EFSA: Χαμηλός ο κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών από τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα

Μεγαλύτερο πλήθος ελέγχων και καλύτερα αποτελέσματα εμφανίζουν, σε γενικές γραμμές, τα ευρήματα ως προς την υπολειμματικότητα φυτοφαρμάκων στα ευρωπαϊκά προϊόντα τροφίμων που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), διαπιστώνοντας ασφαλή από φυτοφάρμακα, στην πλειονότητά τους, τα ευρωπαϊκά τρόφιμα, αλλά χειρότερες επιδόσεις στα προερχόμενα από τρίτες χώρες και, φυσικά, τα άγνωστης προέλευσης, εντοπίζοντας περιθώρια βελτίωσης.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του 2024, που περιλαμβάνει στοιχεία ελέγχων του 2022, συνολικά το 96,3% από τα 110.829 δείγματα που εξετάστηκαν –περισσότερα κατά 26,1% από τους ελέγχους του 2021– ήταν εντός των επιτρεπτών ορίων. Το 3,7% (4.148 δείγματα) έδειξε υπέρβαση από τα ανώτερα επιτρεπτά όρια (MRL), ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από το 3,9% του 2021, ενώ, λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν σφάλμα των μετρήσεων, το 2,2% (2.383 δείγματα) αυτών είχε υπερβάσεις που υπόκεινται σε κυρώσεις και ανάλογα μέτρα.
Στην περίπτωση των προερχόμενων από τρίτες χώρες τροφίμων, το ποσοστό υπέρβασης των επιτρεπόμενων ορίων ανερχόταν σε 7,4% και το αντίστοιχο ποσοστό των μη συμμορφούμενων σε 4,5%. Σε ό,τι αφορά τα άγνωστης προέλευσης προϊόντα, το 6,3% των δειγμάτων έδειξε υπέρβαση ορίων. Οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη και στις Ισλανδία και Νορβηγία το 2022, τόσο στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολυετών ευρωπαϊκών δειγματοληπτικών προγραμμάτων (EU MACP), όσο και των αντίστοιχων εθνικών προγραμμάτων (MANCP) και αφορούσαν δείγματα τροφίμων ευρωπαϊκής προέλευσης, αλλά και εισαγόμενα.
Βάσει των στοιχείων που συνέλεξε και των εκτιμήσεων κινδύνου για την υγεία των καταναλωτών, που πραγματοποιήθηκε μέσω μοντελοποίησης ως προς τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων για τα οποία είναι διαθέσιμες καθοδηγητικές τιμές για την προστασία της υγείας (HBGV), η EFSA διαπιστώνει, συνολικά, πολύ χαμηλή εκτιμώμενη διατροφική έκθεση από την υπολειμματικότητα φυτοφαρμάκων για τις περισσότερες από τις αξιολογηθείσες ομάδες υποπληθυσμού της ΕΕ. Άρα, ο εκτιμώμενος κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών της ΕΕ είναι χαμηλός για την πλειονότητα των προϊόντων που αναλύθηκαν, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και εξαιρέσεις.
Διευκρινίζεται ότι το 65,1% (72.161) από τα δείγματα που εξετάστηκαν προήλθε από μία από τις χώρες αναφοράς, εκ των οποίων το 65,5% δεν έδειξε μετρήσιμα ευρήματα (ήταν κάτω των κατώτερων ορίων -LOQ), ενώ το 32,7% είχε υπολειμματικότητα εντός των επιτρεπτών ορίων και μόλις 1,8% ήταν εκτός ορίων, με το 1% αυτών να χαρακτηρίζονται μη συμμορφούμενα.
Ακόμη, 34.193 δείγματα (30,9%) εισήχθησαν από τρίτες χώρες, το 46,6% των οποίων είχε μη ποσοτικοποιημένα ευρήματα υπολειμματικότητας, το 45,9% είχε ευρήματα εντός των επιτρεπόμενων ορίων και το 7,4% εκτός ορίων, με το 4,5% να είναι μη συμμορφούμενα, ποσοστό τέσσερις φορές υψηλότερο από ό,τι στα τρόφιμα που καλλιεργήθηκαν σε μία από τις χώρες αναφοράς, επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Αρχή. Τα υπόλοιπα 4.475 δείγματα (4%) αναφέρθηκαν ως άγνωστης προέλευσης, εκ των οποίων 282 δείγματα (6,3%) ήταν εκτός ορίων.
Οι χώρες που αναφέρονται στο πλαίσιο των προγραμμάτων ανέλυσαν συνολικά 754 διαφορετικά φυτοφάρμακα, ενώ, ανά δείγμα, αναλύθηκαν κατά μέσο όρο 261 διαφορετικά φυτοφάρμακα. Από τα 110.829 δείγματα που αναλύθηκαν, το 41% περιείχε ένα ή περισσότερα φυτοφάρμακα σε μετρήσιμες συγκεντρώσεις. Πολλαπλά υπολείμματα αναφέρθηκαν στο 23%, ενώ σε ένα δείγμα σκόνης πάπρικας άγνωστης προέλευσης αναφέρθηκαν έως και 43 διαφορετικά φυτοφάρμακα.
Η υψηλότερη συχνότητα πολλαπλών υπολειμμάτων σε μη επεξεργασμένα προϊόντα αναφέρθηκε σε γλυκές πιπεριές, επιτραπέζια σταφύλια, φράουλες, μήλα, ροδάκινα, ντομάτες, πορτοκάλια, λεμόνια, αχλάδια, μαρούλια και μανταρίνια. Αντίστοιχα, αναφορικά με τα επεξεργασμένα, υψηλότερη συχνότητα αναφέρθηκε σε σταφίδες, κόκκινο κρασί, κύμινο, αμπελόφυλλα κ.ά.
Καλύτερη η συνολική εικόνα σε 12 επιλεγμένα προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του υπό ευρωπαϊκό συντονισμό πολυετούς προγράμματος δειγματοληπτικών ελέγχων (EU MACP), περιλαμβάνονταν 11.727 δείγματα 12 επιλεγμένων δημοφιλών προϊόντων τροφίμων, τα οποία εναλλάσσονται κάθε χρόνο και εξετάζονται σε τριετή κύκλο.
Αυτά εξετάστηκαν ως προς την υπολειμματικότητα 193 ουσιών και, εν προκειμένω, τα αποτελέσματα του 2022 συγκρίθηκαν με τα αντίστοιχα των ετών 2019 και 2016, δείχνοντας ακόμη καλύτερη εικόνα των συνολικών αποτελεσμάτων, με επιμέρους βέβαια επισημάνσεις. Στα 12 επιλεγμένα φυτικής και ζωικής προέλευσης προϊόντα αυτού του κύκλου συγκαταλέγονται μήλα, φράουλες, ροδάκινα και νεκταρίνια, κρασί, μαρούλι, λάχανο, ντομάτες, σπανάκι, κόκκοι βρώμης και κριθαριού, αγελαδινό γάλα και χοιρινό λίπος.
Το 98,4% ήταν κάτω ή εντός των ορίων και το 1,6% (μειωμένο από το 2% του 2019) υπερέβαινε τα επιτρεπόμενα όρια, με το 0,9% να χαρακτηρίζεται ως μη συμμορφούμενο. Η πλειοψηφία, το 66,7% των δειγμάτων που αναλύθηκαν, ήταν εγχώριας προέλευσης, 22% από άλλες χώρες αναφοράς, 7,7% από τρίτες χώρες και 3,6% άγνωστης προέλευσης.
Παρόμοια ποσοστά παρατηρήθηκαν και το 2021, με τη σημείωση, βέβαια, ότι εγχώριας προέλευσης ήταν το 53,3% και το 19,6% από τους ελέγχους στις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Από το σύνολο των 11.727 δειγμάτων, το 48,6% είχε ποσοτικοποιημένα αποτελέσματα, εκ του οποίου το 32,1% σε περισσότερες από μία ουσίες.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του 2024, που περιλαμβάνει στοιχεία ελέγχων του 2022, συνολικά το 96,3% από τα 110.829 δείγματα που εξετάστηκαν –περισσότερα κατά 26,1% από τους ελέγχους του 2021– ήταν εντός των επιτρεπτών ορίων
Μέχρι και 16 διαφορετικές ουσίες σε ένα δείγμα ντομάτας
Τα προϊόντα τροφίμων με υψηλότερα ποσοστά πολλαπλών υπολειμμάτων αφορούσαν μήλα (18,6%), φράουλες (17,5%), ροδάκινα (16,9%), ντομάτες (14,2%) και μαρούλια (12,4%), με ένα δείγμα ντομάτας να εμφανίζει ποσοτικοποιήσιμα υπολείμματα 16 διαφορετικών ουσιών, ένα φράουλας 15 διαφορετικών ουσιών και ένα κόκκινου κρασιού 14 διαφορετικών ουσιών. Το πρώτο και το τρίτο ευρωπαϊκής προέλευσης και το δεύτερο άγνωστης. Λάχανο, ντομάτα και μαρούλι έδειξαν, το 2022, ποσοστά υπερβάσεων μεγαλύτερα από το 2019, αλλά μικρότερα από το 2016, ενώ κριθάρι και βρώμη κατέγραψαν αύξηση του ποσοστού υπερβάσεων το 2022 έναντι του 2019. Μήλα, ροδάκινα, φράουλες, κρασί, σπανάκι (δεν ελήφθησαν δείγματα το 2016) και χοιρινό λίπος ήταν από τα προϊόντα που είδαν μείωση των ποσοστών υπέρβασης από το 2016 και το 2019 και το 2022. Στο αγελαδινό γάλα δεν καταγράφηκαν υπερβάσεις και τις τρεις χρονιές. Επιπλέον, από τα 100 μη συμμορφούμενα δείγματα που αναφέρθηκαν στο πρόγραμμα της ΕΕ, το 68% ήταν εγχώρια, το 27% προέλευσης εκτός ΕΕ και 5% άγνωστης προέλευσης. Από τα προϊόντα τροφίμων που συγκομίστηκαν στην ευρωπαϊκή επικράτεια, το 50% των αποτελεσμάτων αφορούσε μη εγκεκριμένες ουσίες, ποσοστό που για τα προέλευσης εκτός ΕΕ ανερχόταν σε 75%, με την Ευρωπαϊκή Αρχή να συστήνει, συνολικά, διεύρυνση του πεδίου ελέγχου δειγμάτων σε εισαγόμενα προϊόντα. Στο όριο των απαιτήσεων ελέγχων κινήθηκε η ΕλλάδαΌπως διευκρινίζεται, οι χώρες που αναφέρουν στο πρόγραμμα δεν έχουν κοινή προσέγγιση ως προς την αναλογία εγχώριων και εισαγόμενων δειγμάτων, υπάρχει όμως ο στόχος να αντικατοπτρίζεται το μερίδιο αγοράς που επικρατεί εντός των συνόρων τους. Έτσι, Λιθουανία (100%), Ισπανία (97%), Ιταλία (94,6%) και Ελλάδα (93,3%) εμφάνισαν ποσοστά άνω του 80% δειγμάτων εγχώριας προέλευσης, με τη χώρα μας όπως και τις Σουηδία και Ισπανία να κινούνται στο μίνιμουμ των δειγμάτων που απαιτεί ο κανονισμός. Τα μεγαλύτερα ποσοστά δειγμάτων από τρίτες χώρες εμφάνισαν η Βόρεια Ιρλανδία (42,2%), η Ιρλανδία (20,2%) και η Ισλανδία (20%), ενώ σε Βέλγιο (20,9%), Γερμανία (11,7%) και Ισλανδία (10,6%) πάνω από το 10% των δειγμάτων ήταν άγνωστης προέλευσης. Το υψηλότερο μη συμμορφούμενο ποσοστό, ανά χώρα αναφοράς, κατέγραψαν η Εσθονία (4,7%), η Μάλτα (4,1%) και η Κύπρος (2,7%). Λιγότερες υπερβάσεις στα βιολογικά, με εξαίρεση την ουσία του χαλκούΗ ποσοτικοποιημένη υπολειμματικότητα και η υπέρβαση ορίων ήταν χαμηλότερες στα βιολογικά τρόφιμα εν συγκρίσει με τα συμβατικά, για όλες τις κατηγορίες προϊόντων διατροφής, πλην των ζωικής προέλευσης (ως προς την ποσοτικοποίηση) και των σιτηρών (ως προς την υπέρβαση), όπως αναφέρει η EFSA με βάση τα ευρήματα του 2022. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι και για τα βιολογικά ισχύουν τα ανώτερα όρια υπολειμματικότητας (MRL) που ισχύουν και στα συμβατικά, ενώ ο κανονισμός 2021/116523 επιτρέπει τη χρήση ορισμένων ουσιών στη βιολογική παραγωγή. Κι αυτό, καθώς τα ποσοτικοποιημένα υπολείμματα και οι υπερβάσεις οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στον χαλκό, ουσία που επιτρέπεται στη βιολογική γεωργία ως συμπλήρωμα ζωοτροφών και λίπασμα. Το 2022 εξετάστηκαν 6.717 δείγματα βιολογικών –εξαιρουμένων των βρεφικών τροφών– (το 6,1% του συνόλου των δειγμάτων, ποσοστό ελαφρώς μειωμένο από το 7,4% του 2021). Το 79% των δειγμάτων δεν περιείχε μετρήσιμα υπολείμματα, το 18,6% περιείχε ποσοτικοποιημένα ή εντός των επιτρεπτών ορίων υπολείμματα και το 2,4% καταγράφηκε με υπερβάσεις ορίων, με το 1,4% να χαρακτηρίζεται ως μη συμμορφούμενο. Στον χαλκό οφείλονται και τα περισσότερα υπολείμματα στις βρεφικές τροφέςΜεταξύ των δειγμάτων που αναλύθηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων περιλαμβάνονται και 1.783 δείγματα βρεφικών και παιδικών τροφών, το 41,5% των οποίων έφερε τη βιολογική επισήμανση. Στο 80,8% αυτών δεν βρέθηκαν ποσοτικοποιημένα υπολείμματα ουσιών (ποσοστό μικρότερο από το 87,5% του 2021), ενώ ποσοτικοποιημένα υπολείμματα εντός των ορίων βρέθηκαν στο 15,1% των δειγμάτων. Υπέρβαση ορίων διαπιστώθηκε στο 4,2% των δειγμάτων, με το ποσοστό των μη συμμορφούμενων να περιορίζεται σε 0,8%, λαμβάνοντας υπόψη και την αβεβαιότητα των μετρήσεων. Και σε αυτή την περίπτωση, οι ουσίες που συναντήθηκαν συχνότερα σε ποσοτικοποιημένες συγκεντρώσεις ήταν οι ενώσεις χαλκού στο 61,8% των δειγμάτων. Πρόκειται για φυσική ουσία, η οποία μπορεί, επίσης, να υπάρχει στη διατροφή ως πρόσθετο ή να οφείλεται στην πρόσληψη από τα ζώα μέσω του σιτηρεσίου τους. Μεγαλύτερη η συμμόρφωση στα ζωικής προέλευσης δείγματαΑπό το σύνολο των ελέγχων, 23.377 δείγματα αφορούσαν προϊόντα ζωικής προέλευσης, με το 92,4% αυτών να δείχνει μη μετρήσιμη υπολειμματικότητα (έναντι 85,9% το 2021), ενώ σημαντική μείωση, σχεδόν στο μισό, κατέγραψε το ποσοστό με υπολειμματικότητα εντός των ορίων (6,6%) και μόλις 1% με υπέρβαση ορίων, με το 0,6% να χαρακτηρίζεται μη συμμορφούμενο. Σε εκείνα με τις συχνότερες υπερβάσεις ορίων (πάνω από 10 δείγματα) περιλαμβάνονται το βόειο λίπος (76 δείγματα), το μέλι και τα προϊόντα μελισσοκομίας (54 δείγματα), το πρόβειο συκώτι (44), το αγελαδινό γάλα (21), το χοιρινό λίπος (15) και το βόειο συκώτι (12). Αντίστοιχα, οι ουσίες φυτοφαρμάκων με υψηλότερο ποσοστό ποσοτικοποίησης ήταν οι ενώσεις χαλκού (71,4%), η χλωρδεκόνη (16,7%) και το ιόν βρωμιδίου (14,8%). |