«Dark Waters» («Σκοτεινά Νερά», 2019) – Ο δικηγόρος και ο αγρότης που έγιναν οι χειρότεροι «εφιάλτες» της DuPont
✱ Πώς συνδέεται η υπόθεση με την καταφυγή της DuPont σε νέα εταιρικά σχήματα

Περίπου τέτοια εποχή πριν από μία πενταετία (σ.σ. 31 Αυγούστου 2017), οι αμερικανικοί εταιρικοί κολοσσοί DuPont και Dow Chemical ολοκλήρωναν ένα τεράστιο deal συγχώνευσης στον κλάδο των χημικών, ύψους 130 δισ. δολαρίων, (συμ)πορευόμενοι στο εξής υπό την επωνυμία DowDuPont. Λίγο αργότερα, το 2019, η DowDuPont θα διασπαζόταν σε τρεις από τις μεγαλύτερες ανεξάρτητες εταιρείες χημικών στον κόσμο. Η Dow θα δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή χημικών εμπορευμάτων, η DuPont στην παραγωγή ειδικών χημικών προϊόντων, ενώ η Corteva θα ενσωμάτωνε τον τομέα της γεωργίας, εστιάζοντας στα αγροχημικά. Ελάχιστους μήνες μετά από αυτό το ορόσημο, το Χόλιγουντ δεν θα δίσταζε να αναβιώσει ένα σκάνδαλο αντίστοιχων «μεγατόνων», με ρίζες στις αμαρτωλές ημέρες απόλυτης αυτονομίας της DuPont και «ρυπαρή» κληρονομιά σε άλλους εταιρικούς σχηματισμούς.
Ο λόγος για την ταινία «Dark Waters» (2019), όπου ο αγαπημένος arthouse δεξιοτέχνης Τοντ Χέινς («Far from Heaven», «I’m not there», «Carol») βουτά με τα μούτρα στα… «Σκοτεινά Νερά» της DuPont. Μπορεί ο τελευταίος να μη βγαίνει καλλιτεχνικά αλώβητος από την κατάδυση, μας χαρίζει όμως ένα στιβαρό νομικό δράμα-θρίλερ, ξετυλίγοντας με ακτιβιστική θέρμη το πραγματικό χρονικό της σοκαριστικής αποκάλυψης ενός τεράστιου περιβαλλοντικού σκανδάλου.
Υπαίτια, μία εκ των πλέον ευυπόληπτων εταιρειών στις ΗΠΑ, η οποία κάτω από το τραπέζι επέλεγε να θυσιάζει επί δεκαετίες τη δημόσια υγεία στον βωμό του κέρδους.
Ξεσκεπάζοντας ένα σκανδαλώδες εταιρικό μοτίβο συγκάλυψης
Έχοντας κληθεί –ως ηθοποιός πάντα– να ξεσκεπάσει ένα από τα χειρότερα σκάνδαλα παιδεραστίας στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας ως δημοσιογράφος της Boston Globe στη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Spotlight» (2015), ο Μαρκ Ράφαλο είναι ένας πρωταγωνιστής που ταιριάζει γάντι σε ρόλους διεισδυτικού ερευνητή και «διαλευκαντή».
Αυτήν τη φορά υποδύεται τον Ρομπ Μπίλοτ, έναν μεγαλοδικηγόρο με ειδίκευση στα περιβαλλοντικά ζητήματα, ο οποίος βγάζει το «ψωμί» του ως εκπρόσωπος –και υπερασπιστής– μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Κάπου στο 1998, η καριέρα του Ρομπ βρίσκεται στην καλύτερη και πιο υποσχόμενη φάση της, όταν ένας αγανακτισμένος αγρότης από τη Δυτική Βιρτζίνια χτυπά την πόρτα του, ισχυριζόμενος ότι ένα παράρτημα της DuPont αποβάλλει τοξικά απόβλητα σε ποταμό που ρέει πλησίον της κτηνοτροφικής του εκμετάλλευσης.
Ο Γουίλμπουρ Τέναντ (ένας σαρωτικός Μπιλ Καμπ) κατηγορεί ευθαρσώς την πανίσχυρη εταιρεία χημικών ότι ευθύνεται για την καταστροφή των γεωργικών εκτάσεων της περιοχής και τον θάνατο εκατοντάδων δικών του ζώων εκτροφής, ζητώντας επιτακτικά απονομή δικαιοσύνης.
Γνωρίζοντας τι μπορεί να διακυβεύεται για την καριέρα του, αλλά αποφασισμένος να φτάσει μέχρι την αλήθεια, ο Μπίλοτ συντάσσει μια επιστολή διαμαρτυρίας που σηματοδοτεί την έναρξη μιας δεκαπενταετούς δικαστικής διαμάχης που θα θέσει σε δοκιμασία όχι μόνο τη σταδιοδρομία του, αλλά και την υγεία του και τις οικογενειακές του σχέσεις.
Η έρευνα οδηγεί τον πεισμωμένο Μπίλοτ μέχρι τα ίχνη του τεφλόν (σ.σ. αντικολλητικό υλικό των μαγειρικών σκευών), μιας επαναστατικής πατέντας της DuPont που μπήκε στα σπίτια των Αμερικανών τη δεκαετία του 1950, έχοντας όμως παρασκευαστεί –χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν οι καταναλωτές– από μια επικίνδυνη συνθετική χημική ουσία:
Το «παντοτινό χημικό» PFOA (υπερφθοροοκτανοϊκό οξύ), μια υπερφθοροαλκυλιωμένη χημική ουσία που δεν διασπάται ποτέ στο περιβάλλον και συσσωρεύεται στον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων. Η DuPont έχει πραγματοποιήσει δοκιμές για τις επιπτώσεις του PFOA εδώ και δεκαετίες, διαπιστώνοντας ότι προκαλεί καρκίνο, γενετικές ανωμαλίες και άλλες ασθένειες, χωρίς όμως να δημοσιοποιήσει τα ευρήματα.
Το σενάριο του «Dark Waters» βασίζεται σε άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2016 στους New York Times, με τίτλο «Ο Δικηγόρος που έγινε ο Χειρότερος Εφιάλτης της DuPont». Η ιστορία είναι τόσο ενδιαφέρουσα και ο Χέινς μοιάζει τόσο απορροφημένος στο να καταδείξει σε πόσο μεγάλο βαθμό το νομικό σύστημα λύνει τα χέρια της εταιρικής απληστίας μέσα από τα «παραθυράκια» του, καθιστώντας ουσιαστικά μια εταιρεία χημικών, όπως η DuPont, επόπτρια του ίδιου της του… εαυτού, που τελικά είναι σαν να ξεχνάει ποιος πραγματικά είναι.
Αποτέλεσμα, μια –ευτυχώς– υψηλής τηλεοπτικής αισθητικής προσέγγιση, η οποία ναι μεν δεν φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού της, προσφέρει όμως πολύτιμο και συνάμα ευπαρουσίαστο όγκο πληροφορίας. Παράλληλα, δεν αμελεί να πλαισιώσει το ανωτέρω υλικό με μια έστω ακαδημαϊκού τύπου δραματουργία για τα μέτρα ενός δικαστικού έργου που κινείται μεταξύ δράματος και θρίλερ, η οποία ενισχύεται και ανάγεται στο «κάτι παραπάνω» χάρη στις πειστικές και ταγμένες ερμηνείες.
Μεγάλη μερίδα του υπολογίσιμου συναισθηματικού εκτοπίσματος της ταινίας κουβαλά ο Μαρκ Ράφαλο, του οποίου η ηθική αφύπνιση φέρνει στην επιφάνεια έναν ευσυνείδητο και ακέραιο χαρακτήρα που ξοδεύει κάθε ικμάδα της ύπαρξής του στον άνισο αγώνα ενάντια στα πανίσχυρα εταιρικά συμφέροντα και τις νομικές τους… λοβιτούρες.
Οι αντιπαραθέσεις με την παραμελημένη σύζυγό του, Σάρα (Αν Χάθαγουεϊ), αναδεικνύουν τα ηθικά διλήμματα του πρωταγωνιστή, η πλάστιγγα του οποίου γέρνει προς το απαιτητικό καθήκον μιας δαιδαλώδους «σταυροφορίας» που έχει μετατραπεί σε εσωτερικό δαίμονα, εις βάρος της οικογενειακής ζωής. Τέλος, ειδικής αναφοράς χρήζει ο ενάγων αγρότης που ερμηνεύει με ωμή δυναμική ο Μπιλ Καμπ.
Η πραγματική ιστορία και τα μεθεόρτια
Το χρονικό της δράσης που καλύπτει διεξοδικά η κινηματογραφική μεταφορά του Χέινς είναι αξιοσημείωτα πιστό στα πραγματικά γεγονότα. Πράγματι, εν έτει 1999, ο κτηνοτρόφος Τέναντ υπέβαλε μέσω του δικηγόρου του, Μπίλοτ, την πρώτη αγωγή κατά της DuPont σχετικά με το PFOA.
Μόλις ο Μπίλοτ ανακάλυψε ότι χιλιάδες τόνοι PFOA της DuPont είχαν απορριφθεί στη χωματερή δίπλα στην ιδιοκτησία του αγρότη και ότι το PFOA μόλυνε το σύστημα ύδρευσης της γύρω κοινότητας, η DuPont διευθέτησε εξωδικαστικά την υπόθεση. Τον Μάρτιο του 2001, ο Μπίλοτ απέστειλε επιστολή στην αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA), τον Γενικό Εισαγγελέα των ΗΠΑ και πολλές ομοσπονδιακές υπηρεσίες, αποκαλύπτοντας τα ευρήματα της υπόθεσης και προειδοποιώντας για μια πιθανή συνθήκη έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία.
Το καλοκαίρι του 2001, ο Μπίλοτ και η νομική του ομάδα κατέθεσαν ομαδική αγωγή για λογαριασμό 70.000 πολιτών της Δυτικής Βιρτζίνια που τροφοδοτούνταν με μολυσμένο πόσιμο νερό εξαιτίας του τοπικού εργοστασίου παραγωγής τεφλόν της DuPont. Η υπόθεση διευθετήθηκε για εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, ωστόσο αποτέλεσε μια μακρά και επίπονη διαδικασία. Το 2004, η EPA μήνυσε την DuPont, επειδή η τελευταία απέκρυψε πληροφορίες που αποκάλυπταν σημαντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον με βάση τις πληροφορίες που είχαν οι ίδιοι οι επιστήμονες της DuPont σχετικά με την τοξικότητα του PFOA και την παρουσία του σε τοπικά συστήματα παροχής πόσιμου νερού. Τα μέρη συμβιβάστηκαν έναν χρόνο αργότερα για 16 εκατομμύρια δολάρια.
Μέχρι το 2015, χάρη στη δράση του Μπίλοτ εκκρεμούσαν περίπου 3.500 αγωγές για σωματικές βλάβες κατά της DuPont από ενάγοντες που έπασχαν από οποιαδήποτε από τις ασθένειες που πλέον συνδέονταν τεκμηριωμένα με το PFOA (μεταξύ αυτών διάφορες μορφές καρκίνου). Μετά από τρεις δίκες στις οποίες η ετυμηγορία ήταν υπέρ των εναγόντων, το 2017 η DuPont συμφώνησε να διευθετήσει εξωδικαστικά τις υπόλοιπες υποθέσεις έναντι 671 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που ανέβηκε στα 753 εκατ. το 2021.
Σύμφωνα με μελέτη του 2019 από το Social Science Environmental Health Research Institute του πανεπιστημίου του Northeastern και το Environmental Working Group (EWG), υπάρχουν τουλάχιστον 610 τοποθεσίες σε 43 αμερικανικές πολιτείες που είναι γνωστό ότι έχουν μολυνθεί από «παντοτινά χημικά» (PFAS), συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων παροχής πόσιμου νερού που υπολογίζεται ότι εξυπηρετούν περίπου 19 εκατομμύρια ανθρώπους.
Προσπάθεια απεμπλοκής
Το 2015, καθώς τα προβλήματα που σχετίζονταν με τα PFAS γίνονταν ολοένα και πιο ξεκάθαρα, η DuPont ξεκίνησε μια σειρά πολύπλοκων συναλλαγών που άλλαξαν τη δομή της εταιρείας. Ως αποτέλεσμα των συναλλαγών, όπως επεσήμαινε το 2020 η ανώτερη οικονομική συντάκτρια του NBC News, Gretchen Morgenson, «η ευθύνη για τις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα χημικά της εταιρείας μεταφέρθηκε σε άλλες οντότητες». Το πρώτο βήμα φέρεται να έλαβε χώρα το 2015, όταν η DuPont εκχώρησε τη μεγάλη πλειονότητα των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τα PFAS στην Chemours Company, μια εταιρεία-παρακλάδι που δημιουργήθηκε την ίδια χρονιά. Το δεύτερο βήμα ήταν η σύσταση της Corteva Inc., η οποία προέκυψε το 2019 μετά τη διάσπαση της DowDuPont. Καθώς η δραστηριότητα της Corteva εστιάστηκε στον τομέα της γεωργίας, στην εταιρεία έχουν κληροδοτηθεί διάφορες δραστηριότητες της DuPont, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων υποχρεώσεων αναφορικά με τα PFAS.
Το τρίτο βήμα έγινε τον Ιούνιο του 2020, όταν δημιουργήθηκε η «νέα» DuPont. Λόγω των δύο άλλων εταιρικών παρακλαδιών, «η DuPont έχει αποσπαστεί από κάθε νομική ευθύνη που διέπει την προτέρα δράση της με τα PFAS», ανέφερε τότε η Morgenson. Εκ των υστέρων, η Chemours Company μήνυσε την DuPont, ισχυριζόμενη ότι η πρώην μητρική της εταιρεία την επιβάρυνε με επαχθείς υποχρεώσεις.
Τον Ιούνιο του 2023, η Chemours, η DuPont και η Corteva κατέληξαν σε μία κατ’ αρχήν συμφωνία για να διευθετήσουν τους ισχυρισμούς ότι μόλυναν τα δημόσια συστήματα ύδρευσης των ΗΠΑ με παντοτινά χημικά, έναντι 1,19 δισ. δολαρίων. Η Chemours αναμένεται να συνεισφέρει το μισό του συμφωνηθέντος ποσού (592 εκατ. δολάρια), ενώ τα υπόλοιπα χρήματα θα παρασχεθούν από τις DuPont (400 εκατ. δολάρια) και Corteva (193 εκατ. δολάρια). Οι τρεις εταιρείες εξακολουθούν να αρνούνται τους εις βάρος τους ισχυρισμούς.
Έχοντας παρακολουθήσει με αμείωτο ενδιαφέρον το περιβαλλοντικό σκάνδαλο της DuPont τόσο στο μεγάλο πανί όσο και στις σελίδες της ερευνητικής δημοσιογραφίας, ένα είναι βέβαιο. Με τόσο βεβαρυμένο ιστορικό, δεν μοιάζει καθόλου τυχαίο που η εταιρεία εξωθήθηκε στο σημείο να «επανεφεύρει» τον εαυτό της και εντέλει να επιμερίσει τα «βάρη» της σε πλάτες άλλων…