Τάσος Μίχος, ο άνθρωπος που μετέτρεψε το ακτινίδιο από ένα άγνωστο φρούτο σε εθνικό κεφάλαιο

Μπορεί σήμερα οι πάντες να γνωρίζουν ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν αυτός που έφερε την πατάτα στην Ελλάδα μετά την επανάσταση του 1821, ωστόσο, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ένας οραματιστής γεωπόνος, ο Τάσος Μίχος, χάριζε στον τόπο κάτι εξίσου πολύτιμο: Το ακτινίδιο. Ένα φρούτο που ήρθε σιωπηλά, μέσα από ένα γαλλικό περιοδικό, και έγινε με τον καιρό ένα από τα ισχυρότερα χαρτιά της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, κατακτώντας αγορές σε όλο τον κόσμο.
Γεννημένος το 1929 στην Κορησό Καστοριάς, ο Τάσος Μίχος ήταν παιδί του πολέμου. Έφυγε από το χωριό του με μια λεπτή κουβέρτα κάτω από τη μασχάλη και μέσα από ταραγμένες εποχές βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει γεωπονία. Ήταν ο μόνος από τα τρία αδέλφια του που άφησε τα χωράφια για τη γνώση και, ειρωνικά, ήταν η γνώση αυτή που τον έφερε πάλι πίσω στη γη, αυτή τη φορά για να την αλλάξει.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών και των μεταπτυχιακών του σε Ιταλία και Γαλλία, έμαθε για ένα άγνωστο τότε φρούτο: Το «kiwi» – δηλαδή το γνωστό μας, σήμερα, ακτινίδιο. Ένα φρούτο γεμάτο βιταμίνη C, αντιοξειδωτικά και μοναδική γεύση, που ευδοκιμούσε σε περιοχές παρόμοιες με τον ελληνικό κάμπο.
Στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας
Ο Μίχος δεν είδε στο ακτινίδιο απλώς έναν εξωτικό καρπό. Είδε ένα μέλλον. Μια προοπτική. Επικοινώνησε με το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, κατάφερε να φέρει τα πρώτα δέκα δενδρύλλια στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας και τα φύτεψε δοκιμαστικά στον Σβορώνο Κατερίνης. Και, κάπως έτσι, ξεκίνησε η ελληνική ιστορία του ακτινιδίου.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80. Η Ελλάδα ήταν, πλέον, πλήρες μέλος της ΕΟΚ. Οι καπνοκαλλιέργειες είχαν αρχίσει να φθίνουν, τα παραδοσιακά προϊόντα δεν επαρκούσαν πια. Οι αγρότες της Πιερίας, όπως και πολλοί άλλοι, ένιωθαν τον χρόνο να «σβήνει» το χωράφι τους. Χρειαζόταν κάτι καινούργιο. Κάτι που δεν υπήρχε. Κάτι που… έμοιαζε αδύνατο.
Κάπου εκεί, ο γεωπόνος Τάσος Μίχος είδε ένα παράξενο φρούτο: Το ακτινίδιο. Το είδε και δεν το προσπέρασε. Το τόλμησε. Ξεκίνησε μόνος. Μελέτησε, πειραματίστηκε, αγωνίστηκε. Οργάνωσε παραγωγούς, μίλησε με επιμονή, έσπειρε γνώση. Δεν μοίρασε υποσχέσεις, παρά μόνο αλήθειες. Και τα δέντρα τον πίστεψαν πρώτα. Άρχισαν να καρπίζουν. Και μαζί τους, καρποφόρησε και η ελπίδα.
«Πράσινος χρυσός»
Ο Μίχος, όμως, είχε ήδη δει το μέλλον και δεν το διαπραγματευόταν. Οι «Βόρειοι» της Ευρώπης, οι μεγάλοι αγοραστές, τον λάτρεψαν. Ο Μίχος ήξερε τι έκανε. Έβαλε τον σπόρο και η Ελλάδα φρόντισε να τον καλλιεργήσει.
Το φυτό έπιασε, μεγάλωσε, καρποφόρησε και εξαπλώθηκε. Σήμερα, η Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός ακτινιδίου στον κόσμο. Μια χώρα που εξάγει τον «πράσινο χρυσό» σε δεκάδες αγορές, με προϊόντα ΠΓΕ και ΠΟΠ, και καλλιέργειες που αντικατέστησαν ακόμη και τον καπνό.
«Με το ακτινίδιο παντρέψαμε παιδιά, χτίσαμε σπίτια. Να είναι καλά ο κ. Μίχος», λένε με ευγνωμοσύνη οι αγρότες της Πιερίας, εκεί όπου πρωτοφυτεύτηκαν τα δενδρύλλια. Και δεν είναι υπερβολή. Tο ακτινίδιο δεν έδωσε μόνο εισόδημα. Έδωσε ελπίδα, μέλλον και διεθνή προοπτική στην ελληνική γεωργία.
Παρακαταθήκη
Κι όμως, ο Μίχος δεν έμεινε μόνο στον σπόρο. Έδωσε και το όνομα: «Ακτινίδιο» – γιατί, όταν το κόψεις στη μέση, η τομή θυμίζει τις ακτίνες μιας ρόδας ποδηλάτου. Αυτό το βαφτιστικό όνομα έγινε πια σύμβολο εξαγωγικής επιτυχίας και αγροτικής καινοτομίας.
Δεν ήταν απλώς γεωπόνος. Ήταν ο σύγχρονος πολυμήχανος Οδυσσέας της ελληνικής υπαίθρου. Με διορατικότητα, επιμονή και γνώση, κατάφερε να αλλάξει το αγροτικό τοπίο της Ελλάδας. Δεν άφησε πίσω του μονάχα χωράφια με ακτινίδια, αλλά και μια βαριά παρακαταθήκη για το πώς ένας άνθρωπος με όραμα μπορεί να μεταμορφώσει έναν ολόκληρο τόπο.
Ο Τάσος Μίχος έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2023, σε ηλικία 94 ετών. Ήσυχα, όπως ήρθε και το ακτινίδιο. Μα η σιωπή του ανθρώπου δεν σβήνει τον ήχο του έργου του. Γιατί κάποιοι άνθρωποι, όπως και τα φυτά που έφεραν, ριζώνουν βαθιά και καρποφορούν για γενιές. Άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν μένουν στην ιστορία για το όνομά τους. Μένουν για το αποτύπωμα που αφήνουν στον τόπο. Για τις χιλιάδες οικογένειες που σήμερα ζουν με αξιοπρέπεια. Για τους νέους που ξαναγυρίζουν στα χωράφια και βρίσκουν μέλλον. Για τη χώρα, που έχει μία ακόμη ιστορία να πει, από αυτές που δεν λέγονται στα δελτία ειδήσεων, αλλά γράφονται στις σκιές των δέντρων και στις παλάμες των εργατών.
του συγγραφέα, Ηλία Παναγιωτακάκου