«Sweet Smell of Success» (1957): Ένα δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στη σάπια εξουσία της δημοσιογραφίας

Ο Τζέι Τζέι Χανσένκερ (Μπαρτ Λάνκαστερ) είναι ένας αδίστακτος μεγαλοδημοσιογράφος της Νέας Υόρκης, ο οποίος μέσω της αρθρογραφίας του έχει τη δύναμη να φτιάχνει ή να καταστρέφει καριέρες στον λαμπερό κόσμο της σόουμπιζ.

Στο πλευρό του βρίσκεται ο νεαρός Σίντνεϊ Φάλκο (Τόνι Κέρτις), ένας υπερφιλόδοξος ατζέντης Τύπου, ο οποίος πουλάει συνεχώς εκδούλευση.

Ως αντάλλαγμα, ο Χανσένκερ δημοσιεύει στη στήλη του για το Μπρόντγουεϊ άρθρα που προωθούν τη δουλειά των καλλιτεχνών, τους οποίους έχει αναλάβει επί πληρωμή ο Φάλκο. Όμως, όταν ο πιστός «υπήκοος» αποτυγχάνει σε μια σημαντική αποστολή, έξαφνα διαπιστώνει ότι βρίσκεται κομμένος από τη στήλη του διάσημου αρθρογράφου.

Σε σκηνοθεσία Αλεξάντερ Μακέντρικ, οι «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» («Sweet Smell of Success», 1957) είναι ένα κλασικό έργο νουάρ αισθητικής, το οποίο επέστεψε ψηφιακά αποκατεστημένο στα θερινά σινεμά πριν από μερικές εβδομάδες. Βασισμένο στη νουβέλα «Tell Me About It Tomorrow» του Ερνστ Λίμαν, φωτίζει την αξιακή σήψη του κόσμου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία κινεί τα νήματα στα παρασκήνια του χώρου του θεάματος και γενικότερα στο αμερικανικό οικοδόμημα.

Η αιχμηρή γραφή της ταινίας είναι μπολιασμένη με ωμό κυνισμό, ο οποίος γίνεται αντιληπτός τόσο στις αριστοτεχνικά φαρμακερές στιχομυθίες που κυριαρχούν, όσο και στις άψογα ενορχηστρωμένες συμπαιγνίες και υποχθόνιες σπέκουλες των κεντρικών προσώπων που ορίζουν την πλοκή. Από την άλλη, ο διεισδυτικός κινηματογραφικός φακός και το ασίγαστο μοντάζ διογκώνουν συντριπτικά τα ερεθίσματα στο χαώδες neon σκηνικό της νυχτερινής Νέας Υόρκης, μετατρέποντάς το σε ενιαία ρυπαρή ύλη. Διαπλέκοντας τα ανωτέρω νήματα το ένα μέσα στο άλλο, ο Μακέντρικ διαμορφώνει μια ζοφερά ατμοσφαιρική εικόνα αποσύνθεσης που δυσκολεύεσαι να διαχειριστείς.

Μέσα σε αυτόν τον αστικό «υπόνομο» ασυδοσίας, ο οποίος είναι εφάμιλλα δύσπεπτος με τον αιχμηρό κοινωνικό σχολιασμό του σεναρίου, μεσουρανούν και ευδοκιμούν –αντίστοιχα– τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας μας: Από τη μία, ο μεγαλομανής και χειραγωγός Τζέι Τζέι, ο οποίος κινείται από συναισθήματα παθολογικής αγάπης προς την αδελφή του, Σούζι (Σούζαν Χάρισον).

Από την άλλη, ο καιροσκόπος Φάλκο, ο οποίος μεσολαβεί καθ’ υπόδειξη του πρώτου, ώστε να χωρίσει τη Σούζι από τον μουσικό της τζαζ που έχει ερωτευθεί. Ο Χανσένκερ είναι ένας αλαζονικός μισάνθρωπος, ο οποίος δεν διαθέτει κανέναν αντισταθμιστικό παράγοντα στην εσωτερική μαυρίλα του. Ο βιτριολικός και κοφτερός σαν ξυράφι λόγος του από τις επιδείξεις δύναμης και τους έμμεσους εκβιασμούς σε σημαίνοντα πρόσωπα, μέχρι τις υποτιμητικές προσβολές στα πειθήνια όργανά του, είναι ικανός να τσακίσει τα πιο γερά κόκαλα, δίνοντας μια εικόνα του μεγαλομανούς τέρατος που έχει δημιουργήσει η καλπάζουσα ασθένεια της εξουσίας.

Τριγμούς στην παραπάνω εγωπαθή αφροσύνη θα προκαλέσει ο ερωτικός παρτενέρ της αδελφής του Χανσένκερ, ονόματι Στιβ Ντάλας (Μάρτιν Μίλνερ). Η καθηλωτική σκηνή του μεταξύ τους διαξιφισμού ηχεί σαν επαναλαμβανόμενη ριπή άβολης αλήθειας που βάλλει κατά του αφηγήματος του Τζέι Τζέι, ανατρέποντας την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται δικαιωματικά στο απυρόβλητο και δρομολογώντας τον ολοκληρωτικό εκτροχιασμό του εγωισμού του στο τελευταίο μέρος της ταινίας.

Μέσα από έναν πύρινο λόγο, ο Ντάλας αποδομεί όλα όσα εκπροσωπεί ο Νεοϋορκέζος αρθρογράφος, δίνοντας πάτημα σε ένα γενικότερο σχόλιο της ταινίας ενάντια στον κιτρινισμό, τη ρουσφετολογία, την ευνοιοκρατία και την προπαγανδιστική λογική που ορίζουν το εκφυλισμένο «λειτούργημά» του, αλλά και στο πιστό αναγνωστικό κοινό που συντηρεί την «τέταρτη εξουσία» στην πιο εκτρωματική μορφή της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χανσένκερ εκλαμβάνει την κριτική του Ντάλας ως συλλήβδην επίθεση σε όλους τους αναγνώστες του, οι οποίοι του έχουν δώσει τη σημερινή του δύναμη.

Ο έτερος πρωταγωνιστής Φάλκο είναι ένας χαρακτήρας τόσο «αμερικανοθρεμμένα» αφοσιωμένος στο κυνήγι της επιτυχίας, ώστε φθάνει στο σημείο να την επιδιώκει με κάθε τίμημα. Μηχανορράφος και δολοπλόκος, αναδίδει μια αλήτικη και συνάμα χαρισματικά αστεράτη αύρα, η οποία δεν σου επιτρέπει να τον μισήσεις.

Δίνεται έτσι η ευκαιρία στον ζεν πρεμιέ Τόνι Κέρτις να σπάσει τα στερεότυπα στον ρόλο του φανταχτερά γλιτσερού αντιήρωα, αποτελώντας το ιδανικό αντίβαρο στην ανατριχιαστική επιτομή της κοινωνιοπαθούς μεγαλομανίας που ερμηνεύει ο Λάνκαστερ. Σε αυτόν τον άπληστο κόσμο που ζει κινούμενος πάνω στις πολύβουες και χωρίς σταματημό ράγες προς την υλοποίηση του αμερικανικού ονείρου, η «αχίλλειος πτέρνα» είναι πάντα το εγγενές καλό που έχει απομείνει.

Για τον Φάλκο, ο οποίος έχει εξαπατήσει και εκβιάσει συναισθηματικά τόσο και τόσο κόσμο προκειμένου να ανέλθει, είναι μια ποιητική απόδοση δικαιοσύνης το γεγονός ότι τα απομεινάρια ανθρωπιάς στην ψυχή του είναι τελικά αυτά που τον «καταδικάζουν»: Η μειλίχια, φαινομενικά άτολμη και παθητική αδελφή του Τζέι Τζέι, η οποία συνεχώς εξαπατάται λόγω της αγνότητάς της (όπως και ο σύντροφός της λόγω της ευθύτητας και της ντομπροσύνης του), αποφασίζει να «ωριμάσει» και να πολεμήσει τους δυνάστες της με τα ίδια τους τα όπλα, καταφέρνοντας τελικά να κερδίσει την «παρτίδα». Θα λέγαμε ότι το βασικότερο αναγνωριστικό σημάδι του πεσιμισμού που διαρρέει την ταινία είναι το γεγονός ότι κάθε ευγενές κίνητρο ή συναίσθημα αντιμετωπίζεται από τους επιτήδειους ως σκαλοπάτι για να πατήσουν πάνω του και να πραγματοποιήσουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους. Οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή μοιάζει με μειονέκτημα στο κυνήγι της επίτευξης της «σκοτεινής» επιτυχίας που επιδιώκουν οι «σκοτεινοί» χαρακτήρες του έργου.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μια ταινία που εγκολπώνεται τόση απαισιοδοξία, ζόφο και κυνισμό για να καταγγείλει τον σάπιο κόσμο της δημοσιογραφίας, αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το σύγχρονό της κοινό. Παρ’ όλα αυτά, το «Sweet Smell of Success» κατατάσσεται σήμερα ανάμεσα στα νουάρ αριστουργήματα και θα πρέπει να λογίζεται ως ένα έμμεσο κάλεσμα ανασύνταξης και συμπόρευσης σε μια πιο έντιμη και αδέσμευτη δημοσιογραφία.