Ο εμπορικός πόλεμος κόστισε ακριβά στους «Big 4» των σιτηρών

Με μειωμένα έσοδα αποχαιρέτησαν το 2018 ADM, Bunge, Cargill και Louis Dreyfus

Φεύγουν από το βαμβάκι, στρέφονται σε σιτηρά και δέντρα

Α ν έπρεπε να ξεχωρίσει κανείς κάποιον που, αν δεν τρίβει κιόλας τα χέρια του, τουλάχιστον δεν… χάνει τον ύπνο του από την τρικυμία που έχει προκαλέσει στις αγορές αγροτικών εμπορευμάτων η διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας, το «κουαρτέτο» των ADM, Bunge, Cargill, Louis Dreyfus θα ήταν ίσως το πρώτο που θα ερχόταν στον νου.

Κι όχι άδικα… Με το εκτεταμένο δίκτυο που διαθέτουν, τους τεράστιους όγκους που διακινούν και, κυρίως, την ικανότητά τους να προσαρμόζονται άμεσα στις αυξομειώσεις προσφοράς και ζήτησης, οι «ΑΒCD’ s» των σιτηρών (όπως είναι ευρύτερα γνωστοί οι εν λόγω οίκοι, από τα αρχικά τους που συμπίπτουν με τα πρώτα τέσσερα γράμματα του αγγλικού αλφάβητου), βρίσκονται θεωρητικά στην ιδανική θέση για να επωφεληθούν από τα σκαμπανεβάσματα στις τιμές των αγροτικών προϊόντων.

Μεταβλητότητα ίσον… κέρδη

Η ιστορική εμπειρία, άλλωστε, το επιβεβαιώνει. Την τριετία 2006-2008, για παράδειγμα, που χαρακτηρίστηκε από ακραία μεταβλητότητα στις τιμές των τροφίμων, οι τέσσερις κολοσσοί που ελέγχουν πάνω από το 75% του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών είδαν τα κέρδη και, ταυτόχρονα, την επιρροή τους στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς.

Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς το «έργο» να επαναληφθεί με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας. Μια ματιά, ωστόσο, στα πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία για το 2018 δείχνει ότι οι οικονομικές επιδόσεις των «ABCD’s» ήταν κατώτερες τόσο των εκτιμήσεων της αγοράς όσο και των προσδοκιών που οι ίδιες οι διοικήσεις τους είχαν καλλιεργήσει.

To χαμένο στοίχημα της Bunge

Πλέον χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Bunge, η οποία το περασμένο καλοκαίρι διεμήνυε στους επενδυτές ότι «το περιβάλλον που διαμορφώνεται μας ευνοεί», όμως στα τέλη Φεβρουαρίου ανακοίνωσε ζημιές για το τέταρτο τρίμηνο του 2018, με τα έσοδα από τις πωλήσεις να μειώνονται στα 11,54 δισ. δολάρια, αρκετά κάτω από τα 11,75 δισ. ευρώ που ανέμεναν οι αναλυτές. Ο όμιλος -τα οικονομικά αποτελέσματα του οποίου την τελευταία διετία κάθε άλλο παρά ικανοποιητικά μπορούν να χαρακτηριστούν- είχε προχωρήσει σε μαζικές αγορές σόγιας από τη Βραζιλία, ποντάροντας στην αυξημένη ζήτηση από την κινεζική αγορά.

Την τριετία 2006-2008, οι τέσσερις κολοσσοί είδαν τα κέρδη και την επιρροή τους να αυξάνονται ταχύτατα.
Την τριετία 2006-2008, οι τέσσερις κολοσσοί είδαν τα κέρδη και την επιρροή τους να αυξάνονται ταχύτατα.

Η «ανακωχή», ωστόσο, που υπέγραψαν τον Δεκέμβριο η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο, είχε ως αποτέλεσμα η αξία των αποθεμάτων που είχε συσσωρεύσει η Bunge να απομειωθεί, κάτι που αποτυπώθηκε στα οικονομικά της αποτελέσματα. Η αστοχία αυτή φαίνεται ότι ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στην αποπομπή τον Δεκέμβριο του διευθύνοντος συμβούλου, Soren Schroder (φωτό πάνω).

O συνάδελφός του στην ADM, Juan Luciano, ήταν πιο φειδωλός στις δικές του δηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου δεκαμήνου. Ακόμα κι έτσι, όμως, η εταιρεία του κατέγραψε μείωση εσόδων άνω του 50% στο τέταρτο τρίμηνο του έτους, με τις πωλήσεις να υποχωρούν σε χαμηλά επταετίας λόγω των «ταχύτατα μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών και εμπορικών συνθηκών στην αγορά», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στην επίσημη ανακοίνωση.

Σε αχαρτογράφητα νερά, μετά την τρικυμία

Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε το τελευταίο τρίμηνο του έτους και για την Cargill, η οποία «πληγώθηκε» από το αυξημένο κόστος στις μεταφορές και στα logistics, αλλά και από την αύξηση της τιμής αγοράς της σόγιας στη Βραζιλία. Η δε Louis Dreyfus στα οικονομικά αποτελέσματα του α’ εξαμήνου 2018 (σ.σ. τα αντίστοιχα για το β’ εξάμηνο δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί) κατέγραψε χαμηλότερα κατά 65 εκατ. δολάρια κέρδη, επικαλούμενη μέτρα αντιστάθμισης κινδύνου για πιθανές απώλειες στους ελαιούχους σπόρους από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας. Αν και οι λόγοι για την «υπο-απόδοση» καθεμιάς από τις «ΑΒCD’s» είναι φαινομενικά διαφορετικοί, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Κι αυτός, όπως σχολίασε στο Reuters ο Chris Johnson, αναλυτής της Standard & Poor’s, δεν είναι άλλος από το απρόβλεπτο τοπίο που δημιούργησαν οι εμπορικές και γεωπολιτικές εντάσεις. Ένα τοπίο «το οποίο, μαζί με τις όποιες ευκαιρίες ή προκλήσεις αναδύονται από αυτό, αποδείχθηκε δύσκολο για τις εταιρείες να αποκρυπτογραφηθεί».