Οι τοπικές και γηγενείς ποικιλίες και ο φυτικός πλούτος της Λήμνου – Πηγή ευημερίας για την τοπική κοινωνία

των Πηνελόπης Μπεμπέλη και Ροίκου Θανόπουλου*

Οι τοπικές ποικιλίες αφορούν τα ετήσια είδη και ονομάζονται επίσης τοπικοί πληθυσμοί, ντόπιες ποικιλίες, παραδοσιακές ποικιλίες, ποικιλίες αγροτών. Οι πρώτες τοπικές ποικιλίες γεννήθηκαν εκεί που ξεκίνησε η γεωργία, στα κέντρα εξημέρωσης των φυτών, με επιλογή των γεωργών και της φύσης.

Οι παραδοσιακές ποικιλίες των πολυετών ειδών είναι γνωστές ως γηγενείς ποικιλίες, αφού υπάρχουν στον τόπο μας εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, όπως η ελιά, η συκιά και η άμπελος. Η γενετική ποικιλομορφία που τις χαρακτηρίζει τις βοηθάει να εξελίσσονται, να προσαρμόζονται και να παρουσιάζουν ανθεκτικότητα σε βιοτικές και αβιοτικές καταπονήσεις. Η δημιουργία τους και διατήρησή τους συνυφαίνεται με τη ζωή των ανθρώπων και συνδέονται στενά με την παράδοση, τα έθιμα, τις διαλέκτους και τις γιορτές, αποτελώντας ένα πολιτισμικό αγαθό.

Στην Ελλάδα, το σταυροδρόμι τριών Ηπείρων, με την ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλομορφία γεωμορφολογίας, μωσαϊκών μικροκλιμάτων, τη μακραίωνη γεωργική ιστορία και τις ιδιαίτερες, πολύμορφες και δύσκολες συνθήκες για την αντιμετώπιση των οποίων ο γεωργός επινόησε διάφορες καλλιεργητικές πρακτικές, σμίλεψε αναβαθμίδες, αξιοποίησε την εμπειρία του και δημιούργησε έναν πλούτο γηγενών και τοπικών ποικιλιών.

Η βιομηχανική ανάπτυξη και η αστυφιλία, ο διαχωρισμός περιοχών παραγωγής και κατανάλωσης, οι διαφορετικοί τρόποι καλλιέργειας και η απαίτηση για ποικιλίες με υψηλές αποδόσεις οδήγησαν στην αντικατάσταση των ετερογενών εγχώριων ποικιλιών με ομοιόμορφες βελτιωμένες και υψηλοαποδοτικές ποικιλίες. Οι ποικιλίες αυτές, όμως, απαιτούσαν και απαιτούν υψηλές εισροές (νερό, λίπασμα, φυτοφάρμακα κ.λπ.), συνεπώς και αυξημένα οικονομικά κόστη.

Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια πολλών τοπικών ποικιλιών, δηλαδή γενετικού υλικού, και, συνεπώς, και αγροβιοποικιλότητας. Το φαινόμενο αυτό της απώλειας γενετικού υλικού ονομάζεται γενετική διάβρωση και θέτει σε κίνδυνο τις καλλιέργειες, γιατί τις οδηγεί σε γενετική ευπάθεια σε βιοτικές καταπονήσεις, όπως προσβολές από έντομα και ασθένειες, αλλά και σε αβιοτικές καταπονήσεις, όπως ξηρασία.

Αναντικατάστατοι γενετικοί πόροι οι τοπικές ποικιλίες

Παρά τις αλλαγές στη γεωργία και τη ραγδαία αντικατάσταση των τοπικών ποικιλιών με τη διάδοση των βελτιωμένων, σε πολλές περιοχές οι αγρότες συνεχίζουν να διατηρούν τις τοπικές ποικιλίες μέσω της καλλιέργειας.

Οι τοπικές ποικιλίες συνεχίζουν ακόμα και σήμερα το ταξίδι τους στον χρόνο στα χωράφια απομακρυσμένων περιοχών από καλλιεργητές που πιστεύουν στην αξία τους και συνεχίζουν την παράδοση που παρέλαβαν από τους προγόνους τους, αλλά και σε κήπους και μικρά μποστάνια ακούραστων ηλικιωμένων, αλλά και ενθουσιωδών νέων ερασιτεχνών καλλιεργητών. Αυτό αποδεικνύει η εκτεταμένη έρευνα συλλογής της Τράπεζας Διατήρησης Γενετικού Υλικού του 2004-2006 και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου (2010-2021). Εκατοντάδες τοπικές και γηγενείς ποικιλίες καλλιεργούνται ακόμα σε όλη την Ελλάδα, που πρέπει να προσέξουμε και να διασώσουμε.

Οι τοπικές ποικιλίες δεν είναι όμως κειμήλια, αλλά αναντικατάστατοι γενετικοί πόροι που έχουν συνεισφέρει γενετικό υλικό στη δημιουργία βελτιωμένων ποικιλιών και θα παίξουν σημαντικό ρόλο άμεσα ή έμμεσα στην αντιμετώπιση της πρόκλησης της κλιματικής αλλαγής, λόγω της πλούσιας και ανεξερεύνητης γονιδιακής δεξαμενής τους.

Οι γηγενείς ποικιλίες της αμπέλου και της ελιάς είναι εκείνες που απέδειξαν την οικονομική σημασία των προϊόντων τους. Παρά την εμφάνιση στην αμπελοκαλλιέργεια εισαγόμενων ποικιλιών, οι γηγενείς ποικιλίες προτιμώνται από τους καταναλωτές και τα κρασιά των γηγενών ποικιλιών της Ελλάδας είναι ονομαστά. Γηγενείς ποικιλίες ελιάς, με την ανησυχητική κυριαρχία της Κορωνέικης, που εκτοπίζει άλλες γηγενείς ποικιλίες, είναι αυτές που έδιναν και δίνουν πάντα το ελαιόλαδο του τόπου μας.

Όμως, και οι τοπικές ποικιλίες πολλών άλλων καλλιεργειών απολαμβάνουν την εκτίμηση των καταναλωτών, γιατί παράγουν προϊόντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχουν υψηλότερη τιμή από άλλες ποικιλίες, όπως η ονομαστή ΠΟΠ φάβα Σαντορίνης, το ΠΟΠ τοματάκι Σαντορίνης, τα φασόλια Γίγαντες και Ελέφαντες Πρεσπών και Καστοριάς, οι βανίλιες και το λαθούρι Φενεού, το κατσούνι Σχοινούσας, ο φάβας της Αμοργού, τα σκόρδα Βύσσας, το ρόδι Ερμιόνης, τα ξερά σύκα Ταξιάρχη Κύμης, τα Χιώτικα μανταρίνια, η Κορινθιακή σταφίδα. Παράλληλα, πληθαίνουν τα παραδείγματα και εμπορικής αξιοποίησης λιγότερο γνωστών τοπικών ποικιλιών με σημαντικές συνέργειες στις τοπικές οικονομίες, στον τουρισμό και στη γαστρονομία.

Το Εργαστήριο Βελτίωσης Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού έχει διατρέξει μια διαδρομή ανακαλύψεων τοπικών και γηγενών ποικιλιών με συστηματική έρευνα πεδίου, αλλά και εργαστηρίου μέσα από προπτυχιακές και μεταπτυχιακές μελέτες, προγράμματα και εκδηλώσεις, με συνεχή ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας και πρωτίστως με τους στενούς δεσμούς που αναπτύσσει με τους αγρότες και τους κατοίκους των περιοχών έρευνας. Διότι, τα εντυπωσιακά ευρήματα ξεχασμένων γεωργικών ειδών και ποικιλιών είναι ταυτισμένα με τους ανθρώπους που τα καλλιεργούσαν, ανθρώπους που μας καλοδέχτηκαν στα σπίτια τους και μας άνοιξαν την καρδιά τους.

Η Λήμνος, παγκόσμιο πρότυπο διατήρησης τοπικής αγροβιοποικιλότητας

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρουμε την περίπτωση της Λήμνου, ενός νησιού με μακρόχρονη γεωργική ιστορία, που εξακολουθεί και σήμερα να παραμένει ένα νησί με γεωργικό χαρακτήρα. Στη διάρκεια της πολύχρονης διεξαγωγής έρευνας για τις τοπικές και γηγενείς ποικιλίες της, διαπιστώθηκε ότι η Λήμνος αποτελεί έναν πολύ ενδιαφέροντα τόπο, από γεωπονική άποψη, για την εξέλιξη των τοπικών ποικιλιών.

Οι κάτοικοί της διατηρούν ένα πολύ μεγάλο μέρος τοπικών και γηγενών ποικιλιών που συνεισφέρουν στην οικονομία του νησιού, με πρεσβευτές τους εξαιρετικούς οίνους, προϊόντα των ποικιλιών «Μοσχάτο Αλεξανδρείας» και «Καλαμπάκι ή Λημνιό», αλλά και το ιδιαίτερο ασπρομύτικο φασολάκι Ατσικής (Vigna unguiculata) (Εικόνα 1.1 και 1.2), τον άφκο, ντόπια φάβα που ανήκει στο είδος Lathyrus ochrus (Εικόνα 2.1 και 2,2), το λαφύρι που είναι η δεύτερη φάβα του νησιού, ανήκει στο βοτανικό είδος Lathyrus sativus και ξεχωρίζει από την πρώτη με ιδιαίτερα και αυτή οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (Εικονα 3.1 και 3.2), το κριθάρι Παναγιάς (Εικόνα 4), που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, αλλά και στην παρασκευή παξιμαδιών σε εμπορική κλίμακα.

Εικόνα 4 κριθάρι Παναγιάς

Υπάρχουν και οι λιγότερο γνωστές, αλλά εξίσου σημαντικές γηγενείς ποικιλίες, όπως τα σύκα Κάσπακα, που παρασκευάζονται με ιδιαίτερο παραδοσιακό τρόπο, το καρυδάκι Λήμνου (γηγενής ποικιλία αμυγδαλιάς και όχι καρυδιάς), η τοπική ποικιλία σουσαμιού (από το οποίο παρασκευάζεται εξαιρετικό ταχίνι) (Εικόνα 5.1 και 5.2), το αράπικο φιστίκι με δύο τοπικές ποικιλίες, τα «φούλια» και την «αραχίδα» (Εικόνα 6), τα πεπόνια «βόντενες», το γλυκάνισο με έντονο άρωμα, τα ρεβίθια, οι μπάμιες, οι τομάτες («μ’λουδια», «απιδάτες» και πολλές άλλες), το στάρι Λήμνος (που έχει επιλεγεί από την τοπική ποικιλία «Ασπρόσταρο Ρωμανού»), το φρέσκο φασολάκι και φασόλες, τα λεμπνάρια (λούπινα), τα κουκιά, τα κλωσσάγγουρα, το χειμωνιάτικο καρπούζι, η πετροκολοκύθα που φτιάχνουν τα ρετσέλια (γλυκό του κουταλιού).

Εικόνα 6 αράπικο φιστίκι

Στη Λήμνο καλλιεργείται ακόμα ρόβη (Vicia ervilia (L.) Willd.), ένα πια πολύ σπάνια καλλιεργούμενο είδος, που εξαφανίστηκε σταδιακά από την καλλιέργεια στην Ελλάδα μετά το 1970. Η ανακάλυψη της ρόβης στη Λήμνο είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση διατήρησης της ποικιλίας από τον αγρότη χωρίς κανένα άμεσο όφελος για αυτόν, αλλά με κριτήριο την αγάπη του για τη διάσωση των σπόρων των προγόνων του. Όμως, αν δεν ληφθούν μέτρα, η ρόβη θα χαθεί και από τη Λήμνο.

Το νησί, όμως, διατηρεί και ενδιαφέρουσα ποικιλότητα αυτοφυών φυτικών ειδών, της οποίας η μελέτη είχε ξεκινήσει από πολλούς βοτανικούς επιστήμονες εδώ και πολλές δεκαετίες. Η Λήμνος διατηρεί και μια σπάνια ποικιλότητα σε άγριους συγγενείς καλλιεργούμενων ειδών, όπως η πληθώρα των αγριοσίταρων και αγριοτρίφυλλων που φιλοξενεί στα χώματά της.

Οι άγριοι συγγενείς είναι φυτικά είδη που είναι αυτοφυή, αλλά έχουν έναν βαθμό συγγένειας με τα καλλιεργούμενα γεωργικά φυτικά είδη και αποτελούν μια σημαντική πηγή γενετικού υλικού και μπορούν να δώσουν στα καλλιεργούμενα είδη αυξημένη ανθεκτικότητα σε βιοτικούς (έντομα, παθογόνα) και αβιοτικούς παράγοντες (ξηρασία, αλατότητα κ.λπ.) και άλλα επιθυμητά χαρακτηριστικά μέσω των κατάλληλων επιστημονικών μεθόδων.

Στη Λήμνο συναντώνται, επίσης, αρωματικά, φαρμακευτικά και αυτοφυή λαχανευόμενα που οι Λημνιοί έχουν μάθει μέσω της παραδοσιακής γνώσης να τα αξιοποιούν στην καθημερινότητά τους με ίδιο ή διαφορετικό τρόπο από ό,τι σε άλλες περιοχές, γιατί ο κάθε τόπος έχει τη δικιά του ιστορία και τις δικές του παραδόσεις, μοναδικότητες και ιδιαιτερότητες που πρέπει να μην ισοπεδωθούν, αλλά να αναδεικνύονται.

Στην 2η Έκθεση για τους Φυτογενετικούς Πόρους στη Γεωργία, που έστειλε η χώρα μας στον Οργανισμό Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ, συμπεριλαμβάνουν τη Λήμνο, μεταξύ άλλων περιοχών της Ελλάδας, ως περιοχή πλούσια σε φυτογενετικούς πόρους. Ο πλούτος αυτός αποτελεί βασικό στοιχείο της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης, μια ήπιας μορφής γεωργία, με χαμηλές εισροές και χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης, και να προσδίδει προστιθέμενη αξία στα μοναδικά και αναγνωρίσιμα τοπικά προϊόντα της.

Τα λημνιά προϊόντα, με ταυτότητα και ιδιαιτερότητα, που ευδοκιμούν κόντρα σε μια γεωργία παγκοσμιοποίησης που όλα τείνουν να εξομοιωθούν, δείχνουν μια δυναμική που διατήρησαν οι αγρότες του νησιού. Εκφράζουν έναν τομέα της γεωργίας και ειδικότερα της φυτικής παραγωγής που έχει προσφέρει στο παρελθόν, υπάρχει σήμερα δυναμικά και μπορεί να αναπτυχθεί στο μέλλον, εφόσον εργαστούμε όλοι μας μεθοδικά.

Το απόσταγμα δώδεκα χρόνων έρευνας για τις τοπικές ποικιλίες στο νησί του Ηφαίστου, τη Λήμνο, αποτυπώθηκε στο βιβλίο «Ο Φυτικός Πλούτος της Λήμνου – Πηγή Ευημερίας για την τοπική κοινωνία», έκδοση MEDINA. Σε έναν πρότυπο συνδυασμό για τα ελληνικά δεδομένα, παρουσιάζονται ερευνητικά αποτελέσματα για τους φυσικούς πόρους της Λήμνου. Με τη συμμετοχή 21 Ελλήνων και ξένων επιστημόνων από ελληνικά και διεθνή πανεπιστήμια και ιδρύματα, καθώς και ανεξάρτητων ερευνητών, καλύπτεται μια πλούσια θεματολογία.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρεις κύριες ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στο φυσικό περιβάλλον και στη γεωργική ιστορία της Λήμνου και περιλαμβάνει πολλά θέματα. Αρχίζει από την προϊστορική και ιστορική εποχή και παρουσιάζει τα αρχαιοβοτανικά ευρήματα, τις αγροτικές παραδόσεις και το αγροτικό τοπίο. Στη δεύτερη ενότητα γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση των εδαφών της Λήμνου, των ιδιοτήτων τους, ειδικά της γονιμότητάς τους, και δίνονται οδηγίες για ορθές πρακτικές διαχείρισής τους.

Η δεύτερη ενότητα συνεχίζει με την παρουσίαση της χλωρίδας της Λήμνου, αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας, η οποία στα επόμενα κεφάλαια αναλύεται για τις χρήσεις ως φαρμακευτική, αρωματική, νομευτική, χρηστική κ.λπ. Η ενότητα ολοκληρώνεται με τα αποτελέσματα της πολυετούς έρευνας του Εργαστηρίου Βελτίωσης Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού και παρουσιάζονται οι πλούσιες συλλογές τοπικών ποικιλιών, αλλά και η καταγραφή ποικιλιών οπωροφόρων και της αμπέλου.

Στην τρίτη ενότητα παρατίθεται ένα εισαγωγικό κεφάλαιο για την πολυδιάστατη σημασία των τοπικών ποικιλιών και για τη νομοθεσία που τις αφορά, περιγράφονται πολλές από αυτές και προτείνονται προς αξιοποίηση με συγκεκριμένες προτάσεις από την τοπική κοινωνία. Τέλος, διατυπώνονται προτάσεις μιας ολοκληρωμένης πολιτικής διάσωσης, προστασίας και αξιοποίησης των τοπικών ποικιλιών.

Αυτό που συμβαίνει στη Λήμνο δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον κανόνα, όπως αποδεικνύει έρευνα του ΓΠΑ σε διάφορες περιοχές. Οι τοπικές και γηγενείς ποικιλίες βρίσκονται παντού και η πολιτεία μαζί με την επιστημονική κοινότητα και τους καλλιεργητές θα πρέπει να τις διασώσουν.


*Η Πηνελόπη Μπεμπέλη είναι καθηγήτρια του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύντρια του Ινστιτούτου Φυτογενετικών Πόρων. Έχει μεγάλη εμπειρία σε θέματα αγροβιοποικιλότητας και φυτογενετικών πόρων και ιδιαίτερα εγχώριων πληθυσμών (τοπικών ποικιλιών).
Ο Δρ. Ροίκος Θανόπουλος είναι γεωπόνος και συνεργάτης στην έρευνα για τις τοπικές ποικιλίες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχει οργανώσει συλλογές εγχώριου γενετικού υλικού και έχει συμβάλει στην ανάδειξή τους.