Αντιθέσεις: Υποκλοπές

Πολιτική ατιμία η δήθεν παρακολούθηση του Α/ΓΕΕΘΑ

Πολιτική ατιμία οι υποκλοπές και όχι η αποκάλυψή τους

Η «αποκάλυψη» ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, Κωνσταντίνο Φλώρο, έδειξε ότι οι αντίπαλοι της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν ορρωδούν προ ουδενός. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατήγγειλε με σκληρά λόγια τον ΣΥΡΙΖΑ ότι έφτασε «στο έσχατο σημείο της πολιτικής ατιμίας». Ο ίδιος ο στρατηγός Φλώρος απαξίωσε να διαψεύσει την «είδηση», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να την αγκαλιάσει, να τη διαδώσει και να ζητήσει εξηγήσεις από την κυβέρνηση για το προϊόν πηγών που ο κ. Οικονόμου χαρακτήρισε «ρυπαρά δίκτυα».

Υπάρχουν δύο ζητήματα εδώ. Το πρώτο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να ωθεί την πολιτική αντιπαράθεση στον βούρκο, επιμένοντας στο σίριαλ και τις δήθεν αποκαλύψεις των υποκλοπών. Μετά την «αποκάλυψη» της παρακολούθησης Χατζηδάκη, όπως και της παρακολούθησης των υπευθύνων για τα εξοπλιστικά στο Πεντάγωνο, προχώρησε και στην εμπλοκή του αρχηγού του Στρατεύματος. Στην προσπάθειά του μάλιστα να προσδώσει χαρακτήρα γενικευμένης παραβίασης του κράτους δικαίου από την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό, επιχειρεί τελευταία να παρασύρει σε υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητάς της και την ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης των Επικοινωνιών και του Απορρήτου (ΑΔΑΕ), παρά το γεγονός ότι ο νόμος που ψηφίστηκε πρόσφατα καθορίζει με ακρίβεια τον ρόλο της. Και δεν διστάζει να απαιτεί να γίνει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών κυριολεκτικά φύλλο και φτερό, να καταργηθεί το απόρρητο και να δοθούν στη δημοσιότητα ευαίσθητα δεδομένα που έχουν να κάνουν με την εθνική μας ασφάλεια, ή με το οργανωμένο έγκλημα.

Το δεύτερο και πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αυτήν τη φορά εμπλέκουν στο σίριαλ των υποκλοπών και τις ένοπλες δυνάμεις. Κι αυτό, σε μια στιγμή που τα εθνικά μας θέματα βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο και η Τουρκία απειλεί καθημερινά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, δεν είναι μόνο πολιτική ατιμία, για την οποία μίλησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Είναι η απαράδεκτη από κάθε άποψη -εθνική, κοινωνική, πολιτική- υπερίσχυση του κομματικού συμφέροντος πάνω από το εθνικό.

Και όμως συμβαίνει. Και στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια δυσφήμησης της Ελλάδας στο εξωτερικό, που μόνο ζημιά κάνει στην εικόνα της χώρας και στην εμπιστοσύνη, που αποτελεί προϋπόθεση ξένων επενδύσεων. Μια προσπάθεια να διαρραγεί η σχέση της πολιτικής εξουσίας με την ηγεσία του Στρατεύματος, που αποδυναμώνει την αποτρεπτική δύναμη της χώρας και αδυνατίζει εκ των πραγμάτων την εθνική συνοχή, που είναι απαραίτητη για την εθνική άμυνα. Ως τέτοια θα πρέπει να κριθεί και ως τέτοια θα κριθεί.

Ε.Κ.

Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τραγικό, ο πρωθυπουργός διά του κυβερνητικού εκπροσώπου να χαρακτηρίζει «ρυπαρά δίκτυα» τις πηγές των αποκαλύψεων για τις υποκλοπές και όχι τις ίδιες τις υποκλοπές, τις οποίες μάλιστα ούτε η ίδια η κυβέρνηση τολμά να διαψεύσει και προτιμά να καταφεύγει σε ύβρεις και διχαστικές κατηγορίες κατά του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιπολίτευσης, αντί να δίνει εξηγήσεις για την προκλητική και πρωτοφανή παραβίαση του κράτους δικαίου.

Έχουμε, λοιπόν, και λέμε. Η παρακολούθηση Ανδρουλάκη και Κουκάκη αποδείχτηκε πανηγυρικά, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν δίστασε να βγάλει ψεύτες όσους την αποκάλυψαν.
Ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε μάλιστα να αποπέμψει τόσο τον ανεψιό και πιο στενό του συνεργάτη, Γρηγόρη Δημητριάδη, καθώς και τον διοικητή της ΕΥΠ, τον οποίο ο ίδιος είχε διορίσει, αλλάζοντας μάλιστα τον νόμο για τα απαιτούμενα προσόντα.

Οι παρακολουθήσεις Κύρτσου και Τέλλογλου επίσης αποδείχτηκαν, μετά από έλεγχο της ΑΔΑΕ, όπως είχε δικαίωμα, σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, παρά τις κραυγές της κυβέρνησης ότι πρόκειται για συκοφαντία και παρά τις προσπάθειες του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να εμποδίσει τον έλεγχο της ανεξάρτητης αρχής.

Η παρακολούθηση Χατζηδάκη με τον κωδικό «στόχος 5046C» δεν διαψεύστηκε, ούτε ήταν δυνατόν να διαψευστεί, καθώς οι συνομιλητές του επιβεβαίωσαν τις υποκλαπείσες συνομιλίες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την υποκλοπή εις βάρος του Κωνσταντίνου Φλώρου -κωδικός «στόχος 519C»- για την οποία η κυβέρνηση υψώνει τους πατριωτικούς τόνους, αλλά αποφεύγει τη διάψευση.

Είναι θράσος να αποδίδουν πολιτική ατιμία εκείνοι που παραβίασαν όχι μόνο το κράτος δικαίου, αλλά και την τιμή του Στρατεύματος, παρακολουθώντας τον αρχηγό του. Να αποδίδουν ευθύνες για υπονόμευση της εθνικής άμυνας σε όσους αποκαλύπτουν την παρακολούθηση του αρχηγού του στρατού από εκείνους που θα έπρεπε να τον τιμούν με την εμπιστοσύνη τους, αφού οι ίδιοι τον έχουν επιλέξει.

Σε κάθε περίπτωση, το σκάνδαλο των υποκλοπών παίρνει διαστάσεις που είναι επικίνδυνες όχι μόνο για τη Δημοκρατία, τα δικαιώματα, την κοινωνική συνοχή, αλλά και για την εθνική μας άμυνα. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα και απαιτούν απαντήσεις και όχι βρισιές. Με ποιο δικαίωμα και για ποιον λόγο η ΕΥΠ παρακολουθούσε τον Α/ΓΕΕΘΑ; Με ποιο κύρος ο «στόχος 519C» θα μπορεί εφεξής να ηγείται του Στρατεύματος; Πώς μπορεί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να παίζουν τέτοια επικίνδυνα παιγνίδια και όταν «πιαστούν στα πράσα» και αποκαλυφθούν να επιτίθενται στους αντιπάλους τους;

Ε.Σ.