Βιολογικά φυτοφάρμακα: Στα 7,6 δισ. δολάρια θα εξαπλωθεί το μέγεθος της αγοράς έως το 2032

Η παγκόσμια αγορά βιολογικών φυτοφαρμάκων, η οποία αποτιμήθηκε σε 3 δισ. δολάρια το 2022, εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 7,5 δισ. δολάρια έως το 2032, πορευόμενη με έναν υψηλότατο σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης (CAGR) της τάξης του 9,7% από το 2023 έως το 2032.

Σε αυτή την εκτίμηση προχώρησε η Allied Market Research, παρουσιάζοντας τα πορίσματά της σε έκθεση, με τίτλο «Αγορά βιολογικών φυτοφαρμάκων ανά προϊόν (βιοϊατρικό, μικροβιακό, βοτανικό, ορυκτό), ανά τύπο (εντομοκτόνο, μυκητοκτόνο, ζιζανιοκτόνο κ.ά.), ανά μορφή (υγρό, σκόνη), ανά εφαρμογή (κηπουρική, φρούτα και λαχανικά, δημητριακά και όσπρια, φυτώρια κ.ά.): Ανάλυση Παγκόσμιων Ευκαιριών και Εκτιμήσεων για τη Βιομηχανία, 2023-2032».

Η αλματώδης άνοδος που παρατηρείται στην παγκόσμια αγορά βιολογικών φυτοφαρμάκων τροφοδοτείται κυρίως από την αύξηση της προτίμησης των καταναλωτών σε βιολογικά προϊόντα, τους νεότερους κυβερνητικούς κανονισμούς, τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές ανησυχίες και τις αθρόες τεχνολογικές εξελίξεις.

Ωστόσο, το υψηλό κόστος και οι περιορισμοί στην αποτελεσματικότητα και στη διαθεσιμότητα των εν λόγω φυτοφαρμάκων συγκρατούν την ανάπτυξη της αγοράς σε κάποιον βαθμό. Από την άλλη, οι κρατικές ενισχύσεις και τα κίνητρα για βιώσιμες γεωργικές πρακτικές αναμένεται να προσφέρουν παραγωγικές ευκαιρίες ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.

Εστιάζοντας στον γεωγραφικό παράγοντα, η Βόρεια Αμερική κατείχε το υψηλότερο μερίδιο αγοράς, όσον αφορά τα έσοδα το 2022, αντιπροσωπεύοντας περισσότερα από τα 2/5 της παγκόσμιας αγοράς βιολογικών φυτοφαρμάκων, ενώ προβλέπεται να διατηρήσει την ηγετική της θέση, όσον αφορά τα έσοδα κατά το διάστημα της πρόβλεψης.

Αυτό δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς η αγορά βιολογικών φυτοφαρμάκων της Βόρειας Αμερικής έχει σημειώσει σταθερή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Η περιοχή διαθέτει μια ισχυρή καταναλωτική βάση που απαιτεί ολοένα και περισσότερο βιολογικά τρόφιμα και άλλα βιολογικά προϊόντα. Ωστόσο, η περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού θα καταγράψει τον υψηλότερο CAGR κατά τη χρονική περίοδο της πρόβλεψης, φθάνοντας το 11,1%.