Σε χαμηλό εξαετίας τα αποθέματα ελαιολάδου στην ΕΕ

Μικρό στοκ και δυσοίωνες προοπτικές για τη νέα σοδειά συντηρούν την άνοδο των τιμών

Με τα ευρωπαϊκά αποθέματα στα χαμηλότερα επίπεδα τουλάχιστον της τελευταίας εξαετίας θα ξεκινήσει, όπως όλα δείχνουν, η νέα εμπορική σεζόν στο ελαιόλαδο για την οποία μάλιστα οι προβλέψεις, σε ό,τι αφορά τους όγκους παραγωγής, κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι.

O συνδυασμός αυτός αναμένεται να συντηρήσει την ανοδική πορεία των τιμών, οι οποίες έχουν ήδη υπερδιπλασιαστεί σε σύγκριση με τους μέσους όρους της τελευταίας πενταετίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Κομισιόν που παρουσιάστηκαν σε συνεδρίαση της DG Agri, η μέση τιμή παραγωγού του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στη χώρα μας αναρριχήθηκε τον Ιούνιο στα 6 ευρώ/κιλό, ενισχυμένη κατά 78,8% σε ετήσια βάση και κατά 114,4% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας.

Ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι αυξήσεις στην Ισπανία, όπου η μέση τιμή διαμορφώθηκε σε 6,40 ευρώ/κιλό, δηλαδή 133,8% πάνω από τον μέσο όρο της πενταετίας και 89,4% πάνω από την προηγούμενη χρονιά.

Πιο συγκρατημένες ήταν στην Ιταλία, που διατηρεί τα πρωτεία των τιμών σε επίπεδο ΕΕ, με την απόσταση ωστόσο που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες να ψαλιδίζεται. Η μέση τιμή τον Ιούνιο στη γειτονική χώρα έφτασε τα 7,18 ευρώ/κιλό, αυξημένη κατά 70,1% σε σχέση με την τελευταία πενταετία και κατά 67,4% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.

Στο παρθένο ελαιόλαδο, η μέση τιμή παραγωγού στη χώρα μας έφτασε τον Ιούνιο τα 5 ευρώ/κιλό, με αύξηση 120,5% από την τελευταία πενταετία και 85,2% από πέρυσι, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα για την Ισπανία και την Ιταλία ήταν 6,09 ευρώ (+142,8% σε σχέση με την πενταετία και +86,4% σε σχέση με πέρυσι) και 6,17 ευρώ/κιλό (+125% σε σχέση με την πενταετία και +103% σε σχέση με πέρυσι).

Τέλος, στο λαμπάντε, η μέση τιμή στην Ελλάδα ανήλθε στα 3,80 ευρώ/κιλό, σχεδόν διπλάσια δηλαδή από την αντίστοιχη της πενταετίας (+99,4%) και αυξημένη κατά 65,2% σε σχέση με πέρυσι.

Αντίστοιχα, στην Ισπανία, η μέση τιμή του λαμπάντε ήταν 5,86 ευρώ (+142,4% σε σύγκριση με την πενταετία και +82,5% σε ετήσια βάση) και στην Ιταλία 5,04 ευρώ/κιλό (+143,7% στην πενταετία, +89,5% σε ετήσια βάση).

Αρνητικό ρεκόρ 30 ετών για την ΕΕ

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που παρουσίασαν στη συνεδρίαση της DG Agri οι ειδικοί της Επιτροπής Διαλόγου, η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου τη σεζόν 2022/2023 ήταν μειωμένη κατά 26% σε σχέση με την προηγούμενη, φτάνοντας τους 2,505 εκατ. τόνους, με τη μεγαλύτερη μείωση (39%) να καταγράφεται στην ΕΕ, η οποία περιορίστηκε στους 1,4 εκατ. τόνους.

Πρόκειται για το χαμηλότερο νούμερο που έχει καταγραφεί από το 1994/1995 και έρχεται σε συνέχεια τεσσάρων συνεχόμενων «φτωχών» παραγωγικά σεζόν, με αποτέλεσμα η μείωση στο σύνολο της πενταετίας να φτάνει το 35%. Η παραγωγή της Ισπανίας που, σημειωτέον, αντιστοιχεί στο 50% των ποσοτήτων παγκοσμίως ανήλθε το 2022/2023 σε 664.000 τόνους, δηλαδή 56% κάτω από τους συνήθεις μέσους όρους της, ενώ η Ιταλία δεν ξεπέρασε τους 241.000 τόνους. Την ίδια στιγμή η Πορτογαλία, μετά το ρεκόρ των 206.000 τόνων του 2021/2022, έπεσε στους 126.000 τόνους.

Η Ελλάδα ήταν η μοναδική από τις κύριες χώρες-παραγωγούς της ΕΕ που κινήθηκε ανοδικά τόσο πέρυσι, όταν και έφτασε τους 340.000 τόνους (πολύ κοντά δηλαδή στους 346.000 τόνους της σεζόν 2017/2018), όσο και στο σύνολο της πενταετίας με αύξηση 47%. Εκτός ΕΕ, οι ποσότητες που παρήχθησαν στο σύνολό τους το 2022/2023 παρέμειναν αμετάβλητες στους 1,1 εκατ. τόνους, με σημαντικές διαφοροποιήσεις όμως μεταξύ των επιμέρους χωρών. Ειδικότερα, Τουρκία και Συρία κατέγραψαν αυξήσεις 17% και 27% αντίστοιχα ενώ, στον αντίποδα, η Τυνησία εμφάνισε μείωση 25% (στους 180.000 τόνους) και το Μαρόκο μείωση 22% (στους 156.000 τόνους).

Μειωμένες οι εξαγωγές

Σε εμπορικό επίπεδο, στους πρώτους επτά μήνες της σεζόν 2022/2023 οι εισαγωγές στην ΕΕ από τρίτες χώρες ανήλθαν σε 87.000 τόνους που αντιστοιχούν σε μείωση 3% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και σε μείωση 20% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας.

Για το σύνολο της σεζόν 2022/2023, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές τοποθετούνται από την Κομισιόν στους 170.000 τόνους, αυξημένες κατά 13% σε ετήσια βάση, προκειμένου να καλυφθεί το κενό της μειωμένης ευρωπαϊκής παραγωγής, με εκείνες όμως από την Τυνησία να κυμαίνονται κάτω του μέσου όρου της τελευταίας πενταετίας, ακριβώς λόγω της μειωμένης παραγωγής της βορειοαφρικανικής χώρας. Από την άλλη, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές στο επτάμηνο υποχώρησαν 17% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 376.000 τόνους, ήτοι 12% κάτω σε ορίζοντα πενταετίας. Η πτώση αυτή οφείλεται τόσο στη μειωμένη διαθεσιμότητα, όσο και στις υψηλές τιμές του ευρωπαϊκού ελαιολάδου, σε ένα περιβάλλον καλπάζοντος πληθωρισμού και αντανακλάται στις μειωμένες ποσότητες που εισήγαγαν χώρες που παραδοσιακά καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους από την ΕΕ.

Έτσι, οι εισαγωγές της ΗΠΑ ήταν μειωμένες κατά 20%, της Κίνας κατά 31%, του Καναδά κατά 18% και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά 17,3%. Για το σύνολο της εμπορικής περιόδου, οι εξαγωγές της ΕΕ εκτιμώνται από την Κομισιόν στους 620.000 τόνους, μειωμένες κατά 24% σε ετήσια βάση.

Προσθέτοντας τώρα στην «εξίσωση» την πρόβλεψη για μείωση 14% της κατανάλωσης εντός της ΕΕ, οι αναλυτές της Ομάδας Διαλόγου καταλήγουν στην εκτίμηση για αποθέματα μόλις 280.000 τόνων στο τέλος της σεζόν, πολύ κάτω δηλαδή από τους 671.000 τόνους του 2021/2022, τους 784.000 τόνους του 2018/2019 και τους 531.000 τόνους του 2017/2018.

Φτωχή παραγωγικά και η νέα χρονιά

Η κατάσταση αναφορικά με την παραγωγή της ΕΕ δεν προμηνύεται πολύ καλύτερη τη νέα ελαιοκομική σεζόν. Για τη χώρα μας, σύμφωνα με το αποκλειστικό ρεπορτάζ που δημοσίευσε στις 14 Ιουλίου η «ΥΧ», μια πρώτη πρόβλεψη που έχει ήδη κοινοποιηθεί στην Κομισιόν και απορρέει από τις εκτιμήσεις του ΥΠΑΑΤ και των κατά τόπους ΔΑΟΚ, τοποθετεί την παραγωγή του 2023/2024 σε κάτι παραπάνω από 215.000 τόνους, δηλαδή 24% κάτω από τη σεζόν 2022/2023. Η διαφαινόμενη αυτή πτώση αποδίδεται στο φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, αλλά και στις κλιματικές συνθήκες που επικράτησαν στη διάρκεια της φετινής χρονιάς.

Στην Ισπανία, οι ακραίες συνθήκες ξηρασίας των τελευταίων μηνών εντείνουν την αβεβαιότητα ενόψει της νέας ελαιοκομικής σεζόν. Με τα σημερινά δεδομένα, φαντάζει απίθανο η χώρα να «πιάσει» τους όγκους παλαιότερων ετών, καθώς η απουσία βροχοπτώσεων εκτιμάται ότι έχει επηρεάσει σοβαρά τόσο την ανθοφορία, όσο και την καρπόδεση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της συνεδρίασης της DG Agri, εκπρόσωπος της βιομηχανίας και μέλος τoυ FEDOLIVE (σ.σ. Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελαιολάδου) έκανε λόγο για μικρή αύξηση της παραγωγής, η οποία όμως δεν θα ξεπεράσει τους 800.000 τόνους.

Ωστόσο, μέλος του CEJA (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Νέων Αγροτών) εκτίμησε ότι η νέα ισπανική παραγωγή ενδεχομένως να είναι εντέλει μειωμένη κατά 30% σε σχέση με την περίοδο 2022/2023 επικαλούμενος, πέραν των αντίξοων κλιματικών συνθηκών, και την επιβάρυνση των παραδοσιακών μη αρδευόμενων ελαιώνων από τα Οικολογικά Σχήματα (eco-schemes).

Ελαφρώς πιο αισιόδοξες είναι οι προοπτικές για την ιταλική παραγωγή καθώς, σύμφωνα με εκπρόσωπο των COPA – COGECA, αναμένεται να ανακάμψει την επόμενη σεζόν, όχι όμως σε εντυπωσιακό βαθμό, δεδομένου ότι οι πρόσφατες βροχοπτώσεις εκτιμάται ότι έχουν επηρεάσει την ανθοφορία των ελαιοδέντρων.

Τέλος, στην Πορτογαλία, σύμφωνα με μέλος του FEDOLIVE από τη χώρα που μίλησε στη συνεδρίαση, αν και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια νέα παραγωγή-ρεκόρ, η τρέχουσα ξηρασία φαίνεται ότι αλλάζει τα δεδομένα, με αποτέλεσμα οι 150.000 τόνοι να είναι μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση για τη σεζόν 2023/2024.

Τα αποθέματα της ΕΕ στο τέλος της σεζόν

 

 

COPA-COGECA
Στα 11 ευρώ βλέπουν το έξτρα παρθένο οι Ιταλοί τη νέα σεζόν

Η χαμηλή διαθεσιμότητα, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που πλανάται πάνω από τη νέα σοδειά, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την άνοδο των τιμών οι οποίες, σύμφωνα με μέλος των COPA – COGECA, δεν αποκλείεται να αγγίξουν στην Ιταλία τα 11 ευρώ/κιλό την επόμενη ελαιοκομική σεζόν.

Όπως επισήμανε, αυτήν τη στιγμή, η τιμή του έξτρα παρθένου στη γειτονική χώρα έχει σκαρφαλώσει στα 8 ευρώ/κιλό, γεγονός που έχει οδηγήσει στη μείωση των πωλούμενων όγκων. Ο ίδιος υπογράμμισε επίσης την ανάγκη τα σούπερ μάρκετ να αποδεχτούν τις αυξήσεις τιμών που ζητούν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων.

Σύμφωνα με το μέλος των COPA – COGECA, τα αποθέματα αυτήν τη στιγμή στη γειτονική χώρα ανέρχονται σε 235.000 τόνους, δηλαδή 40% κάτω από το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.

Άδεια η αγορά

Ομοίως, στην Ισπανία τα αποθέματα δεν ξεπερνούν τους 500.000 τόνους και σχεδόν στο σύνολό τους έχουν πωληθεί, έστω κι αν δεν έχουν ακόμα διατεθεί, κάτι που σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν ποσότητες προς πώληση.

Εκπρόσωπος του FEDOLIVE από την ιβηρική χώρα ανέφερε ότι η επίπτωση των ανατιμήσεων στις εξαγωγές δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως αισθητή, γιατί στην αρχή της εμπορικής περιόδου οι εξαγωγείς καθυστέρησαν, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, να «περάσουν» τις αυξημένες τιμές στους πελάτες τους.

Εξέφρασε επίσης την ανησυχία για το ενδεχόμενο κάποιες τρίτες χώρες να στραφούν σε άλλες προελεύσεις, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, «χτίζοντας» νέες εμπορικές σχέσεις που μακροπρόθεσμα θα αποδειχθούν επιζήμιες για τους Ευρωπαίους παραγωγούς. Εξίσου ανησυχητική είναι, σύμφωνα με το ίδιο μέλος, και η προοπτική οι καταναλωτές παγκοσμίως να οδηγηθούν σε φθηνότερες του ελαιολάδου εναλλακτικές.

Δεν πουλάνε οι παραγωγοί

Περιγράφοντας την κατάσταση στην ελληνική αγορά, ο εκπρόσωπος των COPA – COGECA από τη χώρα μας σημείωσε στη συνεδρίαση της DG Agri ότι ο τιμές έχουν αναρριχηθεί από τα 3-3,50 ευρώ στα 6-6,50 ευρώ/κιλό και οι περισσότεροι παραγωγοί δεν πουλάνε το στοκ, προσδοκώντας ότι θα συνεχίσει να ανεβαίνει.

Παράλληλα, εξέφρασε τον φόβο για την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι υψηλές τιμές στην κατανάλωση τόσο σε εθνικό, όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Χαρακτηριστικές επ’ αυτού είναι οι προβλέψεις των ειδικών της Ομάδας Διαλόγου για υποχώρηση της κατανάλωσης στις τέσσερις βασικές χώρες-παραγωγούς (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία) κάτω από τους 1 εκατ. τόνους έναντι 1,2 εκατ. τόνων που αναμένονταν μέχρι πρόσφατα.

Στη διάρκεια της συνεδρίασης της DG Agri, υπήρξαν φωνές εκ μέρους της βιομηχανίας για μια αναπροσαρμογή της εμπορικής συμφωνίας ΕΕ- Τυνησίας στην κατεύθυνση της προσωρινής απελευθέρωσης των εισαγωγών από τη βορειοαφρικανική χώρα-προκειμένου να καλυφθεί το κενό από τη μειωμένη ευρωπαϊκή παραγωγή.