Έκθεση FAO: Στα 10 τρισ. δολάρια ετησίως το «κρυφό κόστος» που σχετίζεται με την ανθυγιεινή διατροφή

Στην ανάλυση εισάγεται η έννοια του περιβαλλοντικού, υγειονομικού και κοινωνικού κόστους σε συσχετισμό με τις ωφέλειες των συστημάτων αγροδιατροφής

Μπορεί η στροφή προς πιο υγιεινά τρόφιμα να πραγματοποιείται με αργούς ρυθμούς, ωστόσο ολοένα και περισσότερα στοιχεία καταδεικνύουν ότι είναι επιβεβλημένη. Οι συνέπειες για την υγεία από την κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων είναι καταστροφικές.

Όμως, αυτό που, τελικά, φαίνεται να κάνει τη διαφορά και να δημιουργεί σχετική πίεση προς πολιτικές που προωθούν περισσότερο υγιεινά τρόφιμα είναι το υψηλό κόστος στον τομέα της υγείας για την περίθαλψη όσων ακολουθούν ανθυγιεινή διατροφή. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το κόστος της απουσίας από την εργασία, τότε ο οικονομικός αντίκτυπος της κακής διατροφής του πληθυσμού είναι μεγάλος.

Πάνω από το 70% του κόστους οφείλεται στην κακή διατροφή

Μια νέα έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ προειδοποιεί για «κρυφά κόστη», ύψους 10 τρισ. δολαρίων ετησίως, τα οποία σχετίζονται με την ανθυγιεινή διατροφή. Πρόκειται για κόστη, τα οποία δεν καταβάλλει κάποιος άμεσα, οπότε δεν συνυπολογίζονται στον οικογενειακό ή στον κρατικό προϋπολογισμό και, κατά συνέπεια, δεν προκύπτει άμεση σύνδεση.

Σύμφωνα με την έκδοση του 2023 του The State of Food and Agriculture (SOFA), το μεγαλύτερο ποσοστό του κρυφού κόστους (πάνω από 70%) οφείλεται σε ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες. Ο λόγος για την κατανάλωση εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων, με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη και σάκχαρα, που οδηγούν σε παχυσαρκία και μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο ζαχαρώδης διαβήτης, και κοστίζουν στο περιβάλλον, στην υγεία και στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Ο αντίκτυπος στην υγεία, την κοινωνία και το περιβάλλον

Η έκθεση εισάγει την έννοια του κρυφού περιβαλλοντικού, υγειονομικού και κοινωνικού κόστους σε συσχετισμό με τις ωφέλειες των συστημάτων αγροδιατροφής και προτείνει η αξιολόγησή τους να συμπεριλαμβάνει και αυτόν τον συσχετισμό. Για παράδειγμα, ένα φρέσκο βιολογικό τρόφιμο μπορεί να κοστίζει περισσότερο στο ράφι, συνυπολογίζοντας, όμως, το καλό που προσφέρει η κατανάλωσή του, μπορεί τελικά να αποδειχθεί φθηνότερο για την οικονομία και την κοινωνία ως σύνολο.

Η ζημιά στην υγεία, στην κοινωνία και στο περιβάλλον, που προκαλείται από την παραγωγή τροφίμων, κοστίζει στον κόσμο 10 τρισ. δολάρια ετησίως, ή 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με την πρωτοποριακή ανάλυση του FAO, ο οποίος έχει συλλέξει στοιχεία από 154 χώρες. Το 1/5 αυτού του κόστους σχετίζεται με το περιβάλλον, καθώς η παραγωγή και η μεταποίηση τροφίμων προκαλούν εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και αζώτου, επιβάλλοντας αλλαγή χρήσης γης. Έτσι, εκτάσεις που πριν ήταν καλυμμένες με πυκνή βλάστηση μετατρέπονται σε καλλιεργήσιμες, ενώ, ταυτόχρονα, καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες νερού.

Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος πλήττονται περισσότερο

Η επιβάρυνση που προκαλούν στο περιβάλλον η παραγωγή τροφίμων και η επεξεργασία τους είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει όλες τις χώρες, αλλά η κλίμακα πιθανώς υποτιμάται λόγω περιορισμών στα δεδομένα. «Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος πλήττονται αναλογικά περισσότερο από το κρυφό κόστος των συστημάτων αγροδιατροφής, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/4 του ΑΕΠ τους», αναφέρεται στην έκθεση.

Στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, το αντίστοιχο κόστος αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 12% και στις χώρες υψηλού εισοδήματος λιγότερο από το 8%. Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, το κρυφό κόστος που σχετίζεται με τη φτώχεια και τον υποσιτισμό είναι το πιο μεγάλο. Έχουν γίνει και άλλες προσπάθειες ανάλυσης του πραγματικού κόστους της κακής διατροφής, ωστόσο η νέα έκθεση του FAO είναι η πρώτη που μετρά αυτές τις δαπάνες σε εθνικό επίπεδο και προχωρά σε συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Την ίδια στιγμή, το να πειστούν οι βιομηχανίες επεξεργασίας τροφίμων να παράγουν περισσότερο υγιεινά τρόφιμα δεν είναι καθόλου εύκολο.

Το πρακτορείο Bloomberg αναφέρει ότι οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες παρασκευής τροφίμων σε παγκόσμια κλίμακα βγάζουν στην αγορά, κυρίως, ανθυγιεινά τρόφιμα. Το πρακτορείο επικαλείται έρευνα της ΜΚΟ World Action on Salt, Sugar & Health, σύμφωνα με την οποία εξετάστηκαν 2.346 προϊόντα των εταιρειών Danone, Kellogg Co., Kraft Heinz, Nestle SA και Unilever Plc στην Αυστραλία, στη Γαλλία και στο Μεξικό, προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματα αυτά.

Όπως επισημαίνεται, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει οτιδήποτε, δεδομένου ότι οι εταιρείες πρέπει να δεχτούν να διαμορφώσουν διαφορετικές συνταγές για κάθε προϊόν και αυτό απαιτεί μεγάλο κόστος.

Πιέσεις προς τις εταιρείες να μειώσουν τη ζάχαρη και το αλάτι

Το πρακτορείο επισημαίνει ότι οι εταιρείες δέχονται πιέσεις να μειώσουν τη ζάχαρη και το αλάτι στα προϊόντα τους λόγω της αυξανόμενης κρίσης παχυσαρκίας στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Danone, εταιρεία παραγωγής του γιαουρτιού Activia, δεσμεύτηκε ότι τουλάχιστον το 90% των προϊόντων με βάση τον όγκο των πωλήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία δεν θα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι ή λιπαρά, όπως ορίζεται από την κυβερνητική πολιτική. Εκπρόσωπος της Unilever δήλωσε ότι η εταιρεία δεσμεύεται να παράσχει στους καταναλωτές πιο υγιεινές επιλογές και χαρακτήρισε τα ευρήματα της έρευνας ελλιπή και παραπλανητικά, καθώς βασίστηκαν σε ένα μικρό υποσύνολο του χαρτοφυλακίου της.

Η Kraft Heinz, από την πλευρά της, έχει δεσμευτεί να μειώσει τη ζάχαρη και το αλάτι στα προϊόντα της, ωστόσο, σύμφωνα με τον εκπρόσωπό της, δεν υπάρχει ακόμη ένα παγκόσμιο μοντέλο σύμφωνα με το οποίο να μπορεί να κριθεί πόσο υγιεινά είναι τα τρόφιμα.