Αντιθέσεις: Τηλεφωνικές παρακολουθήσεις

Από το τηλέφωνο του Ανδρουλάκη στον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχει κράτος δικαίου χωρίς ασφαλείς επικοινωνίες

Η απόπειρα παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, που διαπιστώθηκε από τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έδωσε αφορμή για άλλη μια έφοδο της αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως συνήθως περισσότερο «οργισμένο». Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι στήνει μηχανισμούς παρακολούθησης, η ΕΥΠ, που βρίσκεται υπό την ευθύνη του πρωθυπουργού, ότι διεξάγει παρακολουθήσεις, ενώ τα διάφορα «λαγωνικά» της δημοσιογραφίας και της πολιτικής αναζητούν τους αγοραστές του συστήματος Predator, επιμένοντας ότι μεταξύ τους είναι και κρατικοί οργανισμοί, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο γι’ αυτό και η κυβέρνηση το διαψεύδει.

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωσε ότι η καταγγελία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα εξεταστεί σε βάθος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διαβεβαίωσε ότι το θέμα θα ερευνηθεί αρμοδίως, αλλά όλα αυτά δεν κατάφεραν να ανακόψουν τη φόρα της αντιπολίτευσης. Αυτήν τη φορά, μάλιστα, και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ήταν συγκρατημένο, έχει ξιφουλκήσει κατά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, Γ. Καμίνης, κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση, συνάγοντας πολιτικά συμπεράσματα από το συγκεκριμένο συμβάν.

Ο βουλευτής της ΝΔ, Μπάμπης Παπαδημητρίου, προσπάθησε να εξηγήσει, ως παλιός και έμπειρος δημοσιογράφος, ότι φυσικά και γίνονται παρακολουθήσεις τηλεφώνων από διάφορα κέντρα και με διάφορους σκοπούς. Προσθέτοντας ότι η μόνη που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και κανένα συμφέρον να παρακολουθεί το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη είναι η κυβέρνηση. Αυτό όμως που κράτησαν ορισμένοι από τη δήλωσή του είναι η «κυνική παραδοχή» ότι παρακολουθούνται τηλέφωνα στην Ελλάδα, όταν είναι γνωστό ότι ακόμα και ο τελευταίος ιδιωτικός ντετέκτιβ έχει σήμερα αυτήν τη δυνατότητα.

Σε κάθε περίπτωση συνέβη αυτό που συμβαίνει και με άλλα σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά θέματα. Η αντιπολίτευση φωνασκεί, ο ΣΥΡΙΖΑ ζητάει παραιτήσεις, το κόμμα του «θύματος» αξιοποιεί την ευκαιρία για να κερδίσει κάποιες πολιτικές συμπάθειες και η ζωή συνεχίζεται. Η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για την ακρίβεια και τις φωτιές, είτε για την υπόθεση Λιγνάδη και την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, παίρνει τον χαρακτήρα μιας ατέλειωτης και ανερμάτιστης φωνασκίας, με τον ΣΥΡΙΖΑ να καταγγέλλει και την κυβέρνηση να προσπαθεί να προσγειώσει τη συζήτηση στα πραγματικά γεγονότα. Με τη στάση αυτή της αντιπολίτευσης, τον λαϊκισμό που έφτασε να καταγγείλει ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο καβγάς καταντάει για το πάπλωμα και όχι για τα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία. Δυστυχώς.

Ε.Κ.

Η στοιχειοθετημένη από τις υπηρεσίες του Ευρωκοινοβουλίου απόπειρα παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη, μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν ήταν. Είχε προηγηθεί καταγγελία του Περισσού για περίεργες συνακροάσεις στα τηλέφωνα του ΚΚΕ, καταγγελία του Γιάννη Βαρουφάκη για παρακολούθηση του κινητού του και βέβαια διαπιστωμένη παρακολούθηση του κινητού που ανήκει στον δημοσιογράφο Θ. Κουκάκη. Μια πληθώρα δηλαδή από διαπιστωμένα ή ύποπτα κρούσματα παρακολούθησης, τα οποία προκαλούν κάτι περισσότερο από ανησυχία. Προκαλούν τη βεβαιότητα ότι εκτός από το κράτος δικαίου του κυρίου Μητσοτάκη, που φάνηκε με την αποφυλάκιση Λιγνάδη, είναι πολύ πιθανό να έχουμε και παρακράτος δικαίου, ή και αδίκου.

Οι εξυπνάδες ότι όλοι μπορούν να παρακολουθούν σήμερα τα τηλέφωνα όλων είναι αυτό ακριβώς: Εξυπνάδες, που επιχειρούν να θολώσουν τα νερά και να καλύψουν τους ενόχους. Διότι, η ασφάλεια και η εμπιστευτικότητα των τηλεφωνικών συνομιλιών και δεδομένων, σε μια χώρα που θέλει να είναι ευρωπαϊκή τουλάχιστον, είναι μία από τις βασικές ευθύνες της κυβέρνησης. Αλλιώς, η χώρα γίνεται μία ζούγκλα στην οποία οι άνθρωποι φοβούνται να μιλήσουν, ή γίνονται αντικείμενο κάθε είδους εκβιασμού.

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, είτε εμπλέκεται η ίδια, είτε είναι ανίκανη να υπερασπιστεί την ασφάλεια των πολιτών της, πολύ περισσότερο των πολιτικών αρχηγών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την ευθύνη. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε ότι επικεφαλής της ΕΥΠ είναι έμπιστος του πρωθυπουργού, που για να διοριστεί άλλαξε ο σχετικός νόμος κι ότι επίσης την ευθύνη για την ΕΥΠ έχει το Μαξίμου, τότε οι υποψίες πυκνώνουν και οι ευθύνες της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού μεγαλώνουν. Μια κυβέρνηση που υποσχέθηκε νόμο και τάξη, δημοκρατία και ασφάλεια, και επιτρέπει αυτού του είδους τις παρανομίες δεν είναι δυνατό να αρκείται σε διαβεβαιώσεις ότι θα ερευνήσει την υπόθεση, που δεν καταλήγουν πουθενά.

Είναι συνεπώς εύλογο το αίτημα τόσο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ όσο και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στο σύνολό της να χυθεί φως στη σκοτεινή αυτή υπόθεση και να αναλάβει ο πρωθυπουργός τις ευθύνες του. Διαφορετικά, αν κι αυτή μπει στο ράφι με τα άλλα «αδιευκρίνιστα» του κυρίου Θεοδωρικάκου, όπως η δολοφονία του δημοσιογράφου Καραϊβάζ, τότε το λιγότερο που θα μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι έχουμε μια κυβέρνηση ανίκανη να υπερασπιστεί ακόμα και τον πυρήνα των δικαιωμάτων του πολίτη. Και άρα όσα λέει περί κράτους δικαίου και ελευθεριών είναι λόγια του αέρα και της «συνακρόασης».

Ε.Σ.