Αντιθέσεις: Τηλεκπαίδευση

Η επίθεση στην τηλεκπαίδευση είναι επίθεση στα παιδιά μας

Αντικείμενο εκμετάλλευσης ακόμα και οι μαθητές

Η τηλεκπαίδευση των μαθητών όλων των βαθμίδων δεν είναι παρά μια λύση ανάγκης, για να μη διακοπεί βίαια από την πανδημία η μαθησιακή διαδικασία. Για να μη χαθεί για τα παιδιά μια χρονιά, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια fast track συμφωνία με την ειδικευμένη σε προγράμματα πληροφορικής και τηλεδιασκέψεων αμερικανική εταιρεία CISCO, που εξασφάλισε τη λειτουργία των σχολείων έστω με εξ αποστάσεως τρόπο.

Από την πρώτη στιγμή υπήρξε μια προσπάθεια της αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως, να διαβάλει κάθε βήμα στη δύσκολη αυτή διαδικασία. Οι αδυναμίες που αναπόφευκτα εμφανίστηκαν στην πράξη διογκώθηκαν, οι ελλείψεις έγιναν αντικείμενο αντιπολιτευτικής προπαγάνδας, το δάσος επιχειρήθηκε να κρυφτεί πίσω από κάποια ξερά δέντρα. Σχεδόν 1,5 εκατομμύριο παιδιά είχαν την ευκαιρία να συνεχίσουν τα μαθήματά τους, με τις όποιες δυσκολίες, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ καθημερινά υπονόμευε αντί να στηρίξει αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια. Που δεν έχει κομματικά, ή άλλου είδους χαρακτηριστικά, αλλά μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει εθνική, καθώς αφορά όλα τα παιδιά της χώρας σε μια δύσκολη συγκυρία.

Στην ίδια τακτική επιμένει η αντιπολίτευση και μετά την ανάρτηση της σύμβασης στην ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας. Καταγγέλλει ότι το ελληνικό Δημόσιο καλείται να καταβάλει περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η κυρία Κεραμέως είχε δηλώσει δημόσια ότι η σύμβαση προβλέπει μηδενική δαπάνη του Δημοσίου. Καταγγέλλει επίσης ότι τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών «παραχωρήθηκαν» στην εταιρεία.

Για το πρώτο ζήτημα διευκρινίστηκε ότι η σχετική δαπάνη δεν έχει να κάνει με τη σύμβαση, αλλά με τις άδειες που στην πορεία χρειάστηκε να αγοραστούν από την εταιρεία. Για το δεύτερο, η σύμβαση υποβλήθηκε στην Επιτροπή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Μπροστά στην ανάγκη να πληγεί όμως η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση αγνοεί και πάλι την αλήθεια, για να κατασκευάσει ένα βολικό αφήγημα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μάλιστα, έφτασε να καταγγείλει στη Βουλή ως σκάνδαλο μια σύμβαση και μια διαδικασία που εξασφάλισαν σε όλο τον μαθητικό πληθυσμό της χώρας τη συνέχιση των μαθημάτων τους. Ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν στην κυβέρνηση, είχε συνάψει συμφωνίες και συμβάσεις με την ίδια εταιρεία την οποία τώρα καταγγέλλει.

Το ερώτημα και στην περίπτωση αυτή είναι πότε η αντιπολίτευση θα κατανοήσει την κρισιμότητα των στιγμών και την ανάγκη συναινέσεων, όταν τουλάχιστον διακυβεύονται μείζονα αγαθά όπως η μόρφωση των παιδιών.

Ε.Κ.

Είναι απολύτως λογικό, σε συνθήκες πανδημίας, και με σχολεία για μεγάλο διάστημα κλειστά, η πολιτεία να μεριμνήσει για τη συνέχιση της μαθησιακής διαδικασίας. Σε καμιά περίπτωση οι μαθήτριες και οι μαθητές δεν ήταν δυνατόν να χάσουν μια χρονιά, και έτσι η τηλεκπαίδευση ήταν η αναγκαία λύση. Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η σύμβαση του ελληνικού Δημοσίου με την εταιρεία CISCO, η οποία παραχώρησε στο ελληνικό Δημόσιο τη σχετική πλατφόρμα, σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν από την υπουργό Παιδείας τη δημοσιοποίησή της. Και επί έναν χρόνο η κυρία Κεραμέως αρνήθηκε αυτό το στοιχειώδες δημοκρατικό καθήκον, προφασιζόμενη μια σειρά αστήρικτων επιχειρημάτων, μεταξύ των οποίων και το επιχείρημα ότι η πλατφόρμα παραχωρήθηκε από την εταιρεία δωρεάν και άρα δεν υπήρχε ανάγκη ελέγχου.

Όταν όμως τελικά υποχρεώθηκε να αναρτήσει τη σχετική σύμβαση στο site του υπουργείου Παιδείας, αποκαλύφθηκε ότι όλη αυτή η υπόθεση έχει οσμή σκανδάλου. Πρώτον, γιατί το «δωρεάν» της κυρίας Κεραμέως είναι τελικά δύο εκατομμύρια ευρώ, που το Δημόσιο καταβάλλει στην εταιρεία. Και, ακόμα χειρότερα, αποκαλύφθηκε επίσης ότι τα προσωπικά δεδομένα 1,5 εκατομμυρίου μαθητών, και των οικογενειών τους, παραχωρήθηκαν δωρεάν στην αμερικανική εταιρεία. Δηλαδή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο πλήρωσε ένα μεγάλο ποσό, ενώ ισχυριζόταν ότι δεν έχει πληρώσει ούτε ευρώ, αλλά και δώρισε στην εταιρεία ένα άυλο κεφάλαιο εκατομμυρίων ευρώ, που είναι τα προσωπικά δεδομένα ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού.

Η υπουργός, αλλά και ο πρωθυπουργός, φέρουν βαρύτατες ευθύνες για αυτό. Οι ανοησίες για παλιότερες συμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την ίδια εταιρεία, ή για την εχθρότητα του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν αποτελούν παρά απόπειρα διαφυγής από τα ερωτήματα της κοινής γνώμης. Γιατί η υπουργός δήλωνε δημόσια συνεχώς και χωρίς κανένα δισταγμό ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν επιβαρύνεται ούτε ευρώ, ενώ ήξερε ότι το ελληνικό Δημόσιο καλείται να καταβάλει δύο εκατομμύρια; Και με ποιο δικαίωμα, πολιτικό και ηθικό, παραχώρησε τα προσωπικά δεδομένα Ελλήνων πολιτών στη CISCO;

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που θέσπισε την αστυνόμευση των φοιτητών με ειδικό σώμα της αστυνομίας και εξίσωσε τα πτυχία των ΑΕΙ με τα πτυχία κολεγίων, υποβαθμίζει συστηματικά τη δημόσια Παιδεία. Αποκαλύπτεται τώρα ότι «πουλάει» και τον μαθητικό πληθυσμό, με τρόπο απαράδεκτο και σκανδαλώδη. Κι αυτό υπερβαίνει το πολιτικό ολίσθημα και γίνεται εθνικό σκάνδαλο.

Ε.Σ.