Αυτό το άρθρο είναι 18 μηνών

«Ευτυχισμένος Λάζαρος» (Happy As Lazzaro, 2018) – Μια ταινία για τη διαχρονική εκμετάλλευση του αγρεργάτη

Η κινηματογραφική παραβολή της Αλίτσε Ρορβάκερ συνιστά μια σύνθετη περιήγηση στην οριοθετημένη ζωή και τον κάματο των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας μας
19/10/2023
10'+ διάβασμα
eftychismenos-lazaros-happy-as-lazzaro-2018-mia-tainia-gia-ti-diachroniki-ekmetallefsi-tou-agrergati-304211

Το 2018, η Ιταλίδα σκηνοθέτις Αλίτσε Ρορβάκερ κέρδισε επάξια το βραβείο σεναρίου στις Κάννες, για μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Ο λόγος για το «Happy as Lazzaro» («Ευτυχισμένος Λάζαρος» / πρωτ. τίτλος «Lazzaro Felice»), μια κινηματογραφική παραβολή που, συνδέοντας δεξιοτεχνικά το παρελθόν με το παρόν, μιλά για τη διαχρονική εκμετάλλευση των εργατικών στρωμάτων τόσο στην ύπαιθρο όσο και στο αστικό πλέγμα.

Ο Λάζαρο (Αντριάνο Ταρντιόλο) είναι ένας καλοκάγαθος νεαρός χωρικός, ο οποίος ζει και βγάζει αδιαμαρτύρητα το ψωμί του ως εργάτης γης σε μια καπνοφυτεία της ιταλικής επαρχίας. Οι συγχωριανοί του τείνουν να επωφελούνται από την αφέλειά του και να τον εκμεταλλεύονται για να τους κάνει θελήματα. Είναι όμως και εκείνοι θύματα μιας μεγαλύτερης «φάμπρικας», όντας καταχρεωμένοι σε μια τοπική αρχόντισσα, την οποία όλοι ανεξαιρέτως προσφωνούν με τον τίτλο ευγενείας της «μαρκησίας».

Εκείνη διατηρεί τα ηνία του αγροκτήματος της Ινβιολάτα, στο οποίο όλοι κατοικούν και εργάζονται, υπό πρωτόγονες συνθήκες. Και όσο η διάσημη καπνοβιομηχανία της πλουτίζει χάρη στον ιδρώτα τους, τόσο εκείνη τους κρατά στην «πρέπουσα» απόσταση που προϋποθέτει το μεταξύ τους ταξικό χάσμα, αλλά και συνάμα υπό αυστηρότατο έλεγχο, ώστε να μην προβούν στην παραμικρή διεκδίκηση. Πράγματι, πέρα από μερικές σποραδικές εκρήξεις μνησικακίας απέναντι στην αυταρχική της εξουσία, κανείς από τους χωριάτες δεν αποπειράται να ορθώσει ανάστημα.

Στα αρχικά της στάδια, η ταινία παραπέμπει σε αναπαράσταση της ζωής, των ηθών και ακολούθως των κοινωνικοταξικών δυναμικών στην ηλιόλουστη ιταλική ύπαιθρο πολύ παλαιότερων δεκαετιών, θυμίζοντας κάτι από το αγροτικό μοντέλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι κοτζαμπάσηδες και οι κολίγοι.

Όμως, παρά τη ρετρό νατουραλιστική αισθητική με την οποία μας συστήνεται, σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι το χρονικό που εξιστορεί λαμβάνει χώρα πολύ μεταγενέστερα, πιθανότατα κατά τη δεκαετία του ’90, περιγράφοντας όχι ένα σύνολο μεροκαματιάρηδων της υπαίθρου, αλλά ένα μοντέλο σύγχρονης δουλειάς. Όλα αυτά, εν αγνοία των «σκλάβων», οι οποίοι ζουν –σχετικά– ανέμελοι μέσα στη «φούσκα» τους!

Αυτό παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς και η ίδια η μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, όπως είναι το πλήρες όνομά της: «Οι άνθρωποι είναι σαν τα ζώα. Αν τους αφήσεις ελεύθερους, συνειδητοποιούν ότι είναι σκλάβοι. Τώρα –αντιθέτως– υποφέρουν, μα δεν το ξέρουν», ομολογεί με κυνισμό, παρακολουθώντας τους εργάτες της από την προνομιακή θέση των ανακτόρων της. «Εγώ τους εκμεταλλεύομαι, κι εκείνοι εκμεταλλεύονται αυτόν τον καημένο», προσθέτει, σχολιάζοντας την περίπτωση του απονήρευτου Λάζαρο, για να αποφανθεί: «Είναι αλυσιδωτή αντίδραση και δεν μπορεί να διακοπεί». Ωστόσο, ο καλομαθημένος γιος της, Τανκρέντι, διαφωνεί: «Ο Λάζαρο δεν εκμεταλλεύεται κανέναν», της απαντά. Και πράγματι, έτσι είναι.

Η ταινία θα παραμείνει διαθέσιμη μέχρι τις 23 Οκτωβρίου στο ERTFLIX,
την ελεύθερη ψηφιακή πλατφόρμα της ΕΡΤ.

 

Σπεύδοντας στην κοινότητα για να διαλευκάνουν τη σκηνοθετημένη απαγωγή του Τανκρέντι, ο οποίος κρύβεται στα βουνά φιλοδοξώντας να καρπωθεί τα λύτρα από την πλούσια μητέρα του, οι αστυνομικές αρχές έρχονται αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή εικόνα. Οι ανήξεροι κάτοικοι συστήνονται ως επίμορτοι αγρολήπτες της μαρκησίας, περιγράφοντας ένα αναχρονιστικό μοντέλο που έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια στην υπόλοιπη χώρα. Στον μικρόκοσμό τους, δεν υπάρχουν συμβόλαια και μεροκάματα, παρά μόνο καταχρηστικές συνθήκες απλήρωτης εργασίας. Δεν υπάρχουν αξιοπρεπή πρότυπα διαβίωσης, ούτε παροχή εκπαίδευσης, παρά μόνο πρόχειρα, ανθυγιεινά καταλύματα και επιλεκτική, στοχευμένη καθοδήγηση.

Οι μηχανισμοί χειραγώγησης, με τους οποίους η μαρκησία έχει κρατήσει τους χωριάτες αποκλεισμένους από τον έξω κόσμο, θυμίζουν κάτι από «The Truman Show» (1998) και «Κυνόδοντα» (2009), όπου ο εκάστοτε δυνάστης έχει εμφυτεύσει στο μυαλό των υποδούλων του τον σπόρο του φόβου, διατηρώντας τους αυστηρά οριοθετημένους, τόσο κυριολεκτικά (τόπος) όσο και μεταφορικά (σκέψη).

Οι ντόπιοι δεν αποτολμούν να διασχίσουν ένα ήρεμο, σχεδόν αποξηραμένο ποτάμι, από φόβο μην πνιγούν, και έτσι μένουν αποκλεισμένοι από την κοινωνική πρόοδο του έξω κόσμου, ισόβια καταδικασμένοι στο «τσιφλίκι» της μαρκησίας. Κρατώντας τους στο απόλυτο σκοτάδι, εκείνη τους αποτρέπει από το να συνειδητοποιήσουν την τραγική τους κατάσταση, παρασύροντάς τους στην ψευδαίσθηση μιας κανονικότητας τόσο σκηνοθετημένης, όσο και η δήθεν απαγωγή του γιου της.

Από το παρελθόν στο παρόν της αφαίμαξης των εργατών γης

Κατά την εκκένωση αυτού του τελευταίου (;) ευρωπαϊκού προπύργιου δουλείας, ο Λάζαρο παθαίνει ένα ατύχημα και εγκαταλείπεται μόνος, χωρίς τις αισθήσεις του, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Όταν συνέρχεται, ανυποψίαστος για το πόσος καιρός μπορεί να έχει περάσει, αποφασίζει να μεταναστεύσει σε μια κοντινή περιαστική γεωργική ζώνη. Εκεί, οι ομάδες των αγρεργατών που έχουν συρρεύσει, όντας στην πλειονότητά τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, συμμετέχουν, μετά από παραίνεση του γνώριμου τοπικού εργολάβου (ο πρώην επιστάτης της μαρκησίας), σε αντίστροφες δημοπρασίες για το ποιος θα δουλέψει στους ελαιώνες με… λιγότερα χρήματα (δηλαδή, εδώ δεν επιλέγονται οι πλειοδότες, αλλά οι… «μειολήπτες»).

Σε αυτό τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του Λάζαρο, η εικόνα του σκηνικού και των ανθρώπων είναι δραστικά αλλαγμένη (σ.σ. πιο σύγχρονα ντυσίματα και μηχανολογικοί εξοπλισμοί), υπονοώντας ένα γενναίο άλμα τόσο στον χρόνο (από τα κλασικά φέουδα, στις σημερινές εκμεταλλεύσεις βιομηχανικής κλίμακας που κυριαρχούν στο παραγωγικό μοντέλο του πρωτογενούς τομέα) όσο και στον τόπο (από τον αγροτικό Τρίτο Κόσμο των σύγχρονων πρακτικών δουλείας, μέχρι ένα γεωγραφικά διευρυμένο πλαίσιο εκμετάλλευσης φθηνών, αδήλωτων εργατικών χεριών για μισθούς πείνας).

Δηλαδή, με αυτή την εναλλαγή σκηνικού-εποχής, η ταινία μεταπηδά από την παραδοσιακή δουλεία (Ινβιολάτα) στο κυρίαρχο κατοπινό μοτίβο εκμετάλλευσης των αγρεργατών (καταχρηστικές πρακτικές εργολάβων, αθρόες προσλήψεις αλλοδαπών εργατών γης και αδήλωτη εργασία υπό άθλιες συνθήκες και αμοιβές). Τελικά, στο υπαίθριο ιταλικό hotspot μαύρης εργασίας που περιλαμβάνει η πλοκή της ταινίας, φωτογραφίζεται η διαιώνιση του μοντέλου των νοτιοευρωπαϊκών κολαστηρίων τύπου Μανωλάδας…

Το δυστοπικό αστικό σκηνικό

Εν συνεχεία, ο Λάζαρο κατευθύνεται προς την πόλη. Εκεί, θα συναντήσει ένα θέαμα που προσομοιάζει για πρώτη φορά με την απόλυτη δυστοπία, παρ’ όλα όσα εξωφρενικά έχουν προηγηθεί. Το αντιπροσωπευτικό δυτικό αστικό κέντρο, μια καπιταλιστικά αυτορυθμιζόμενη θερμοκοιτίδα κοινωνικών ανισοτήτων και περιθωριοποίησης, τον υποδέχεται στις ανοιχτές, τσιμεντένιες «αγκάλες» του. Εδώ, δεν κάνουν πια κουμάντο οι μεγαλογαιοκτήμονες, αλλά απρόσωποι δυνάστες, όπως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι της ταινίας, η ηλιόλουστη ύπαιθρος του απλήρωτου ιδρώτα και της σκλαβιάς δίνει τη θέση της σε ένα μουντό αστικό γκέτο, όπου ο Λάζαρο επανενώνεται με το απομεινάρι της κοινότητας των συγχωριανών του. Εκείνοι, παρά την προ πολλών ετών «απελευθέρωσή» τους, εξακολουθούν να ζουν χωρίς βασικές παροχές, να αφαιμάσσονται από το σύστημα και εν τέλει να εξωθούνται στο περιθώριο και την παρανομία. Οι ίδιοι ανακαλούν την εμπειρία της ιταλικής επαρχίας με αφορμή την επανεμφάνιση του Λάζαρο.

Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι, μεταπηδώντας στα διαφορετικά σημεία του χωροχρόνου, ο Λάζαρο συναντά γερασμένες εκδοχές των συγχωριανών και των εκμεταλλευτών του. Αντιθέτως, ο ίδιος έχει παραμείνει αναλλοίωτος, στα μέτρα και τα σταθμά ενός αμόλυντου πνεύματος, όταν γύρω του όλα… σαπίζουν και πεθαίνουν, υπονοώντας ότι ο χρόνος έχει κυλήσει διαφορετικά για εκείνον.

Στην κοινωνικοπολιτική παραβολή της Ρορβάκερ, ο Λάζαρο είναι λιγότερο χαρακτήρας και περισσότερο άφθαρτο σύμβολο, αντιπροσωπεύοντας συμπυκνωμένο το εναπομείναν εγγενές καλό που, έστω και αν παραμένει σε έλλειψη, είναι η ηλιαχτίδα ελπίδας που φωτίζει τον άδικο και κυνικό κόσμο μας. Για το όποιο ελάχιστο μερίδιο συμπόνιας αναλογεί στα συναισθήματα που τρέφει ο εγωιστής και χειριστικός Τανκρέντι, ευθύνεται αποκλειστικά η «μεταδοτική» ανιδιοτέλεια του Λάζαρο. Αλλά και στην πόλη, ο τελευταίος παραμένει εξίσου ικανός να εμπνεύσει το καλό στη συναναστροφή του με την Αντονία, την κάποτε μικρή χωριατοπούλα που είχε έρθει κοντά του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον κάτοικο της Ινβιολάτα.

Ο Λάζαρο είναι μια μεσσιανική φιγούρα, ή, αν προτιμάτε, ένας αναστηθείς Λάζαρος (εν προκειμένω από τας εξοχάς), ο οποίος δίνει μια ανθρώπινη εναλλακτική στον εγωισμό και την απληστία που κυριαρχεί γύρω του. Το πρόσωπο του ηθοποιού Ταρντιόλο, ο οποίος τον ερμηνεύει μαγικά, είναι βγαλμένο από αναγεννησιακό πίνακα, προσθέτοντας στη μαγνητιστική του παρουσία. Και επί της ουσίας, παρότι η ταινία δείχνει ότι η δοτικότητα και οι καλές προθέσεις είναι μια «αχίλλειος πτέρνα», στο τέλος της ημέρας τα απεικονίζει ως τα μόνα που αξίζουν κάθε θυσία και αποπνέουν γνήσιο κάλλος και δυναμική, κόντρα στις διαβρωτικές επιπτώσεις της περιρρέουσας υποκρισίας.

Ενδεικτική είναι η απίθανης σύλληψης σεκάνς όπου ο Λάζαρο επισκέπτεται, μετά της κομπανίας του, τον «οίκο» του Θεού. Όταν μια μοναχή τους αποπέμπει άγαρμπα, η μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου «εγκαταλείπει» τον λατρευτικό χώρο και ακολουθεί τον δρόμο των άπορων διαβατών…

Μονόδρομος η επιστροφή στην ύπαιθρο

Ο κύκλος της εκμετάλλευσης δεν σταματά ποτέ, ωστόσο είναι πρόδηλο ότι οι απελεύθεροι της –ερημωμένης πια– Ινβιολάτα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένοι όντας σε σύνδεση με τη φύση και τη γενναιόδωρη γη, από ό,τι στην αποξενωμένη μεγαλούπολη. Παρά την τραγική κατάληξη του Λάζαρο, η συγκλονιστική αυτή ταινία υπογράφει τον επίλογο με ένα ελπιδοφόρο επιμύθιο περί αναζωογόνησης της υπαίθρου, διαμέσου της ηγετικής απόφασης που ανακοινώνεται διά στόματος της Αντονία: Οι πρώην καπνοκαλλιεργητές θα επιστρέψουν στην Ινβιολάτα και θα ξαναδουλέψουν τη γη, αυτήν τη φορά ελπίζοντας σε πιο δίκαιες συνθήκες.

Εκεί, θα ξανασμίξουν νοητά με τον Λάζαρο, όπως επικοινωνεί με κινηματογραφικά ποιητικό τρόπο η τελευταία σκηνή της ταινίας: Ένας λύκος, αφού παρακολουθήσει τον παρερμηνευμένο ήρωα να κατασπαράσσεται από έναν όχλο-προϊόν της «πολιτισμένης» αστικής κοινωνίας, θα παραλάβει το πνεύμα του και θα τραβήξει τον δρόμο του γυρισμού, πίσω στην αγροτική εξοχή.

Ινβιολάτα: Συνολικά 54 εργάτες γης αναγκάζονταν να δουλεύουν χωρίς αμοιβή

Οι πάλαι ποτέ κάτοικοι του ιταλικού αγροκτήματος έχουν κρατήσει ένα απόκομμα που εξιστορεί την υπόθεσή τους. «Η Αλφονσίνα ντε Λούνα, γνωστή και ως Βασίλισσα των Τσιγάρων, συνελήφθη στο κτήμα της, την Ινβιολάτα, όπου έμενε απομονωμένη μετά τις πλημμύρες», γράφει το δημοσίευμα της εποχής. «Μεταξύ άλλων, κατηγορείται για λαθρεμπόριο καπνού και υποδούλωση 54 εργατών γης, ανάμεσά τους ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά».

Η εφημερίδα ονοματίζει το σκάνδαλο ως μια «μεγάλη κομπίνα» που στέρησε κάθε κοινωνική πρόοδο από αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι αναγκάζονταν να δουλεύουν αμισθί, ζώντας σε ακατάλληλες υποδομές, χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. Τίποτα, όμως, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σε ουσιαστικό βαθμό, αναφορικά με την παραπλήσια υποδούλωση που βιώνουν οι ίδιοι άνθρωποι στο σύγχρονο αστικό σκηνικό.

 

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: