«Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» (1966) – Ο Γολγοθάς του τετράποδου «εργάτη της υπαίθρου» ξεναγεί στη σκοτεινή φύση του ανθρώπου

Στη γαλλική ύπαιθρο, κοντά στα Πυρηναία, ο Μπαλταζάρ, ένα μωρό γαϊδουράκι, υιοθετείται από τα μικρά παιδιά μιας κτηνοτροφικής οικογένειας και βιώνει απλόχερα τη στοργή. Μεγαλώνοντας, θα αλλάξει χέρια και θα ενηλικιωθεί βίαια, υπομένοντας κάθε λογής κακομεταχείριση από τα νέα αφεντικά του.
Αυτή είναι η υπόθεση στο «Au Hasard Balthazar» («Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ», 1966) του Ρομπέρ Μπρεσόν, που όσο κι αν δεν σας υποψιάζει, είναι ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά. Αυτές τις μέρες, η ταινία επανακυκλοφορεί σε σύγχρονες κόπιες 4K στον ιστορικό αθηναϊκό κινηματογράφο «ΑΣΤΥ» της πλατείας Κοραή.
Στις ταινίες του αντισυμβατικού Μπρεσόν υπάρχει μια γενική εντύπωση ότι οι χαρακτήρες, λόγω της απουσίας χρώματος στο παίξιμο των ηθοποιών (σ.σ. οι ρόλοι ενσαρκώνονται στην πλειονότητά τους από ερασιτέχνες), είναι άδειοι «καμβάδες» πάνω στους οποίους ο θεατής προβάλλει τα δικά του συναισθήματα. Υπάρχει δηλαδή μια έντιμη σχέση μεταξύ δημιουργού και κοινού, από την οποία λείπει η συναισθηματική χειραγώγηση.
Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη ταινία είναι μια από τις πιο συγκινητικές κινηματογραφικές εμπειρίες που μπορούν να βιωθούν. Ίσως εδώ ο Μπρεσόν «κλέβει» λίγο, διότι ο γαϊδαράκος που πρωταγωνιστεί είναι μια ανεξίτηλη παρουσία και σίγουρα όχι άδειος καμβάς. Κουβαλώντας την αθωότητα ενός οικόσιτου ζώου που είναι άμεσα σχετιζόμενο με το να υπηρετεί τον άνθρωπο σε βαριές δουλειές, το βλέμμα του τετράποδου πρωταγωνιστή κουβαλάει μια αλήθεια ανεπιτήδευτη και απείρως πιο αυθεντική σε σύγκριση με αυτό που μπορεί να υποδυθεί ένας καταρτισμένος ηθοποιός, με στόχο να εκμαιεύσει το συναίσθημά μας.
Η ταινία ξεκινά σαν παραμύθι, αλλά σύντομα μετατρέπεται σε κυνικό εφιάλτη, η διαδρομή του οποίου χαρτογραφείται με «σταθμούς» τα θανάσιμα πάθη της ανθρωπότητας και τα διαχρονικά δεινά που αυτά προκαλούν. Ενδεικτικά, ως τέτοιες μαύρες κηλίδες παρελαύνουν ο συνδεδεμένος με την υπερηφάνεια εγωισμός, η απληστία, ο φθόνος και η ζήλια, η βαναυσότητα και ο σαδισμός. Καθένας από τους περιστασιακούς ιδιοκτήτες και διασταυρούμενους με τον ενήλικο Μπαλταζάρ ενσαρκώνει κι από ένα τέτοιο ελάττωμα, παρασύροντας το γαϊδουράκι σε ένα ανηφορικό μονοπάτι αλλεπάλληλων μαρτυρίων, ανάλογων με την παθογένεια που βαραίνει τον εκάστοτε αφέντη.
Με «παιδαγωγικές μεθόδους» τη βία και τον φόβο, το ζώο θα μυηθεί στη σκληρή αγροτική εργασία και στα εξαντλητικά δρομολόγια. Θα γίνει επίσης εξιλαστήριο θύμα και θα υπομείνει στωικά τα βασανιστήριά του, με «αιχμή» ένα βλέμμα που παραπέμπει σε ένα επίπεδο συνειδητότητας ικανό να ξεκλειδώσει τις δικές μας ενοχές. Σε κάποιες ακραίες συγκυρίες, το φορτίο θα γίνει τόσο δυσβάσταχτο που ο Μπαλταζάρ θα «επαναστατήσει», δραπετεύοντας πίσω σε γνώριμες αγκαλιές θαλπωρής, προτού κακοπέσει εκ νέου…
Η ταινία δεν είναι απλά ένας ύμνος στον πιο ακάματο και υπομονετικό υπηρέτη του «δυνάστη» ανθρώπου· τον γάιδαρο. Πάνω στην ιστορία του βασανισμένου ιπποειδούς, βλέπουμε να αντικατοπτρίζονται κοινά με άλλες αθώες ψυχές, ανθρώπων αυτήν τη φορά, οι οποίοι έρχονται κι εκείνοι αντιμέτωποι με σαδιστικά κακοποιητικές συμπεριφορές.
Ο λόγος για τη Μαρί (Αν Βιαζέμσκι), την όμορφη, φτωχή κορασίδα στην οποία ψάχνει καταφύγιο ο Μπαλταζάρ, και που το παράλληλο πεπρωμένο της περιλαμβάνει την κακοποίηση από παραβατικά και περιθωριακά στοιχεία του χωριού.
Από ένα σημείο κι έπειτα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η βάναυσα απαισιόδοξη οπτική του Γάλλου δημιουργού καραδοκεί ακόμα και μπροστά στις σποραδικά εμφανιζόμενες ενσαρκώσεις του καλού, προειδοποιώντας ότι παρά τις πρόσκαιρες «εκλάμψεις», η παγιωμένη σκοτεινιά των ανθρώπινων ελαττωμάτων θα συνεχίσει να κρατά τα ηνία στα ανακυκλούμενα μοτίβα της ζωής. Υπό αυτό το πρίσμα, το φινάλε της ταινίας είναι μια συνταρακτική ανακεφαλαίωση των όσων είδαμε, με την ανθρώπινη αμαρτία να ανάγεται εκ νέου σε «βαρίδι» που καταδικάζει τον Μπαλταζάρ σε θάνατο (σ.σ. ο χρυσός που του φόρτωσαν λαθρέμποροι στον δρόμο τους προς τα ισπανικά σύνορα). Με την απλότητα και την αμεσότητά του, το έργο αριστεύει ως περιήγηση στον Γολγοθά και στην απόγνωση της αγνής επίγειας ύπαρξης και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να λογίζεται ως η καλύτερη μεταφορική απόδοση του βιβλικού μεσσιανισμού στο σινεμά.
ΕΛΛΑΔΑ
|