Πολιτισμός: Όταν ο Θ. Αγγελόπουλος οραματίστηκε την άνοδο και την πτώση του αγροτικού κινήματος
Το 1980, με την πολιτική του ματιά πιο ώριμη από ποτέ, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ανέπτυξε σε άπταιστη φιλμική γλώσσα το διαχρονικό θέμα του ατελούς λαϊκού ηγέτη-απελευθερωτή, θέτοντάς το στο επίκεντρο μιας σφαιρικής προβληματικής για την πορεία του αριστερού κινήματος στην ύπαιθρο, και μετέπειτα στην πόλη.
Αποτέλεσμα ήταν «Ο Μεγαλέξαντρος» («Alexander the Great», 1980), ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα δημιουργού, το οποίο αυτή την περίοδο προβάλλεται στην αθηναϊκή αίθουσα του Studio new star art cinema στην Πλατεία Αμερικής, στο πλαίσιο του επετειακού αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου».
Η δράση της ταινίας ξεκινά σε ένα νεοκλασικό ανάκτορο στην πλατεία Συντάγματος (σ.σ. το Δημαρχείο της Σύρου «μεταμφιέζεται» και ταξιδεύει πίσω στον χρόνο για χάρη της εξιστόρησης), όπου η γαλαζοαίματη αριστοκρατία γιορτάζει το ρεβεγιόν για τον ερχομό του 1900, χορεύοντας βαλς με τους εκπροσώπους των μεγάλων «τζακιών» της αστικής τάξης και της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας.
Στα πηγαδάκια που σχηματίζονται, ξεδιπλώνεται απροκάλυπτα η υφιστάμενη συνωμοσία της άρχουσας τάξης για τη συγκέντρωση της γης των φτωχών αγροτών. Όπως μαθαίνουμε, οι χωρικοί ενός ορεινού οικισμού-κομμούνας της Ηπείρου είναι οι τελευταίοι αντιστεκόμενοι που πρέπει να καμφθούν.
Την ίδια στιγμή, δραπετεύει από τα δεσμά της φυλακής ο Μεγαλέξαντρος (Ομέρο Αντονούτι), ένας λήσταρχος-προστάτης του λαού, που κατάγεται από εκείνο το μικρό χωριό. Με την πρώτη ανατολή του 20ού αιώνα, καβάλα στο άσπρο άλογό του και με συνοδεία τα πρωτοπαλίκαρά του, συλλαμβάνει μια ομάδα από επιφανείς Άγγλους διπλωμάτες στον βράχο του Σουνίου και τους θέτει υπό καθεστώς ομηρίας.
Σκοπός του, να τους χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό όπλο για να ζητήσει την επιστροφή της γης που απέσπασαν ετσιθελικά οι τοπικοί άρχοντες από τους φτωχούς συγχωριανούς του, σε συνδυασμό με τη χορήγηση αμνηστίας στον ίδιο και τους άνδρες του. Ενσωματώνοντας στοιχεία που συναντώνται σε ένα ευρύ φάσμα ηρώων του έθνους, ο Αλέξανδρος συμβολίζει τον αρχετυπικό μπροστάρη του λαϊκού οράματος.
Οι απείρου κάλλους σκηνές από το Δοτσικό Γρεβενών
Μεγάλο μέρος των γυρισμάτων της ταινίας πραγματοποιήθηκε στην πόλη των Γρεβενών, αλλά και σε ορεινούς οικισμούς του ομώνυμου νομού. Η μερίδα του λέοντος ανήκει στο γραφικό Δοτσικό Γρεβενών, χαρίζοντάς μας αξέχαστα πλάνα από το περίφημο γεφύρι και την πλατεία του χωριού. Ο διευθυντής φωτογραφίας, Γιώργος Αρβανίτης, αναδεικνύει τον τόπο σε όλο το πετρόχτιστο μεγαλείο του, μετουσιώνοντας σε ακαταμάχητη εικόνα το όραμα του Αγγελόπουλου για τη γενέτειρα του ήρωά του. Φθάνοντας στο χωριό μαζί με την αντιεξουσιαστική κομπανία του σε ταυτόχρονη συγκυρία με την έλευση μιας ομάδας φίλα προσκείμενων Ιταλών αναρχικών, ο αρματωμένος ληστής γίνεται δεκτός με τιμές λαϊκού ήρωα, ενώ συναντά ένα ιδανικό σύστημα που λειτουργεί με βάση τις αρχές της κολεκτιβοποίησης, της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών.
Πνευματικός ενορχηστρωτής αυτού του συστήματος είναι ο δάσκαλος του χωριού, ο οποίος απηχεί τις κομμουνιστικές θεωρίες. Αφομοιώνοντας τη σοφία του, οι κάτοικοι έχουν σταματήσει τους δείκτες του ρολογιού της κεντρικής πλατείας, παύοντας έτσι τον εξουσιάζοντα χρόνο από το να τους ορίζει.
Όμως, τα αδίστακτα κέντρα εξουσίας δεν είναι διατεθειμένα να παραδοθούν αμαχητί στον θρυλικό κλέφτη και την ιδεατή κοινωνία του, σχηματίζοντας έναν κλοιό από στρατιωτικά τάγματα γύρω από την κοινότητα και δρομολογώντας έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων που θα φθείρει τον δογματικό ηγέτη στα μάτια του λαού του.
Η άνοδος και η πτώση στο όνομα του ατελούς ηγέτη
Σιγά σιγά, ο Μεγαλέξαντρος αρχίζει να αποδομείται και να μετατρέπεται ο ίδιος σε μια ασφυκτική, «τυραννικού» τύπου εξουσία για τους συγχωριανούς του. Σε αυτό δείχνει να συντελεί η παραζάλη από το «νέκταρ» της μυθοποίησης που απλόχερα τον έχουν ταΐσει, η οποία αλλοιώνει τη μέχρι πρότινος ορθή του αντίληψη.
Έτσι, το ιδεατό του αφήγημα χάνει την αίγλη του και προσγειώνεται στη γη, παρασυρμένο από τα ίδια τα ψεγάδια της ανθρώπινης φύσης. Τελικά, από παλλαϊκό σύμβολο απελευθερωτή, καταλήγει παραπροϊόν του ίδιου του του μυθικού στάτους, το οποίο γιγάντωσε τον εγωισμό του και τον παρέσυρε στα μονοπάτια της απολυταρχίας.
Παρά την πολύ συγκεκριμένη χρονική τοποθέτηση της αφήγησης, ο γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις Θόδωρος Αγγελόπουλος λαμβάνει το έναυσμα ώστε να στοχαστεί συνολικά πάνω στο ιδεολογικό ανάγλυφο της Αριστεράς στη νεότερη Ελλάδα, ψηλαφίζοντάς το μέσα από τον κομβικό ρόλο του ηγέτη της επανάστασης και προσεγγίζοντας πολυεπίπεδα το θέμα της εξουσίας. Η έκβαση της ιστορίας μοιάζει να επικοινωνεί μια απογοήτευση και μια κοινοποίηση προβληματισμών του σκηνοθέτη για την πορεία του κινήματος στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, χωρίς όμως να παύει να πιστεύει με θέρμη σε αυτό.
Χαραμάδα αισιοδοξίας
Το κλείσιμο του κύκλου του πρωταγωνιστή του «Μεγαλέξαντρου» σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός καινούργιου. Μέσα από την απεικόνιση της εκκόλαψης ενός μικρότερου Αλέξανδρου, ο οποίος φυγαδεύεται από την εμπόλεμη ορεινή ζώνη με προορισμό την πόλη, ο Αγγελόπουλος αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας: Ο μικρός φαίνεται πιο συνειδητοποιημένος στις διδαχές του δασκάλου του, ο οποίος τον έχει μυήσει στη σχέση του διπόλου ιδιοκτησίας-εξουσίας και την ιδέα ότι η κοινοκτημοσύνη στην πρώτη μπορεί να ισοδυναμεί με κοινοκτημοσύνη στη δεύτερη. Ως εκ τούτου, συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες να δικαιώσει τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Η μετάβαση του Αλέξανδρου από το χωριό στην πόλη υπονοεί τη μεταπήδηση της ηγετικής φιγούρας από τα βουκολικά σπάργανα της νεότερης Ελλάδας στο σύγχρονο αστικό σκηνικό, αφήνοντας ανοιχτό το κατά πόσο αυτός ο «εκλεκτός» θα παραμείνει το ατελές/εκφυλισμένο μοντέλο ηγέτη του παρελθόντος.