Επιστημονική Έρευνα: Το λούπινο των Άνδεων ταιριάζει στις ελληνικές συνθήκες

των Τηλέμαχου Χατζηγεωργίου, Κωνσταντίνας Αργυροπούλου, Μαρίας Γερακάρη και Πηνελόπης Μπεμπέλη, από το Εργαστήριο Βελτίωσης και Γεωργικού Πειραματισμού του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Τα λούπινα ανήκουν στο γένος Lupinus της οικογένειας των ψυχανθών (Fabaceae). Στο γένος αυτό περιλαμβάνονται 200 είδη από την Αμερική και την Ευρώπη, εκ των οποίων τέσσερα παρουσιάζουν ιδιαίτερο γεωργικό ενδιαφέρον. Αυτά είναι το λευκό λούπινο (Lupinus albus), το μπλε λούπινο (Lupinus angustifolius), το κίτρινο λούπινο (Lupinus luteus) και το μαργαριτώδες ή λούπινο των Άνδεων (Lupinus mutabilis).

Το τελευταίο είδος έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής επιστημονικής κοινότητας, λόγω της πλουσιότερης σύστασής του σε σύγκριση με τα άλλα καλλιεργούμενα είδη λούπινων, τόσο σε πρωτεΐνη (έως 52,6%), όσο και σε έλαια (έως 24,6%), αλλά και της ικανότητάς του να αναπτύσσεται σε άγονα εδάφη. Το είδος αυτό καταναλώνεται, μετά από αποπίκρανση, ως τρόφιμο για τον άνθρωπο ή από τα ζώα.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χλωρή λίπανση, καθώς και ως πρώτη ύλη για την παραγωγή καλλυντικών ειδών. Η παραγωγή του γίνεται κυρίως στις χώρες των Άνδεων (Εκουαδόρ, Βολιβία και Περού), ενώ έχει ξεκινήσει να ερευνάται η προσαρμογή του στις Ευρωπαϊκές συνθήκες (Ισλανδία, Ολλανδία, Ηνωμένο βασίλειο, Γαλλία, Πολωνία, Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) μέσω διάφορων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μεταξύ αυτών και του (υπό χρηματοδότηση HORIZON 2020, Bio-Based Industries Joint Undertaking) LIBBIO project: «Lupinus mutabilis for increased biomass from marginal lands and value for biorefinery (www.libbio.net)», στο οποίο συμμετέχει το εργαστήριο Βελτίωσης Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχουν διαθέσιμες ποικιλίες εγγεγραμμένες στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Ποικιλιών. H έρευνα γίνεται σε πληθυσμούς που έχουν συλλεχθεί από την περιοχή των Άνδεων και έχουν χρησιμοποιηθεί σε προγράμματα βελτίωσης σε ινστιτούτα, πανεπιστήμια και ιδρύματα σε διάφορες χώρες παγκοσμίως, καθώς και σε βελτιωμένο γενετικό υλικό που έχει δημιουργηθεί από αυτά τα προγράμματα.

Εδαφοκλιματικές απαιτήσεις

Ένα χαρακτηριστικό των λούπινων είναι η ευαισθησία που παρουσιάζουν σε εδάφη με υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3). Το λούπινο των Άνδεων, μαζί με το λευκό λούπινο, είναι από τα πιο ανθεκτικά στο ελεύθερο CaCO3 (έως και 20%), ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί εξίσου καλά σε στραγγιζόμενα αμμώδη, ιλυο-αμμώδη εδάφη, ακόμα και σε ελαφρώς αργιλώδη εδάφη.

Λόγω της συμβίωσής του με ριζοβακτήρια Bradyrhizobium sp. (Lupinus), έχει την ικανότητα να δεσμεύει άζωτο από την ατμόσφαιρα και να το μετατρέπει σε αξιοποιήσιμες μορφές για τα φυτά (νιτρικά ιόντα). Με τη βοήθεια δευτερογενών ριζών (τύπου-cluster roots), αξιοποιεί μεγαλύτερο κλάσμα φωσφόρου από το έδαφος, ενώ έχει μικρότερες από άλλα είδη ανάγκες σε φώσφορο. Στην περιοχή καταγωγής του, το λούπινο των Άνδεων σπέρνεται σε βροχερή και ζεστή περίοδο από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο, ενώ δένει σπόρο ξηρή περίοδο με ψυχρές νυχτερινές θερμοκρασίες.

Συνεπώς, είναι ανθεκτικό σε χαμηλές θερμοκρασίες κατά την καρπόδεση, αλλά ευαίσθητο κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Μάλιστα, το λούπινο των Άνδεων μπορεί να αντέξει και σε θερμοκρασίες έως -5oC, μετά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Αντίθετα, σε θερμοκρασίες άνω των 28οC κατά την άνθιση, παρουσιάζει ανθόπτωση.

Ποιότητα σπόρου και αντιδιαιτητικοί παράγοντες

Η θρεπτική αξία του σπόρου του λούπινου των Άνδεων είναι ιδιαίτερα υψηλή, τόσο σε σχέση με τα υπόλοιπα λούπινα, όσο και συγκριτικά με τη σόγια (Πίνακας 1) και μπορεί να την αντικαταστήσει στη διατροφή των ζώων και του ανθρώπου. Τα λούπινα, ωστόσο, μεταξύ άλλων αντιδιαιτητικών παραγόντων ιδιαίτερα χαμηλής συγκέντρωσης σε σχέση με τη σόγια (φυτικό οξύ, σαπωνίνες), περιέχουν και κάποιες πικρές στη γεύση ουσίες, τα αλκαλοειδή, τα οποία έχουν τοξική δράση τόσο στον άνθρωπο, όσο και στα ζώα, εάν καταναλωθούν σε μεγάλη ποσότητα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού έχουν δημιουργηθεί «γλυκές» ποικιλίες, οι οποίες αν και είναι ασφαλείς για κατανάλωση, δεν έχουν γίνει ακόμα εμπορικές. Στο πλαίσιο του προγράμματος LΙΒΒΙΟ, γίνεται προσπάθεια δημιουργίας τέτοιων ποικιλιών. Υπάρχουν επίσης βιολογικές, χημικές και μέθοδοι επεξεργασίας με νερό (αποπίκρανση) για τη μείωση των αλκαλοειδών. Τα λούπινα δεν περιέχουν παρεμποδιστές τρυψίνης όπως η σόγια. Συνεπώς, οι σπόροι που προκύπτουν από «γλυκές» ποικιλίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα ως ζωοτροφή, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία.

Καλλιεργητικές πρακτικές

Προετοιμασία εδάφους και σπορά. Η κατεργασία του εδάφους που ακολουθείται εξαρτάται κυρίως από τη σύστασή του, ενώ δεν διαφέρει ιδιαίτερα σε σχέση με τα άλλα λούπινα και περιλαμβάνει όργωμα και σβάρνισμα. Όπως και στα υπόλοιπα λούπινα, η σπορά γίνεται συνήθως με το χέρι, στα πεταχτά, προτιμάται ωστόσο η γραμμική σπορά. Το βάθος σποράς δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 3-4 εκατοστά και το βάρος σπόρου ανά στρέμμα θα πρέπει να είναι ανάλογο της φυτρωτικότητας. Στην περίπτωση της γραμμικής σποράς απαιτούνται περίπου 8 kg σπόρου ανά στρέμμα, ενώ εάν η σπορά γίνει με το χέρι, η ποσότητα σπόρου που απαιτείται μπορεί να φτάσει τα 14-16 kg ανά στρέμμα.

Ημερομηνίες σποράς. Για τις μεσογειακές συνθήκες προτείνεται η σπορά νωρίς το φθινόπωρο, μετά τις πρώτες βροχές και αυτό γιατί σε θερμοκρασίες άνω των 28οC παρατηρείται ανθόπτωση. Συνεπώς, προτείνεται η καλλιέργεια πρώιμου γενετικού υλικού, το οποίο ανθίζει και δένει πριν ξεκινήσει η θερμοκρασία να φτάνει σε υψηλά επίπεδα κατά την άνθιση και τον σχηματισμό των λοβών. Γενικότερα, σε περιοχές με ήπιο χειμώνα (πεδινά, ζεστά μέρη) η σπορά γίνεται το φθινόπωρο, ενώ στις ψυχρότερες περιοχές (ορεινά, ψυχρότερα μέρη) η σπορά γίνεται τέλος χειμώνα με αρχές άνοιξης (Φεβρουάριος-Μάρτιος).

Αντιμετώπιση ζιζανίων. Επειδή τα λούπινα δεν καλλιεργούνται ευρέως στην Ελλάδα και ιδιαίτερα το L. mutabilis δεν καλλιεργείται εμπορικά, υπάρχουν ελάχιστα διαθέσιμα εγκεκριμένα σκευάσματα για την αντιμετώπιση των ζιζανίων ή εχθρών στη χώρα μας. Έγκριση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τα λούπινα έχει λάβει μέχρι στιγμής μόνο ένα σκεύασμα για την καταπολέμηση των ζιζανίων, με τη δραστική ουσία aclonifen. Ωστόσο, η αντιμετώπιση των ζιζανίων μπορεί να γίνει και με μηχανικά μέσα, ή εναλλακτικά με πυκνή σπορά, για τον ανταγωνισμό των φυτών με τα ζιζάνια.

Ασθένειες και εχθροί. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης, το λούπινο των Άνδεων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε μύκητες που προκαλούν συμπτώματα όπως σηψιρριζίες. Δύο από αυτούς τους μύκητες είναι οι Fusarium oxysporum F. sp lupini, Pleiochaeta setosa (Kirchner) S.J. Hughes και Rhizoctonia solani J.G. Kuhn. Άλλη μυκητολογική ασθένεια που έχει παρατηρηθεί σε φυτά του είδους L. mutabilis στην Ελλάδα είναι το ωίδιο (Erysiphe spp.), το οποίο ωστόσο δεν επηρεάζει την παραγωγή του φυτού.

Σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης παρουσιάζεται η σημαντικότερη ασθένεια του λούπινου των Άνδεων, που είναι η ανθράκωση που προκαλείται από τον μύκητα Colletotrichum lupini (Bondar) Damm, P.F. Cannon & Crous.

Ο μύκητας αυτός προσβάλλει και άλλα είδη λούπινου, προκαλώντας χαρακτηριστική κύρτωση του βλαστού και μείωση της παραγωγής σε σπόρο έως και 100%. Όσον αφορά την ασθένεια αυτή, το λούπινο των Άνδεων είναι πιο ανθεκτικό από το λευκό, αλλά πιο ευαίσθητο από το μπλε και το κίτρινο λούπινο. Για την καταπολέμηση των μυκητολογικών ασθενειών στα είδη του γένους Lupinus spp. χρησιμοποιούνται σκευάσματα που υπάρχουν στο εμπόριο και χρησιμοποιούν ως δραστική ουσία τον βάκιλο Bacillus amyloliquefaciens, ωστόσο δεν υπάρχει διαθέσιμη πληθώρα τέτοιων σκευασμάτων.

Μερικοί από τους σημαντικότερους εντομολογικούς εχθρούς του λούπινου, ιδιαίτερα σε μεσογειακά κλίματα, είναι τα κολεόπτερα (σκαθάρια) (Tropinota sp., Oxythyrea sp.), τα οποία τρέφονται από τα άνθη του λούπινου και μειώνουν την παραγωγή. Η αντιμετώπιση των κολεόπτερων αυτών γίνεται με παγίδες άσπρου ή μπλε χρώματος, σε συνδυασμό με προσελκυστικές για το έντομο ουσίες.

Ωρίμαση και συγκομιδή

Η ωρίμαση του λούπινου είναι κατά κάποιον τρόπο ανομοιόμορφη. Η ανάπτυξη του φυτού εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και μπορεί στον κύριο βλαστό να υπάρχουν ώριμοι λοβοί-σπόροι, ενώ σε βλαστούς δεύτερης ή τρίτης τάξης να υπάρχουν άνθη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής σε σπόρο, από απώλειες λόγω τινάγματος ή μη ομοιόμορφης ωρίμασης.

Η συγκομιδή του λούπινου των Άνδεων λαμβάνει χώρα όταν όλο το φυτό έχει ωριμάσει πλήρως και έχει ξεραθεί. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται έτσι ώστε η συγκομιδή του να γίνεται έγκαιρα, πριν οι λοβοί ωριμάσουν τόσο ώστε να ανοίξουν και πέσει ο σπόρος στο έδαφος («τίναγμα» σπόρου). Η συγκομιδή συνιστάται να γίνεται πρωινές ώρες, όταν τα φυτά έχουν ακόμη αρκετή υγρασία, για να περιορίζονται οι απώλειες. Η συγκομιδή γίνεται με το χέρι ή με θεριζαλωνιστικές μηχανές, καθώς η όρθια ανάπτυξή τους διευκολύνει τη μηχανική συγκομιδή. Η απόδοση του λούπινου των Άνδεων σε μεσογειακές συνθήκες κυμαίνεται από 90 έως 210 kg ανά στρέμμα ενώ σε βορειοευρωπαϊκές από 40 έως 180 kg
ανά στρέμμα.