Ελαιόλαδο: Βλέπουν συνέχεια στο ράλι τιμών οι τυποποιητές

Μέσω τενεκέδων ή πλαστικών δοχείων διακινούνται 70.000 τόνοι

Το μεγαλύτερο μέρος του ελαιολάδου που καταναλώνεται στην Ελλάδα διακινείται χωρίς παραστατικά, την ώρα που η τιμή του προϊόντος έχει σταθερά ανοδική πορεία. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι η ποιότητα του χύμα ελαιολάδου είναι συχνά εξαιρετικά χαμηλή έως και ακατάλληλη για κατανάλωση. Η έλλειψη στατιστικών στοιχείων για τις ποσότητες που παράγονται, αλλά και τις ποσότητες που διακινούνται, σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν μόνο εκτιμήσεις όσον αφορά την κατάσταση του κλάδου και όχι πάντα ασφαλείς προγνώσεις για τις προοπτικές.

Τα παραπάνω τόνισαν την Τετάρτη 27/9 σε συνέντευξη Τύπου εκπρόσωποι της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), της 4Ε (Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας) και του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ). Όσον αφορά τις τιμές, ανέφεραν ότι, παρά την αύξησή τους, η κατανάλωση δεν φαίνεται να έχει περιοριστεί, γεγονός που στηρίζει την άνοδο.

Ο τζίρος του ελαιολάδου που διακινείται χωρίς παραστατικά υπολογίζεται στο μισό δισ. ευρώ. Πρακτικά, περίπου 70.000 τόνοι ελαιολάδου διακινούνται χύμα σε πλαστικά δοχεία ή τενεκέδες. Οι απώλειες από τον ΦΠΑ για τα κρατικά ταμεία φτάνουν τα 60-70 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, «πάνω από τα 2/3 των δειγμάτων χύμα ελαιολάδου που κατά καιρούς έχουν εξεταστεί στο πλαίσιο δειγματοληπτικών ελέγχων ήταν ακατάλληλα ή μη συμβατά με τους ισχυρισμούς των παραγωγών τους, ακόμα και νοθευμένα», τόνισε ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), Εμμανουήλ Γιαννούλης. Το 25% της εγχώριας παραγωγής και το 70% της εγχώριας κατανάλωσης περνά κάτω από τον πήχη των ελεγκτικών αρχών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν ακριβείς προβλέψεις και υπολογισμοί.

«Στην Ισπανία, γνωρίζουμε κάθε μήνα με ελάχιστη καθυστέρηση το ισοζύγιο του προηγουμένου μηνός (παραγωγή, πωλήσεις, αποθέματα), αλλά στην Ελλάδα δεν ξέρουμε με ακρίβεια τίποτε από τα παραπάνω», επεσήμανε ο Βασίλης Ζαμπούνης, αντιπρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε).

Μειώθηκαν οι πωλήσεις στο ράφι

Με βάση πάντα τις εκτιμήσεις του κλάδου, η διακίνηση ελαιολάδου μέσα από το κανάλι των σούπερ μάρκετ –δηλαδή το τυποποιημένο ελαιόλαδο– υπολογίζεται στους περίπου 12.000 τόνους. Πριν από την οικονομική κρίση, από το ράφι του σούπερ μάρκετ υπολογίζεται ότι πωλούνταν 30.000 τόνοι. Παράλληλα, 15.000 τόνοι χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς για ιδιοκατανάλωση. Όμως, είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστούν οι ποσότητες που διακινούνται μέσω της εστίασης και του HORECA, όπου, μάλιστα, συχνά διάφορα λάδια ντύνονται με τον μανδύα του έξτρα παρθένου ελαιολάδου χωρίς να έχουν καμία σχέση. Εννοείται ότι η νομοθεσία περί μη πώλησης χύμα ελαιολάδου στην εστίαση καταστρατηγείται κατά κόρον.

Την ίδια στιγμή, η τακτική των εξαγωγών χύμα ελαιολάδου στην Ιταλία καλά κρατεί. Οι ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου που φεύγουν χύμα για το εξωτερικό είναι πολύ μεγαλύτερες από τις εξαγωγές τυποποιημένου, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών. Αναλόγως της χρονιάς, οι εξαγωγές χύμα ελαιολάδου κυμαίνονται στους 60.000-100.000 τόνους, ενώ φέτος λόγω των χαμηλών ποσοτήτων στην παραγωγή των άλλων ελαιοπαραγωγών χωρών της ΕΕ σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές η ποσότητα αναμένεται να είναι μεγαλύτερη.

Στους 40.000 τόνους οι εξαγωγές τυποποιημένου

Οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου, οι οποίες διπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία, φτάνουν τους 40.000 τόνους. «Αν και στην Ελλάδα παράγεται το 10% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου, το μερίδιο αγοράς του ελληνικού ελαιολάδου στις ξένες αγορές είναι 2%-3%», τόνισε ο Φώτης Σουσαλής, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ). Το μερίδιο του ελληνικού ελαιολάδου είναι 14% στη Γερμανία, 12% στην Πολωνία και 5% στο Βέλγιο, ενώ το όφελος για την ελληνική οικονομία της εξαγωγής τυποποιημένου ελαιολάδου είναι 1,5 ευρώ/κιλό, σύμφωνα με τον κ. Σουσαλή.

Έως και 8,70 ευρώ το έξτρα παρθένο

Μόνο η σημαντική υποχώρηση της ζήτησης μπορεί να φέρει σταθεροποίηση ή και μείωση της τιμής στο ράφι και, κατά συνέπεια, και στον παραγωγό. Τον Ιανουάριο, οι τιμές παραγωγού για το έξτρα παρθένο ήταν 5 ευρώ/κιλό, ωστόσο σήμερα έχουν φτάσει τα 8,50-8,70 ευρώ). Μάλιστα, πρόσφατα οι τιμές στην Ιταλία ανήλθαν στα 9,40 ευρώ/κιλό, κάτι που σημαίνει ότι σύντομα αναμένεται να ανέβουν και στην Ελλάδα.

Περαιτέρω αύξηση των τιμών αναμένει και ο Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ). Όπως ο ίδιος τόνισε, «η βιομηχανία αγοράζει ελαιόλαδο όλο τον χρόνο, οπότε και οι τιμές υπολογίζονται με βάση τη μέση τιμή που διαμορφώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους».

Κίνδυνος υποβάθμισης σε «μη τρόφιμο» για το 30% της ελληνικής παραγωγής

Ακόμη ένα σοβαρό θέμα που αφορά το ελληνικό ελαιόλαδο, είναι αυτό της θεσμοθέτησης ανώτατου επιτρεπτού ορίου περιεκτικότητας ελαιολάδου σε υδρογονάνθρακες ορυκτελαίου, που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) έχει συστήσει το όριο που θα τεθεί να είναι 2 mg/κιλό.

Το όριο αυτό υπερβαίνει το 30% των δειγμάτων ελληνικού ελαιολάδου που έχει ελεγχθεί και η υπέρβαση αυτή σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα ελαιόλαδα θεωρούνται μη τρόφιμα. «Από 8,70 ευρώ/κιλό που είναι η τιμή παραγωγού σήμερα, αυτομάτως θα πέσει στα 0,70 ευρώ/κιλό», τόνισε ο κ. Γιαννούλης. Ακόμα και αν δεν θεσπιστεί άμεσα κοινοτικός κανονισμός, η Γερμανία έχει ήδη θεσμοθετήσει σχετική νομοθετική διάταξη, υιοθετώντας τη σύσταση της EFSA, ενώ και η Τσεχία και η Ολλανδία προετοιμάζουν αντίστοιχες ρυθμίσεις.

Η εμφάνιση υδρογονανθράκων ορυκτελαίων στη σύσταση των ελαιολάδων είναι αποτέλεσμα τακτικών που χρησιμοποιούνται στην ελληνική ελαιοκομία και επηρεάζουν την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, όπως το κλάδεμα των δέντρων ταυτόχρονα με τη συγκομιδή με τη χρήση πετρελαιοκίνητων εργαλείων ή ο εμποτισμός των τσουβαλιών που τοποθετούνται οι ελιές με παραφινέλαιο για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους.