Αυτό το άρθρο είναι 4 μηνών

Άτλας βιολογικών: FiBL: Νέο ρεκόρ καταγράφουν οι εκτάσεις βιολογικών παγκοσμίως

Στα 135 δισ. το βιολογικό λιανεμπόριο, που έδειξε αντίσταση στις διεθνείς προκλήσεις
Στα 102 ευρώ η κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών στην ΕΕ
Τέταρτη σε ελαιώνες και έβδομη στα εσπεριδοειδή η Ελλάδα
28/02/2024
22' διάβασμα
atlas-viologikon-fibl-neo-rekor-katagrafoun-oi-ektaseis-viologikon-pagkosmios-315357

Ως εξαιρετική χαρακτηρίζει την εικόνα της βιολογικής γεωργίας το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο FiBL αναφορικά με τα τελευταία παγκόσμια δεδομένα για το 2022, μετά την παρουσίαση του Παγκόσμιου Άτλαντα Βιολογικών του 2024, στις 13 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο της φετινής διοργάνωσης της BIOFACH στη Νυρεμβέργη. Φέτος, ο Άτλας γιορτάζει τα 25 του χρόνια και οι δημιουργοί του έχουν κάθε λόγο να γιορτάζουν, όχι μόνο για την απήχηση που έχει πλέον η κυκλοφορία του, αλλά και για τις επιδόσεις του ίδιου του τομέα. Στις σελίδες που ακολουθούν, η «ΥΧ» παρουσιάζει τα νεότερα στοιχεία του τομέα, όπως καταγράφονται στον Άτλαντα του FiBL, σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και εστιάζοντας με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα ευρωπαϊκά μεγέθη και την ελληνική συμβολή.

Αυξημένα μεγέθη αναφέρονται στα περισσότερα επίπεδα στον τομέα των βιολογικών παγκοσμίως, με τις εκτάσεις (συμπεριλαμβανομένων και των υπό μετατροπή) πλέον να σκαρφαλώνουν στα 964 εκατ. στρέμματα (+26,6% μεταξύ 2020-2021), καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση στα χρονικά και αντιπροσωπεύοντας το 2% του συνόλου της αγροτικής γης.

Όσον αφορά τις πωλήσεις, αυτές προσεγγίζουν τα 135 δισ. ευρώ (+7,84%), παρά τις αντιξοότητες που οδήγησαν ακόμη και σε μειώσεις σε συγκεκριμένες αγορές, όπως για παράδειγμα στην Ευρώπη, που υποχώρησαν κατά περίπου 2%. Εντυπωσιακή αύξηση κατέγραψε και ο αριθμός των βιολογικών παραγωγών, που έφτασε στους 4,5 εκατ. (+25,6%).

Τα νεότερα αυτά στοιχεία, τα οποία παρουσιάστηκαν από το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο FiBL, αναδεικνύουν τη θεαματική πρόοδο που έχει σημειώσει ο τομέας από το 2000, οπότε και ξεκίνησε ο σχετικός Άτλας, με αύξηση των εκτάσεων κατά περισσότερο από 500% και επέκταση της αγοράς σχεδόν στο οκταπλάσιο από τα 15 δισ. πωλήσεων τότε.

Η ταυτότητα του Άτλαντα Βιολογικών

Η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιείται από το Ερευνητικό Ινστιτούτο για τη Βιολογική Γεωργία «FiBL Switzerland» σε συνεργασία με τον IFOAM Organics International και με την υποστήριξη του Ελβετικού Κρατικού Γραφείου Οικονομικών Σχέσεων (SECO) και του Ταμείου Βιωσιμότητας (Swiss Coop Sustainability Fund), καθώς και του NurnbergMesse, ως διοργανωτή της BIOFACH. Φυσικά, σημαντική είναι η συνδρομή πολυάριθμων εταίρων ανά τον κόσμο, ορισμένοι από τους οποίους παρέχουν στοιχεία εδώ και 25 χρόνια.

Στο 17,6% το μερίδιο βιολογικών εκτάσεων της Ελλάδας, στο 10,4% της ΕΕ

Από τα συνολικά 964 εκατ. στρέμματα βιολογικής γεωργίας που κατέγραψαν οι 188 χώρες (τρεις λιγότερες από το 2021), οι οποίες παρείχαν στοιχεία στον Άτλαντα για το 2022, οι μεγαλύτερες εκτάσεις παραμένουν στην Ωκεανία (532 εκατ. στρέμματα, 55% των παγκόσμιων εκτάσεων), ενώ ακολουθούν η Ευρώπη με 185 εκατ. στρέμματα (19%), η Λατινική Αμερική με 95 εκατ. (10%), η Ασία με 88 εκατ. (9,2%), η Βόρεια Αμερική με 36 εκατ. (3,8%) και τελευταία η Αφρική με 27 εκατ. στρέμματα (2,8%).

Σε επίπεδο χωρών, Αυστραλία, Ινδία και Αργεντινή συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη έκταση βιολογικών, με 530 εκατ., 47 εκατ. και 41 εκατ. στρέμματα αντίστοιχα. Αναλόγως και των εκτάσεων, τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών καταγράφηκαν στην Ωκεανία (14,3%) και στην Ευρώπη (3,7%), ενώ ειδικότερα η ΕΕ συγκέντρωνε 10,4%.

Τα υψηλότερα βιολογικά μερίδια σε επίπεδο κρατών συγκέντρωναν τρία ευρωπαϊκά κράτη, το Λιχτενστάιν (43%), η Αυστρία (27,5%) και η Εσθονία (23,4%), ενώ συνολικά 22 χώρες είχαν μερίδια 10% και υψηλότερα το 2022. Στην πρώτη δεκάδα των χωρών με τα υψηλότερα μερίδια, εκτός των τριών προαναφερθεισών, περιλαμβάνονται ακόμη πέντε κράτη που βρίσκονται επί ευρωπαϊκού εδάφους, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει τη 10η θέση, έχοντας μερίδιο 17,6%.

Η Ευρώπη, με ποσοστό 29,37%, επέδειξε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση των βιολογικών εκτάσεων σε επίπεδο ηπείρων, μετά την Ωκεανία (+48,19%), ενώ σε επίπεδο κρατών η Αυστραλία (+48,6%) και με μεγάλη απόσταση στρεμμάτων, ωστόσο, η Ινδία (+77,8%) και η Ελλάδα (+73%) προηγούνται με κατά πολύ υψηλότερα ποσοστά. Οι τρεις χώρες καταλαμβάνουν τις τρεις πρώτες θέσεις στη δεκάδα με τις μεγαλύτερες αυξήσεις βιολογικών εκτάσεων παγκοσμίως το 2022.

Μικρή αύξηση για τις μόνιμες καλλιέργειες και μείωση για τις αροτραίες

Λαμβάνοντας υπόψη το είδος, το 73% αφορούσε αγροτική γη και καλλιέργειες, ένα 26% ήταν περιοχή άγριας συλλογής (συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων για μελισσοκομία), μόλις 0,8% μη αγροτική γη και ακόμη μικρότερο το ποσοστό των δασών.

Λιβάδια και βοσκοτόπια καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος, με 676 εκατ. στρέμματα (70%), ενώ αροτραίες και μόνιμες καλλιέργειες αντιπροσώπευαν 151 και 64 εκατ. στρέμματα (περίπου 16% και 7%) αντίστοιχα, κάτι λιγότερο από το 1/4 της βιολογικής αγροτικής γης. Οι βιολογικές εκτάσεις αροτραίων ανήλθαν στο 1,1% των παγκόσμιων εκτάσεων αροτραίων, ενώ στην περίπτωση των μόνιμων καλλιεργειών οι βιολογικές αντιπροσώπευαν το 3,6% των παγκόσμιων.

Ωκεανία και Λατινική Αμερική διέθεταν το μεγαλύτερο μέρος των βιολογικών εκτάσεών τους σε λιβάδια και βοσκοτόπια. Στην Αφρική, οι μόνιμες καλλιέργειες ήταν το σημαντικότερο είδος, ενώ για Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική τα αροτραία αποτελούσαν το σημαντικότερο μέρος των εκτάσεων.

Οι εκτάσεις αροτραίων κατέγραψαν μικρή μείωση κατά 0,7%, ενώ, αντίθετα, εκείνες των μόνιμων καλλιεργειών αυξήθηκαν κατά 0,8%. Ωστόσο, τη σημαντικότερη αύξηση κατέγραψαν τα βοσκοτόπια/λιβάδια κατά 25,5%.

Δημητριακά, συμπεριλαμβανομένου του ρυζιού, εκτάσεις για χλωρή βόσκηση και ελαιούχοι σπόροι αποτελούσαν τις σημαντικότερες κατηγορίες αροτραίων. Ξηροί καρποί, ελιές και καφές καταλάμβαναν το σημαντικότερο μέρος στις μόνιμες καλλιέργειες, ακολουθούμενα από τα σταφύλια, το κακάο, τα οπωροφόρα εύκρατων κλιμάτων κ.ά.

Ως προς τη μελισσοκομία, περισσότερες από 3,4 εκατ. βιολογικές κυψέλες καταγράφηκαν το 2022, αντιπροσωπεύοντας το 3,4% του παγκόσμιου αριθμού κυψελών.

Στην Ασία η μεγαλύτερη αύξηση των παραγωγών, με την Ωκεανία να ακολουθεί

Όπως προαναφέρθηκε, οι παραγωγοί βιολογικών διεθνώς αυξήθηκαν κατά 25,6% το 2022, φτάνοντας τους 4,5 εκατ. Η Ασία, η Αφρική και η Ευρώπη συγκέντρωναν το συντριπτικό 93% αυτών, ενώ σε επίπεδο χωρών οι περισσότεροι καταγράφονται στις Ινδία, Ουγκάντα και Ταϊλάνδη.

Η Ασία, η Ευρώπη και η Ωκεανία κατέγραψαν αυξήσεις στον αριθμό βιοκαλλιεργητών (53,1%, 7,5% και 32,4% ετήσια αύξηση αντίστοιχα), ενώ η Αφρική, καθώς και η Βόρεια και η Νότια Αμερική είχαν μειώσεις (-5,7%, -1,7%, -2,9% αντίστοιχα).

Σε τρία προϊόντα το μισό διεθνές εμπόριο βιολογικών

Σε όρους εμπορίου, παρά τα ελλιπή –εν μέρει– στοιχεία, συνολικά σχεδόν 4,9 εκατ. τόνοι βιολογικών προϊόντων εισήχθησαν το 2022 σε ΕΕ και ΗΠΑ, 2,7 εκατ. στην ΕΕ και 2,2 εκατ. στις ΗΠΑ, αυξημένοι αθροιστικά κατά 4,2%. Διαφορετική εικόνα εμφάνισαν οι όγκοι εξαγωγών, με την ΕΕ να καταγράφει μείωση κατά 5,1% και αντίστροφα οι ΗΠΑ αύξηση κατά 18,8%.

ΗΠΑ, Ολλανδία και Γερμανία αποτελούν τις τρεις σημαντικότερες χώρες εισαγωγής, καθώς περίπου το 74% των βιολογικών εμπορευμάτων εισήχθη από αυτά τα κράτη. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι σημαντικό μέρος των εισαγωγών της Ολλανδίας ανακατευθύνεται σε άλλες αγορές. Ως προς τα προϊόντα, τα κυριότερα στην κατηγορία ήταν οι μπανάνες, η σόγια και η ζάχαρη, που από κοινού αντιπροσώπευαν το 46% των συνολικών εισαγωγών βιολογικών. Ελαιούχοι σπόροι, κυρίως σόγια, αλλά και λαχανικά είναι οι κατηγορίες που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις αποστολές τους. Αντίθετα, φυτικά έλαια, κυρίως τυνησιακό ελαιόλαδο και φοινικέλαιο από τη Λατινική Αμερική (-15%), είδαν μεγαλύτερες μειώσεις, καθώς και τροπικά και υποτροπικά φυτά (-3%) και είδη εκτροφής (-65%).

Σε όρους αξίας πωλήσεων, η λιανική αγορά βιολογικών έφτασε σχεδόν τα 135 δισ. ευρώ το 2022. Στα 64,4 δισ. ευρώ ανήλθε η αγορά της Βόρειας Αμερικής και στα 53,1 δισ. ευρώ της Ευρώπης, με την Ασία να ακολουθεί, φτάνοντας τα 15 δισ. ευρώ.

Οι ΗΠΑ (με 58,6 δισ. ευρώ και μερίδιο 43% στο διεθνές λιανεμπόριο βιολογικών) προηγούνται και ακολουθούν η ΕΕ ως ενιαία αγορά (με 45,1 δισ. και μερίδιο 33,5% – ποσοστό που δείχνει υποχώρηση στην παγκόσμια κλίμακα σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, εν μέρει λόγω της ισχυροποίησης του δολαρίου έναντι του ευρώ) και η Κίνα (με 12,4 δισ. ευρώ και 9% μερίδιο).

Όταν πρόκειται για μεμονωμένα κράτη, οι πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης σε όρους λιανεμπορίου έχουν ως εξής: ΗΠΑ, Γερμανία (15,3 δισ. ευρώ, 11% μερίδιο), Κίνα και έπειται η Γαλλία (12,1 δισ. ευρώ, 9%). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι από το σύνολο των κρατών που συμμετέχουν στον Άτλαντα του FiBL μόνο 45 χώρες, σχεδόν το 1/3, παρείχε στοιχεία λιανικών πωλήσεων.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι αγορές βιολογικών μόνο οκτώ χωρών από όσες παρείχαν στοιχεία κατέγραψαν ανάπτυξη, ενώ δεν υπήρξαν διψήφια ποσοστά φέτος. Από αυτές ξεχώρισαν οι επιδόσεις του Καναδά, (+9,7%), της Ιαπωνίας (+8,4%) και της Εσθονίας (+6%).

Παρότι η υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση καταγράφεται στη Βόρεια Αμερική (171,5 ευρώ), με την Ευρώπη να ακολουθεί (64 ευρώ), σε επίπεδο χωρών τα σκήπτρα παγκοσμίως κατέχουν τα εξής ευρωπαϊκά κράτη: Ελβετία (437 ευρώ), Αυστρία (274 ευρώ) και Λουξεμβούργο (259 ευρώ). Δανία (12%), Αυστρία (11,5%) και Ελβετία (11,2%) παραμένουν οι αγορές με τα υψηλότερα μερίδια βιολογικών επί του συνόλου της αγοράς τους.

Σε Ευρώπη και Ασία οι μεγαλύτερες εκτάσεις βιολογικών πυρηνόκαρπων και γιγαρτόκαρπων

Το 2,8% της συνολικά καλλιεργούμενης γης στην κατηγορία των φρούτων που καλλιεργούνται σε εύκρατα κλίματα τελούσε υπό βιολογική διαχείριση το 2022, με το μεγαλύτερο μέρος τους να συγκεντρώνεται στην Ευρώπη και την Ασία και σαφώς μικρότερα μερίδια να εντοπίζονται στις άλλες ηπείρους.

Τα μήλα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος στην κατηγορία (32,79%), ακολουθούμενα από ένα ποσοστό της τάξεως του 29,15% που αναφέρεται ως φρούτα –τα οποία δεν προσδιορίζονται– κι έπονται τα δαμάσκηνα (11,54%), τα βερίκοκα (6,32%), τα αχλάδια (6,24%), τα κεράσια (5,42%) και τα ροδάκινα (3,58%).

Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία κρατούν τα ηνία στους βιολογικούς αμπελώνες

Σαφώς υψηλότερο ποσοστό συγκεντρώνει η βιολογική καλλιέργεια στην περίπτωση των αμπελώνων, αφού ανέρχεται στο 8,3% των συνολικά καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Η συντριπτική πλειονότητα των εκτάσεων συγκεντρώνεται στην Ευρώπη, με 4,90 εκατ. στρέμματα. Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία καταλαμβάνουν τις πρώτες τρεις θέσεις μεταξύ των χωρών με τις μεγαλύτερες βιολογικές εκτάσεις αμπελώνων, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στη 12η θέση με 47.000 στρέμματα το 2022. Σε όρους μεριδίων επί του συνόλου της καλλιέργειας, την πρώτη πεντάδα χωρών απαρτίζουν το Βέλγιο, η Πολωνία, η Αυστρία, η Γαλλία και η Ελβετία.

Τέταρτη σε βιολογικούς ελαιώνες και έβδομη στα εσπεριδοειδή η Ελλάδα

To 2022, το 1,1% των καλλιεργούμενων εκτάσεων εσπεριδοειδών παγκοσμίως τελούσε υπό βιολογική διαχείριση, έχοντας ωστόσο καταγράψει απώλεια κατά 3,3% σε σύγκριση με το 2021. Η Ευρώπη συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη έκταση με περισσότερα από 612 χιλ. στρέμματα, ακολουθούμενη από τη Λατινική Αμερική (σχεδόν 286 χιλ. στρέμματα), την Ασία (135,5 χιλ.), την Αφρική (65,3 χιλ.), τη Βόρεια Αμερική (54,8 χιλ.) και την Ωκεανία με ελάχιστες εκτάσεις.

Ιταλία, Ισπανία και Μεξικό ανοίγουν την πρώτη δεκάδα των χωρών με τις μεγαλύτερες εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας, όπου η Ελλάδα κατέχει την έβδομη θέση. Ωστόσο, υψηλότερα, στην 5η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, σκαρφαλώνει η χώρα μας, αν ληφθεί υπόψη το μερίδιο των βιολογικών επί του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων εσπεριδοειδών (μετά τις Μπουρκίνα Φάσο, Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία).

Περισσότεροι από 54.000 τόνοι νωπών εσπεριδοειδών εξήχθησαν με προορισμούς την ΕΕ και τις ΗΠΑ το 2022, με τα λεμόνια και τα λάιμ να καταλαμβάνουν τον μεγαλύτερο όγκο, ακολουθούμενα από τα πορτοκάλια. Πρόκειται για ποσότητες που χρησιμεύουν συμπληρωματικά της εγχώριας παραγωγής, όταν έχει τελειώσει η περίοδος καλλιέργειας, όπως επισημαίνεται, με προέλευση από χώρες όπως η Νότια Αφρική, το Μεξικό, η Κολομβία, η Χιλή, η Βραζιλία, το Περού και η Αργεντινή. ΗΠΑ, Ισπανία, Ιταλία, Βραζιλία και Μεξικό ως παραγωγικά κράτη κατέχουν σημαντικούς ρόλους στην παγκόσμια παραγωγή χυμού εσπεριδοειδών. Κατευθυντήρια δύναμη στην κατηγορία θεωρείται η αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση για βιολογικά προϊόντα.

Το 8,2% των διεθνώς καλλιεργούμενων εκτάσεων αφορούσε η βιολογική καλλιέργεια στην περίπτωση των ελαιώνων. Η Ευρώπη καλύπτει, όπως είναι φυσικό, τη συντριπτική πλειονότητα των εκτάσεων με περισσότερα από 6,5 εκατ. στρέμματα βιολογικών το 2022 και ακολουθεί η Αφρική, με περισσότερα από 1,8 εκατ. στρέμματα. Ισπανία, Ιταλία, Τυνησία, Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν με φθίνουσα σειρά στρεμμάτων την πρώτη πεντάδα χωρών με βιολογικούς ελαιώνες, ενώ με βάση το μερίδιο επί του συνόλου της καλλιέργειας, η αντίστοιχη κατάταξη διαμορφώνεται ως εξής: Γαλλία, Ιταλία, Κύπρος, Τυνησία και Παλαιστίνη, ενώ η χώρα μας βρίσκεται στην ενδέκατη θέση, με 6%.

Κάτω του 1% των καλλιεργούμενων εκτάσεων τα βιολογικά λαχανικά και όσπρια, καθώς και οι ελαιούχοι σπόροι

Το 0,8% των καλλιεργούμενων εκτάσεων αφορά τα βιολογικά στην περίπτωση των καλλιεργειών λαχανικών, με την Ευρώπη να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων (περισσότερο από 2,1 εκατ. στρέμματα).

ΗΠΑ, Κίνα, Ιταλία, Γαλλία και Μεξικό απαρτίζουν την πρώτη πεντάδα των κρατών με τα περισσότερα στρέμματα, ενώ, ως προς τα μερίδια επί του συνόλου της καλλιέργειας, Λουξεμβούργο, Δανία, Αυστρία, Καναδάς και Ελβετία εμφάνισαν τα υψηλότερα ποσοστά.

Ομοίως, μόλις το 0,8% των παγκόσμιων εκτάσεων οσπρίων αφορούσε η βιολογική καλλιέργεια το 2022, με την Ευρώπη και πάλι να έχει τη μεγαλύτερη έκταση (5,39 εκατ. στρέμματα). Σε επίπεδο χωρών, οι μεγαλύτερες βιολογικές εκτάσεις καταγράφονται σε Γαλλία, Καναδά και Πολωνία (πρώτη τριάδα), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην ενδέκατη θέση. Ως προς τα μερίδια επί του συνόλου της καλλιέργειας, στις πρώτες θέσεις ανεβαίνουν με φθίνουσα σειρά οι Δανία, Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.

Μόλις το 0,7% των διεθνών εκτάσεων τελούν υπό βιολογική διαχείριση, με προεξάρχουσα την καλλιέργεια σόγιας (58,6%). Ο ηλίανθος ακολουθεί με 16,8%, η ελαιοκράμβη με 5% και το σουσάμι με 4,3%. Κίνα και Ουκρανία έρχονται πρώτες σε όρους εκτάσεων.

Οι επιδόσεις της Ελλάδας και της υπόλοιπης ΕΕ

Eκτάσεις, παραγωγοί και εμπόριο βιολογικών σε αριθμούς

Συνολικά 185 εκατ. στρέμματα καταλάμβαναν οι εκτάσεις βιολογικών της Ευρώπης το 2022 από τα οποία τα 169 εκατ. στρέμματα βρίσκονταν εντός των ορίων της ΕΕ, με τα αντίστοιχα μερίδια επί του συνόλου των εκτάσεων να διαμορφώνονται σε 3,7% και 10,4%.

Μόλις κατά 1% αυξήθηκαν οι εκτάσεις βιολογικών για τη Γηραιά Ήπειρο, κυρίως λόγω των μειώσεων σε Ρωσία και Ουκρανία, με την ΕΕ, ωστόσο, να εμφανίζει μεγαλύτερο ποσοστό της τάξεως του 5,1%. Βέβαια, για την επίτευξη του φιλόδοξου ευρωπαϊκού στόχου για 25% βιολογικές εκτάσεις έως το 2030, απαιτείται σχεδόν διπλάσια ετήσια ανάπτυξη, της τάξεως του 10%, όπως επισημαίνεται.

Τα αροτραία αφορούσαν την πλειοψηφία των εκτάσεων, με 76 εκατ. στρέμματα, ακολουθούμενα από τα μόνιμα βοσκοτόπια (69 εκατ. στρέμματα), ενώ οι μόνιμες καλλιέργειες καταλάμβαναν ακόμη 22 εκατ. στρέμματα από τις βιολογικές εκτάσεις της ΕΕ.

Δημητριακά (26 εκατ. στρ.), νωπές χορτονομές (26 εκατ. στρ.) και όσπρια (5 εκατ. στρ.) αποτελούσαν τις κυριότερες κατηγορίες αροτραίων, με τις Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία να κατατάσσονται πρώτες σε όρους εκτάσεων, ενώ στην περίπτωση των μόνιμων καλλιεργειών 6 εκατ. στρέμματα καταλάμβαναν οι βιολογικοί ελαιώνες, 5 εκατ. οι βιολογικοί αμπελώνες και 4 εκατ. οι ξηροί καρποί, με τις Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία να συνιστούν την πρώτη τριάδα με τις μεγαλύτερες εκτάσεις. Η περιοχή άγριας συλλογής για την ΕΕ υπολογίζεται σε 73 εκατ. στρέμματα.

Ειδικότερα για την Ελλάδα, το μερίδιο των βιολογικών δημητριακών ήταν 4,91%, των βιολογικών εσπεριδοειδών ήταν 4,7% και το αντίστοιχο για τα όσπρια ήταν 13,1%. Οι ελληνικοί βιολογικοί αμπελώνες εμφάνιζαν μερίδιο της τάξεως του 4,5%, οι καλλιέργειες βιολογικών ελαιούχων σπόρων μερίδιο 5,2%, ενώ στο 6,5% ανερχόταν το μερίδιο των βιολογικών ελαιώνων και στο 3,4% των λαχανικών.

Την ίδια χρονιά, 480.135 παραγωγοί καταγράφονται στην Ευρώπη, με τους περισσότερους να συγκεντρώνονται στην ΕΕ (419.112 παραγωγοί). Ιταλία, Ελλάδα και Γαλλία συνιστούν την πρώτη τριάδα με τους περισσότερους παραγωγούς (82.593, 58.691 και 58.413 αντίστοιχα). Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία (με 23.602, 21.981, 19.311 αντίστοιχα) κατέχουν τα ηνία αναφορικά με τους περισσότερους μεταποιητές στην κατηγορία των βιολογικών, με το σύνολο να ανέρχεται σε 91.775 για την Ευρώπη, από τους οποίους οι 85.956 αναφέρονται για την ΕΕ. Επίσης, 7.609 εισαγωγείς καταγράφονται στην Ευρώπη, εκ των οποίων οι 6.450 στην ΕΕ, με τους περισσότερους να εντοπίζονται σε Γερμανία, Ελβετία και Γαλλία.

Οι λιανικές πωλήσεις βιολογικών στη συνολικότερη ευρωπαϊκή αγορά ανήλθε σε 53,1 δισ. ευρώ, και ειδικότερα για την ΕΕ στα 45,1 δισ., και με τις δύο αγορές να δείχνουν υποχώρηση από την προηγούμενη χρονιά κατά 2,2% και 2,8% αντίστοιχα. Ωστόσο, υπήρξαν ευρωπαϊκά κράτη που, αντίθετα, είχαν αυξήσεις, όπως η Εσθονία (6%), η Ολλανδία (4,4%) και η Αυστρία (4,1%). Σύμφωνα με τους αναλυτές, το 2022 ήταν ένα έτος προκλήσεων για τον τομέα, που κατέγραψε για πρώτη φορά μειώσεις πωλήσεων από το 2000, οπότε και ξεκίνησαν οι καταγραφές.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα ενεργειακά κόστη και το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι μερικοί από τους παράγοντες που συνέδραμαν στην αύξηση του πληθωρισμού σε αρκετές χώρες. Βέβαια, το γεγονός ότι δεν παρείχαν στοιχεία για τις αγορές τους όλες οι χώρες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για υψηλότερα μεγέθη από αυτά που αναφέρονται.

Στα 102 ευρώ η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ

Παρότι αγορές-πρότυπα, όπως η Ελβετία, η Δανία και η Αυστρία εμφανίζουν κατά κεφαλή κατανάλωση μεταξύ 270 και 440 σχεδόν ευρώ, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ευρώπη παραμένει στα 64 ευρώ και –υψηλότερα– στα 102 ευρώ όταν πρόκειται για την ΕΕ. Διεθνώς, πάντως, τα ευρωπαϊκά κράτη ηγούνται στις πωλήσεις βιολογικών τροφίμων ως ποσοστά επί των αντίστοιχων αγορών τροφίμων.

Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά μεγέθη, παρά τις επιδόσεις σε εκτάσεις και παραγωγούς, το λιανεμπόριο εμφανίζεται μεταξύ των σχετικά χαμηλότερων από όσα κράτη παρέχουν στοιχεία. Οι πωλήσεις βιολογικών ανέρχονταν σε 66 εκατ. ευρώ το 2021, το 0,3% του συνόλου των πωλήσεων εκείνη τη χρονιά, με την κατά κεφαλήν κατανάλωση να υπολογίζεται στα μόλις 6 ευρώ.