Το ράφι θα κρίνει την τιμή παραγωγού στο λάδι

✱ Η Ισπανία εκτίναξε τη ζήτηση στο ελληνικό έξτρα παρθένο ✱ Πιθανή η νομοθέτηση της χύμα διάθεσης από την Κομισιόν

Χωρίς έντονη δραστηριότητα και με μετρημένες κινήσεις από πλευράς αγοραστών ολοκληρώνεται ο Φεβρουάριος στην αγορά ελαιολάδου. Το… έργο που έχει παγιωθεί εδώ και περίπου έναν μήνα συνεχίζεται, με όσους έχουν πολύ ποιοτικό έξτρα παρθένο να μπορούν να πουλήσουν ανά πάσα στιγμή πάνω από τα 5 ευρώ, έστω με λίγα βυτία κάθε φορά.

Στη Μεσσηνία και στη Λακωνία επικρατεί σταθερότητα ως προς την τιμή παραγωγού για το έξτρα παρθένο, ενώ στην Κρήτη το… μπαράζ άγονων διαγωνισμών έσπασε ο Αγροτικός Συνεαιτερισμός Εμπάρου, διαθέτοντας την προηγούμενη εβδομάδα 80 τόνους έξτρα παρθένου στα 5,10 ευρώ/κιλό. Το μεγάλο ερώτημα, σύμφωνα με αγρότες, εμπόρους και τυποποιητές είναι πώς θα συμπεριφερθεί η αγορά τις προσεχείς εβδομάδες, όταν θα μπει στη λιανική για τα καλά το φετινό ελαιόλαδο. Η εξέλιξη της κατανάλωσης αυτού του ελαιολάδου, που μπαίνει σταδιακά στο ράφι, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις του αγρότη.

Σημαντικές ποσότητες παρέμειναν ασυγκόμιστες

Με περίπου το 85% της παραγωγής να έχει συγκομιστεί, η εκτίμηση έμπειρων παραγόντων της αγοράς είναι ότι ένα ποσοστό θα παραμείνει ασυγκόμιστο. Έμπειρος διακινητής και πωλητής ελαιολάδου εξέφρασε την ανωτέρω εκτίμηση στην «ΥΧ», σημειώνοντας ότι «το 80%-85% έχει ήδη μαζευτεί. Έχουν χαθεί πολλές ελιές, υπήρχε απώλεια λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού, σε κάποιες περιοχές είχε αέρηδες και έπεσαν οι ελιές, ήταν και τα προβλήματα με το γλοιοσπόριο, επομένως υπήρχαν απώλειες. Αυτήν τη στιγμή, δουλεύει ακόμα ένα πολύ μικρό ποσοστό περίπου 5% των ελαιοτριβείων».

Κρατάνε ακόμα λάδι οι αγρότες, πιέζουν όμως οι ανάγκες

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο γενικός διευθυντής της ΕΑΣ Μεσσηνίας, Γιάννης Πάζιος, «αυτή την περίοδο, υπάρχει μια οριακή μείωση της τιμής παραγωγού στις πράξεις που γίνονται, μιλάμε για 4,60-4,70 κιλό για το έξτρα παρθένο. Υπάρχουν αποθεματοποιημένες ποσότητες της τάξης του 20% και περιμένει η αγορά, ενόψει και της καλοκαιρινής σεζόν, αν θα αυξηθεί η κατανάλωση και υπάρξουν καλύτερες προϋποθέσεις όσον αφορά τη ζήτηση».

Την άποψη ότι οι παραγωγοί έχουν ανάγκες να ρευστοποιήσουν, γι’ αυτό και ένα μεγάλο μέρος τους έχει πουλήσει, εξέφρασε ο πρόεδρος του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Ζάκρου (Σητεία), Βασίλης Κατσικαλάκης: «Αυτή την περίοδο, υπάρχει μικρό ενδιαφέρον. Οι τιμές κινούνται από 5 έως 5,10 ευρώ/κιλό για το έξτρα παρθένο μέχρι τις 4 γραμμές. Εμείς έχουμε ακόμα πάνω από τις μισές ποσότητές μας μέσα. Βεβαίως, φεύγουν κάποιες ποσότητες κατά διαστήματα. Πότε ένα βυτίο, πότε δύο βυτία και πραγματοποιούμε συνεχώς διαγωνισμούς. Ο τελευταίος ήταν στα 5,06 ευρώ/κιλό για 60 τόνους έξτρα παρθένου. Η πλειονότητα της παραγωγής μας κινείται σε οξύτητα μεταξύ τριών και τεσσάρων γραμμών. Ελπίζουμε να διατηρηθούν και στη συνέχεια αυτές οι τιμές, γιατί οι παραγωγοί αντιμετώπισαν μεγάλη αύξηση στο κόστος παραγωγής».

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Μεσαγρού Λέσβου, Παναγιώτης Αποστόλου, δήλωσε στην «ΥΧ»: «Όσον αφορά τις πωλήσεις, εμείς ως συνεταιρισμός έχουμε σταθερή ροή και ζήτηση για το ελαιόλαδο.

Το έξτρα παρθένο των τριών γραμμών διατίθεται αυτή την περίοδο στα 4,70 ευρώ/κιλό, ο άσσος στα 4 ευρώ και το πεντάρι το βιομηχανικό στα 3,30 ευρώ/κιλό. Εμείς δουλεύουμε σε αυτές τις τιμές σταθερά από αρχές Δεκεμβρίου. Ορισμένοι τυποποιητές λένε ότι, λόγω της ανομβρίας και άλλων συνθηκών, τα ποιοτικά λάδια θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα. Όμως, οι παραγωγοί είναι ικανοποιημένοι με τις τιμές και σε γενικές γραμμές δεν κρατάνε λάδι, αλλά το δίνουν, γιατί φοβούνται μήπως υπάρξει πτωτική τάση της τιμής. Στην περιοχή μας, αυτές οι τιμές δεν υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια».

Ο πρόεδρος της ΚΑΣΕΛΛ, Νίκος Γραμματικάκης, μας είπε ότι «δεν υπάρχει κάποια πράξη που να έχει γνωστοποιηθεί μετά την πώληση ποσότητας του συνεταιρισμού των Αγίων Αποστόλων στα 5,30 ευρώ/κιλό (σ.σ. πράξη που γνωστοποίησε ο συνεταιρισμός και δημοσίευσε η «ΥΧ» την προηγούμενη εβδομάδα). Ωστόσο, υπάρχουν παραγωγοί που διατηρούν την πεποίθηση ότι το προσεχές διάστημα μπορούμε να πάμε και παραπάνω».

Άλλαξε τα δεδομένα η Ισπανία, έρχεται η κρίσιμη φάση στην αγορά

Στην εκτίμηση ότι μήνα με τον μήνα μπαίνουμε σε μια νέα, κρίσιμη φάση στην αγορά, όπου θα διατίθεται σταδιακά στα ράφια της λιανικής το φετινό ελαιόλαδο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη διαμόρφωσης της τιμής στο ράφι), προέβη σημαντικός παίκτης της εγχώριας αγοράς ελαιολάδου: «Οι παραγωγοί έχουν σημαντικές ποσότητες που τις έχουν για φύλαξη στα ελαιοτριβεία. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε πόσα ακριβώς είναι αυτά.

Το νέο δεδομένο φέτος είναι ότι, λόγω της κακής χρονιάς που είχαν οι Ισπανοί, μπήκαν και αυτοί για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά αναζητώντας σημαντικές ποσότητες. Η συνύπαρξή τους με τους Ιταλούς εκτίναξε τη ζήτηση απότομα, με αποτέλεσμα να πάνε οι τιμές στα 5 ευρώ/κιλό μεσοσταθμικά για τα καλά έξτρα παρθένα ελαιόλαδα. Δεν ξέρω αν και πότε θα εμφανιστούν ξανά οι Ισπανοί».

Ο ίδιος συμπλήρωσε στη συνέχεια ότι «το μεγάλο ερώτημα είναι αν το επόμενο διάστημα θα περάσει η τιμή στο ράφι και πώς θα ανταποκριθεί ο καταναλωτής. Αν υπολογίσουμε ένα κόστος για μια καλή συσκευασία, σε ένα καλό μπουκάλι φτάνει το 1,80 ευρώ και αν προσθέσουμε τα λοιπά κόστη μαζί με το περιθώριο κέρδους του σούπερ μάρκετ, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το λάδι που αγοράστηκε στα 5 ευρώ θα φτάσει στο ράφι τα 8,5-9 ευρώ. Τα πρώτα στοιχεία δεν δείχνουν να προχωράει καλά το καινούργιο προϊόν, με δεδομένο ότι οι νέες τιμές ξεκίνησαν να περνάνε στο ράφι από τον Γενάρη. Θα πρέπει, όμως, να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η διάθεση του προϊόντος και πώς θα ανταποκριθούν οι καταναλωτές. Με την κρίση που υπάρχει –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες–, η δική μου εκτίμηση είναι ότι δύσκολα θα παραμείνει η αγορά στα επίπεδα που βρίσκεται. Βεβαίως, το ποιοτικό λάδι είναι λίγο φέτος και αυτό δεν αλλάζει. Κάποιοι θα το πληρώσουν. Το ζήτημα είναι αν αυτοί θα μπορέσουν να πάνε την κατανάλωση στα επίπεδα που θα οδηγήσουν τους αγοραστές σε αναζήτηση νέων ποσοτήτων.

Αυτήν τη στιγμή, όλες οι επιχειρήσεις έχουν λάδι. Η άποψή μου είναι ότι θα πάμε με αυτούς τους ρυθμούς στην αγορά μέχρι και τον Ιούνιο, σε τιμές περίπου στα τωρινά επίπεδα. Δεν υπάρχει λόγος να βγουν σήμερα αγοραστές και να ζητήσουν 10 -15 βυτία. Και το λάδι κοστίζει και το ίδιο το κόστος του χρήματος είναι μεγάλο. Θα παίξει ρόλο και πώς θα εξελιχθεί η ανθοφορία του Μαΐου και του Ιουνίου».

Σε επικοινωνία της «ΥΧ» με άλλο μεγάλο «παίκτη» της εγχώριας αγοράς ελαιολάδου, εκπρόσωπος του κλάδου μας είπε τα εξής: «Αυτή την περίοδο, οι μεγάλες εταιρείες διαθέτουν το έξτρα παρθένο στα 7,5 ευρώ/κιλό, με μόνο ένα τμήμα της φετινής παραγωγής να έχει ανέβει στο ράφι. Με δεδομένο ότι το κόστος της συσκευασίας φτάνει το 1,50 ευρώ, αν βάλουμε τον ΦΠΑ, τα εργατικά (ποιοτικοί έλεγχοι κ.λπ.), προσθέσουμε τα μεταφορικά, καθώς και ένα 20%-25% κέρδους με το οποίο δουλεύουν οι αλυσίδες λιανικής φθάνουμε σε ένα νούμερο στα 8,5 με 9 ευρώ. Υπάρχει, βεβαίως, προβληματισμός στους τυποποιητές αν ο τελικός κριτής, δηλαδή ο καταναλωτής, θα ανταποκριθεί σε αυτά τα δεδομένα, σε μια περίοδο που η διακίνηση του χύμα ελαιολάδου οργιάζει».

Ο Δημήτρης Πολυμενάκος από τη Λακωνία, όπου και δραστηριοποιείται στην εμπορία ελαιολάδου, δήλωσε στην «ΥΧ»: «Η κατάσταση που επικρατεί στην αγορά είναι φυσιολογική, σύμφωνα με τη χρονική περίοδο που βρισκόμαστε. Συνήθως ο Ιανουάριος είναι πιο κινητικός, με αποτέλεσμα τον Φεβρουάριο να έχουν κρατήσει οι αγοραστές περισσότερο προϊόν. Το επόμενο διάστημα η κατανάλωση στη λιανική θα δείξει πού θα πάμε. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ελληνική αγορά, αλλά στην παγκόσμια κατανάλωση». Σε ερώτησή μας για τις μαζικές αγορές λαδιού λαμπάντε στην Ισπανία, ο ίδιος σχολίασε: «Στην Ισπανία τα νοικοκυριά προτιμούν φθηνότερα, ουδέτερα σε γεύση λάδια σε σύγκριση με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Αυτό, βεβαίως, είναι μια προσωπική εκδοχή και ερμηνεία».

Εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου 2022-2023
ανά Περιφερειακή Ενότητα (εκτίμηση Ιανουαρίου 2023)

Σε 333.549 τόνους τοποθετεί την παραγωγή της φετινής ελαιοκομικής περιόδου με εκτίμησή του (Ιανουάριος 2023) το ΥΠΑΑΤ. Αν και οι προγενέστερες εκτιμήσεις του υπουργείου προέβλεπαν μια παραγωγή περίπου 340.000 τόνων, τα πιο πρόσφατα στοιχεία που παραθέτει η «ΥΧ» και αποτυπώνονται ανά Περιφερειακή Ενότητα στον σχετικό χάρτη κατεβάζουν κατά περίπου 6.500 τόνους την εκτίμηση για την εγχώρια παραγωγή. Πρώτες αναδεικνύονται οι ΠΕ Ηρακλείου, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Ηλείας και Χανίων.

κάντε κλικ στην εικόνα για μεγαλύτερο μέγεθος / Πηγή: ΥΠΑΑΤ

 

Διεπαγγελματική Ελαιολάδου
Ολέθριες οι συνέπειες από την πιθανή νομοθέτηση της πώλησης χύμα ελαιολάδου

Την ιδιαίτερη αγωνία και αντίθεση στην πιθανή νομοθέτηση από πλευράς Κομισιόν της δυνατότητας πώλησης χύμα ελαιολάδου από καταστήματα πώλησης και από διάφορα άλλα δίκτυα διανομής εκφράζουν με υπόμνημά τους προς το αρμόδιο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων οι θεσμικοί φορείς του ελαιολάδου (ΕΔΟΕ, τυποποιητές και βιομηχανία), καταγγέλλοντας ότι θα αποτελέσει μια ιδιαίτερα δυσάρεστη εξέλιξη, αλλά και ταφόπλακα για το σύνολο του τομέα.

«Μετά από τόσες πολλές, συγχρονισμένες, δύσκολες και μακροχρόνιες προσπάθειες για αλλαγή της νομοθεσίας, αλλά κυρίως της αντίληψης των καταναλωτών για την εγγύηση της ποιότητας των ελαιοκομικών προϊόντων και την προστασία από φαινόμενα νοθείας και φοροδιαφυγής, η επιστροφή στην αβεβαιότητα της διακίνησης σε ανώνυμη μορφή ενός τόσο ευαίσθητου τροφίμου, όπως το ελαιόλαδο, προβλέπεται καταστροφική για το σύνολο του τομέα, προεξάρχοντος του πρωτογενούς τομέα και των ελαιοπαραγωγών που τον απαρτίζουν», αναφέρουν στο υπόμνημά τους.

Στην τεκμηρίωσή τους αναφέρουν, μεταξύ άλλων, τα εξής επιχειρήματα:

✱ Η πώληση χύμα ελαιολάδου στη λιανική αγορά αποτελεί πρακτική η οποία δεν εγγυάται την ασφάλεια του τροφίμου.

✱ Η μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια των καταναλωτών και η διασφάλιση της αυθεντικότητας και της ποιότητας των προϊόντων του τομέα επιτυγχάνεται μόνο με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα.

✱ Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συσκευασίας δεν θα εξαλειφθούν ούτε θα ελαχιστοποιηθούν, σε περίπτωση που επιτραπεί η πώληση «χύμα» ελαιολάδου, καθώς θα συσκευάζονται και πάλι σε περιέκτες στα καταστήματα, οι οποίοι και φυσικά δεν θα ελέγχονται όπως οι συσκευασίες του τυποποιημένου.