταγγελίες. Όμως, αποδίδεται και στον πρωθυπουργό συνενοχή με την υπουργό Πολιτισμού, γιατί ήταν από καιρό γνωστή η εκτίμησή του για το έργο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη.

Αν όμως δούμε νηφάλια αυτή την ιστορία, και δεν αποδυθούμε σε κυνήγι μαγισσών και εντυπώσεων, θα διαπιστώσουμε ότι η μεν υπουργός ορθά έπραξε και δεν έσπευσε να ρίξει στην πυρά από την πρώτη στιγμή έναν αναγνωρισμένο καλλιτέχνη μεγάλου κύρους. Σε μια πολιτισμένη κοινωνία είναι κανόνας να εξετάζονται με ευαισθησία όλα τα δεδομένα, πριν κάποιος θεωρηθεί ακόμα και ύποπτος. Και αν θεωρήσουμε τον πρωθυπουργό ένοχο για την εκτίμηση που έτρεφε για το πραγματικά σημαντικό έργο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε εξίσου ένοχους χιλιάδες χιλιάδων θεατρόφιλους, που έτρεφαν και τρέφουν την ίδια εκτίμηση.

Συνεπώς, μια τόσο σοβαρή και ευαίσθητη ιστορία είναι η πυρά της ιερής εξέτασης του ΣΥΡΙΖΑ. Που απειλεί να κάψει μαζί με τα ξερά όχι μόνο τα χλωρά, αλλά και όποιον κάποτε είχε μια χειραψία με όσους φέρονται ως θύτες.

Ε.Κ.

Δεν υπάρχει κανένας λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος που να μη στέκεται στο πλευρό των θυμάτων, μετά τη χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων στον χώρο της Τέχνης. Και δεν υπάρχει επίσης κανένας λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος, που να μην κατανοεί δύο από τις αιτίες που μια τέτοια νοσηρή κατάσταση επικράτησε για δεκαετίες. Η πρώτη είναι η εξουσία που κατείχαν οι θύτες, η οποία τους έδινε τη δυνατότητα να εκβιάζουν τα θύματα και να εισχωρούν ακόμα και στον βαθύτερο πυρήνα της ανθρωπιάς τους. Η δεύτερη ήταν η προστασία που απολάμβαναν από κύκλους της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας -ακόμα και από ένα τμήμα της κοινωνίας, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς.

Η υπόθεση Λιγνάδη είναι πολύ χαρακτηριστική. Για να του δοθεί η θέση διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου καταργήθηκε, με την πρωτοφανή δικαιολογία του δημοσίου συμφέροντος, ο διαγωνισμός που είχε προκηρύξει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης διορίστηκε αμέσως μετά, χωρίς διαγωνισμό, και είναι κοινό μυστικό ότι αυτό έγινε χάρη στις σχέσεις του με τον πρωθυπουργό. Οι φωτογραφίες είναι αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της σχέσης, την οποία και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ποτέ δεν αρνήθηκε.

Σε σχέση όμως με το παρελθόν του κ. Λιγνάδη αποκαλύφθηκαν τελευταία πολλά -και όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ-, τα οποία όφειλαν τόσο η υπουργός, όσο και ο πρωθυπουργός να λάβουν υπόψη, πριν προχωρήσουν στον διορισμό του. Δεν το έκαναν. Όπως δεν έκαναν και το αυτονόητο μόλις οι ανατριχιαστικές καταγγελίες των θυμάτων είδαν το φως της δημοσιότητας. Επέλεξαν την τακτική να το αφήσουν «να ξεχαστεί», και μόνο όταν όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά φούντωνε καθημερινά, η κυρία Μενδώνη υποχρεώθηκε να κάνει δεκτή την παραίτησή του.

Προφανώς και δεν κατηγορεί κανείς την υπουργό, ή τον πρωθυπουργό, ότι είχαν κάποιου είδους συμμετοχή στις πράξεις του γνωστού σκηνοθέτη. Επέδειξαν όμως ασυγχώρητη ανοχή όταν, ξέροντας το βιογραφικό του, τον επέλεξαν για την πιο υπεύθυνη θέση του ελληνικού θεάτρου. Αλλά και όταν, αφού οι καταγγελίες πήραν μεγάλη δημοσιότητα, δεν τον έπαψαν αμέσως από τη θέση στην οποία τον είχαν διορίσει, μέχρι τουλάχιστον να αποδειχτεί αν είναι αθώος ή ένοχος. Μέχρι δηλαδή να αποφανθεί η Δικαιοσύνη, όπως γίνεται σε όλες τις πολιτισμένες δημοκρατικές χώρες.

Αποδείχτηκε έτσι ότι ο λεγόμενος φαβοριτισμός, η εύνοια δηλαδή για κάποιους, παραγνωρίζοντας όλες τις πλευρές της προσωπικότητας και της ζωής τους, είναι κακός σύμβουλος για την πολιτική εξουσία. Κι ακόμα χειρότερος σύμβουλος η αδράνεια, που εκλαμβάνεται συχνά και ως προστασία για τους «ευνοούμενους».

Ε.Σ.