Βιολογικά γαλακτοκομικά Organic Valley: Το εγχείρημα 7 αγροτών του Ουισκόνσιν που οδήγησε στην κορυφή

Το πώς μία «χούφτα» οικογενειών αγροτών των Μεσοδυτικών Αμερικανικών Πολιτειών κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να πολλαπλασιαστεί και να κυριαρχήσει σε ένα από τα πιο ανταγωνιστικά περιβάλλοντα παγκοσμίως, αυτό των ΗΠΑ, είναι η ιστορία που έχει να αφηγηθεί η Organic Valley. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο συνεταιρισμό βιολογικών της Αμερικής και μία από τις πιο γνωστές επωνυμίες παγκοσμίως.

Πέραν του μεγάλου αριθμού προϊόντων υπό την ετικέτα Organic Valley, στο δυναμικό του ενσωματώνει και σημαντικό αριθμό προϊόντων υπό τις επωνυμίες Organic Prairie και Mighty Organic. Αντιπροσωπεύει περισσότερες από 2.000 οικογενειακές φάρμες σε 34 πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς και του Καναδά, της Αυστραλίας και της Μ. Βρετανίας, ενώ περίπου 900 εργαζόμενοι στελεχώνουν την οργάνωση, που κύριο μέλημά της έχει την παροχή ποιοτικών βιολογικών προϊόντων διασφαλίζοντας ένα δίκαιο εισόδημα για τους παραγωγούς της.

Ο συνεταιρισμός διαθέτει δεκάδες ετικέτες βιολογικού γάλακτος, τυριών, μία πλούσια γκάμα γαλακτοκομικών προϊόντων, βιολογικά αβγά, καθώς και άλλα προϊόντα κυρίως κτηνοτροφικής προέλευσης, με τις πιο αυστηρές βιολογικές πιστοποιήσεις. Τα υψηλά βιολογικά πρότυπα που όρισαν οι παραγωγοί του Ουισκόνσιν ήταν εκείνα που χρησίμευσαν ως πλαίσιο για τους κανόνες βιολογικών, τους οποίους θέσπισε αργότερα το USDA.

Από το πρώτο κάλεσμα στο κορυφαίο εμπορικό σήμα της Αμερικής

Όλα ξεκίνησαν πριν από 32 χρόνια, το 1988, όταν επτά οραματιστές αγρότες -όπως συστήνονται στην ιστοσελίδα της οργάνωσης- από την περιοχή La Farce του Ουισκόνσιν αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα επιβίωσης που είχαν οι μικρές τους εκμεταλλεύσεις σε μία γεωργία που κατευθυνόταν προς τη βιομηχανοποίηση. Στόχος τους ήταν να παραμείνουν πιστοί στο αρχικό τους όραμα να παράγουν ποιοτικά βιολογικά προϊόντα περιορίζοντας τις επιπτώσεις σε γη, ζώα, οικονομία, αλλά και στην ανθρώπινη υγεία. Το κάλεσμα για την πρώτη συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου της πόλης Viroqua, δόθηκε από τον George Siemon. Κάλεσμα, που επρόκειτο να γίνει η αφετηρία γι’ αυτό εγχείρημα, να δημιουργήσουν δηλαδή μία οργάνωση που να ανήκει στους ίδιους τους αγρότες της.

«Οι φίλοι και οι γείτονές μας γύρω από την περιοχή βίωναν την απόρριψη ενός πτωχευμένου γεωργικού συστήματος και η επιλογή που είχαμε ήταν ή να μεγαλώσουμε ή να φύγουμε», αναφέρουν χαρακτηριστικά, εξιστορώντας ότι η μόνη τότε διαθέσιμη επιλογή για επιβίωση ήταν η βιομηχανοποίηση και η χημική γεωργία.

Σε εκείνη τη συνάντηση του 1988, οι αγροτικές οικογένειες που γέμισαν την αίθουσα του δικαστηρίου συμφώνησαν ομόφωνα στην αναζήτηση ενός πιο βιώσιμου τρόπου για τη διατήρηση των εκμεταλλεύσεών τους, ορίζοντας ως αποστολή τους να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι για τα τρόφιμα.

Αποτέλεσμα αυτής, ήταν η γέννηση του συνεταιρισμού που αρχικά άκουγε στο όνομα CROPP (από τα αρχικά Coulee Region Organic Produce Pool – Ένωση βιοκαλλιεργητών της περιοχής Coulee) και ο οποίος συγκέντρωνε βιολογικά λαχανικά που τα προμήθευε στις τοπικές κοινότητες. «Πριν περάσει ένας χρόνος, ξεκινήσαμε να πουλάμε βιολογικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Οι τοπικές κοινότητες άρχισαν να επιλέγουν το premium βιολογικό γάλα μας σε σύγκριση με άλλες επιλογές και συνειδητοποιήσαμε ότι σίγουρα είχαμε δίκιο για ένα πράγμα, οι άνθρωποι ήθελαν ποιοτικό φαγητό», αφηγούνται τα μέλη του συνεταιρισμού.

Η αυξανόμενη ζήτηση για βιολογικά τρόφιμα, αλλά και το ενδιαφέρον αγροτών από άλλες γωνιές της χώρας να ενταχθούν στο εγχείρημα, επέκτεινε τις δραστηριότητες του συνεταιρισμού έξω από τα στενά όρια του Coulee, καθιστώντας απαραίτητη την αλλαγή της επωνυμίας και την καθιέρωση ενός εμπορικού σήματος, το οποίο μετά από εβδομάδες σκέψεων και προτάσεων κατέληξε στο Organic Valley. Μία δηλαδή «Βιολογική Κοιλάδα», που καθιέρωσε το επιχειρηματικό συνεταιριστικό μοντέλο του Ουισκόνσιν ως τον κορυφαίο παραγωγό βιολογικών γαλακτοκομικών προϊόντων στις ΗΠΑ.

Βιολογικά συστήματα, περιφερειακό μοντέλο και περιβαλλοντικά οφέλη

Σήμερα, η οργάνωση κατέχει μερικές από τις ισχυρότερες πιστοποιήσεις βιολογικής παραγωγής, μεταξύ των οποίων και την αυστηρών προδιαγραφών σφραγίδα του USDA, καθώς και πιστοποιήσεις για προϊόντα από ζώα ελευθέρας βοσκής, ενώ προωθεί πρότυπα, όπως αυτά των τροφίμων απαλλαγμένων από γενετικά μεταλλαγμένα συστατικά και ορμόνες, της ευζωίας των ζώων, των ορθών γεωργικών πρακτικών, καθώς και των αρχών βιωσιμότητας, της υγείας του εδάφους και της απομόνωσης του διοξειδίου του άνθρακα. To ΔΣ της οργάνωσης, μάλιστα, έχει δεσμευτεί για ουδετερότητα άνθρακα έως το τέλος του 2022.

Τα αγροκτήματα των παραγωγών της Organic Valley υπερβαίνουν τις βιολογικές απαιτήσεις του USDA για τη βόσκηση των ζώων, κατά σχεδόν δύο φορές. «Τα ζώα μας είναι έξω όποτε το επιτρέπει ο καιρός, παίρνουν καθαρό αέρα και τρέφονται με φρέσκο γρασίδι, αποτελώντας μέρος του οικοσυστήματος της φάρμας. Οι ίδιοι οι αγρότες, δραστηριοποιούμενοι βιολογικά, δεν έχουν επιβαρύνει έδαφος και νερό με περισσότερα από 158 εκατ. κιλά λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων εδώ και 30 χρόνια», δήλωνε το 2018 o τότε διευθυντής βιωσιμότητας της οργάνωσης, Jonathan Reinbold, τονίζοντας τα οφέλη της βιολογικής καλλιέργειας και εκτροφής.

Παράλληλα, με το περιφερειακό μοντέλο που εφαρμόζει ο συνεταιρισμός, το γάλα παράγεται, εμφιαλώνεται και διανέμεται κοντά στην περιοχή παραγωγής του, διασφαλίζοντας ότι το προϊόν διανύει τη μικρότερη δυνατή απόσταση από το αγρόκτημα μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή, αλλά και κερδίζοντας τη στήριξη των τοπικών οικονομιών.

H Organic Valley μάλιστα, μόλις πριν από έναν χρόνο ανακοίνωσε την ολοκλήρωση τριών έργων ηλιακής ενέργειας συνολικής ισχύος 12,67 MW, μέσω των οποίων κατέστη η πρώτη εταιρεία τροφίμων παγκοσμίως που τροφοδοτείται κατά 100% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα έργα αυτά εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο «Butter Solar», που διαχειρίζεται η αμερικανική BluEarth Renewables.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η οργάνωση συνεργάστηκε με την OneEnergy Renewables, καθώς και με μία σειρά από δημοτικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που ακούν στο όνομα Upper Midwest Municipal Energy Group (UMMEG). Μέσω της πρωτοποριακής αυτής κοινωνικής συνεργασίας για εξοικονόμηση, το επιχειρηματικό συνεταιριστικό σχήμα συνέβαλε στην κάλυψη ενεργειακών αναγκών πολλών καλλιεργητών της οργάνωσης, αλλά και των συνεργαζόμενων τοπικών κοινωνιών, οι οποίες θα επωφελούνται από την εξοικονόμηση, αναδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τα οφέλη της συνεργασίας.

Από τους αγρότες για τους αγρότες

Σε μία προσπάθειά του να εξηγήσει το επιχειρηματικό μοντέλο της Organic Valley, ο Jonathan Reinbold υποστήριζε ότι τα άτομα που καλλιεργούν και εκτρέφουν είναι εκείνα που ουσιαστικά κατέχουν την επιχείρηση. Αντί να πωλούν τις πρώτες ύλες τους σε άλλες επιχειρήσεις, τις πωλούν ουσιαστικά στον εαυτό τους, αφού οι ίδιοι έχουν την εποπτεία, αλλά και ενεργό ρόλο στη διαχείριση της επιχείρησης, ενώ ενεργά στελέχη παραμένουν και μερικά από τα ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης. Από τις 2.000 και πλέον οικογενειακές εκμεταλλεύσεις που ανήκουν στο δυναμικό της Organic Valley και κατέχουν ένα κομμάτι του συνεταιρισμού, οι 420 αποτελούνται από τρίτης γενιάς αγρότες και οι 190 από τέταρτης. Έτσι, η οργάνωση μπορεί να θεωρεί δικαίως ότι συμβάλλει σημαντικά στην ηλικιακή ανανέωση της γεωργίας, καθώς και στη διατήρηση των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων στο επίπεδο της οικογένειας, αλλά και των νέων στον τόπο τους.

Επιστροφή στην κερδοφορία το πρώτο τρίμηνο του 2020

Με τους αγρότες να εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας του επιχειρηματικού συνεταιριστικού μοντέλου της Organic Valley, η επιχείρηση τον περασμένο Μάιο δήλωνε ότι για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2019 οι συνολικές πωλήσεις της υπερέβησαν τα 1,1 δισ. δολάρια. Εμφάνισε, δε, σημαντική βελτίωση στα καθαρά έσοδα από τις λειτουργίες της σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του 2018, αφού την περασμένη χρονιά κατέγραψε καθαρές απώλειες 4,5 εκατ. δολαρίων, βελτιώνοντας τις επιδόσεις της κατά 2,5 εκατ. δολάρια από αυτές του 2018. Όμως, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020, ο συνεταιρισμός ανέφερε επιστροφή στην κερδοφορία, αφού υπερέβη τον προγραμματισμένο στόχο, αλλά και την καθαρή ζημία που κατέγραφε για τη συγκρίσιμη περίοδο του 2019. «Το 2019 ήταν μια χρονιά πρωτόγνωρη στην 32χρονη ιστορία μας», υποστήριξε o Arnie Trussoni, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Organic Valley. «Ξεπεράσαμε ένα μεταβαλλόμενο τοπίο στη βιομηχανία βιολογικών τροφίμων, παρουσιάσαμε καινοτόμα προϊόντα για να ευχαριστήσουμε τους καταναλωτές μας και βιώσαμε αλλαγές στην ηγεσία και αναδιάρθρωση. Είμαστε περήφανοι που ο συνεταιρισμός μας υποστήριξε την αποστολή του να διασφαλίσει οικονομική σταθερότητα για τα μέλη του, διατηρώντας μια σταθερή τιμή αμοιβής με premium 12 δολαρίων έναντι των συμβατικών τιμών, ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα σε μία δύσκολη χρονιά», υπογράμμισε. Μερικές από τις επιτυχημένες, κατά πως φαίνεται, αλλαγές που εφάρμοσε η οργάνωση το 2019 ήταν:

 Η ανάπτυξη νέων τρόπων εξέτασης της αλυσίδας εφοδιασμού σε περιφερειακή βάση, εμβαθύνοντας στην κατανόηση της κίνησης του γάλακτος και στην εύρεση ευκαιριών για μείωση του λειτουργικού κόστους.

✱ Η περαιτέρω ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων των εργαζομένων και όσων ηγούνται στη δομή, πρόσληψη ταλαντούχων από όλη τη χώρα και προσθήκες στελεχών στην ηγεσία.

 Η αύξηση των πωλήσεων αξιοποιώντας πληροφορίες που προέκυψαν από την ανάλυση δεδομένων και άλλα εργαλεία.

 Η πώληση μικρότερων ποσοτήτων γάλακτος σε συμβατικές τιμές από ό,τι το 2018.

 Η διατήρηση της μέσης τιμής αμοιβής των παραγωγών γαλακτοκομικών κατά 12 δολάρια υψηλότερη της συμβατικής.

 Ο επαναπροσδιορισμός δομών σε ολόκληρη την οργάνωση για την υποστήριξη των στρατηγικών προτεραιοτήτων της.

Η πίστη στις αξίες και το κοινωνικό πρόσωπο

«Καθώς η βιολογική βιομηχανία ωριμάζει, ο ανταγωνισμός έχει αυξηθεί έντονα, η κάθετη ολοκλήρωση έχει μειώσει τις τιμές και περισσότερες βιομηχανικές μέθοδοι καλλιέργειας έχουν εισέλθει στα βιολογικά. Ο χώρος στο ράφι, για τον οποίο ανταγωνιζόμαστε, είναι γεμάτος από εναλλακτικές λύσεις. Γνωρίζουμε ότι για να προστατέψουμε τα θεμέλια στα οποία χτίστηκε αυτός ο συνεταιρισμός, πρέπει να προσαρμοστούμε στη μεταβαλλόμενη αγορά, διατηρώντας παράλληλα τις αξίες μας», υποστήριξε ο Bob Kirchoff, διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης, εκφράζοντας σε μερικές προτάσεις το τοπίο που έχει πλέον διαμορφωθεί όχι μόνο στον τομέα των βιολογικών αλλά και της γεωργίας γενικότερα. Ο ίδιος ωστόσο αναγνώρισε ότι το σχήμα που εκπροσωπεί «λειτουργεί σε μία αγορά που ήταν πάντα δύσκολη».

Τέλος, η οργάνωση, για την οποία συνεργασία και κοινωνική αλληλεγγύη αποτελούν δέσμευση, εν μέσω της κρίσης του κορωνοϊού, δώρισε τον Ιούνιο συνολικά 63 τόνους βιολογικών γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος από την παραγωγή της, μέσω της συνεργασίας της με τη μη κερδοσκοπική Grassroots Aid Partnership σε τράπεζες τροφίμων της Νέας Υόρκης και της Νέας Ορλεάνης (κοινωνιών που δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από την πανδημία), αλλά και σε τοπικές κοινότητες του Ουισκόνσιν. «Ως συνεταιριστική δομή, πιστεύουμε στη στήριξη των άλλων», υπογράμμισε η Stacy Fahey, διευθύντρια δημοσίων σχέσεων της Organic Valley.