«Υείαν και ευλογίαν και καλόν χρονίαν» εύχεται ο Πολιτιστικός Όμιλος Ποντίων Θρυλορίου Κομοτηνής

Καλοφαγάδες, με σεβασμό όμως στην παράδοση, είναι οι Πόντιοι σε όποιο μέρος κι αν βρίσκονται. Στην εκπνοή του 2022, η πρόεδρος του Πολιτιστικού Ομίλου Ποντίων Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς», Χρύσα Μαυρίδου, ξετυλίγει στην «ΥΧ» το νήμα της γαστρονομικής παράδοσης, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους, από διαφορετικές περιοχές του Πόντου.

Μικροί και μεγάλοι κρατούσαν νηστεία για τα Χριστούγεννα. Επίσης, όλοι μεγάλωναν γουρούνι για να το σφάξουν τα Χριστούγεννα, γιατί αποτελούσε κύρια πηγή τροφής.

«Έσφαζαν το γουρούνι και δεν πετούσαν τίποτα. Φτιάχνανε καβουρμά, λουκάνικα, κόβανε μπριζόλες, φτιάχνανε παστουρμά, τσιλγανιά, που είναι κομματάκια μικρά από το κρέας του γουρουνιού, ανακατεμένα με το λίπος, τα οποία αποθήκευαν σε πιθάρια. Εκτός των περιόδων νηστείας, χρησιμοποιούσαν το λίπος σε όλα τα φαγητά». Επίσης, έφτιαχναν παστό ή λαρδί.

«Η θεία μου η Βαρβάρα διηγείται ότι ο παππούς μου έπαιρνε το χοντρό κομμάτι του λίπους, αυτό το γουρούνι το χώριζε στη μέση, έβαζε το χοντρό αλάτι και το τοποθετούσε ανάμεσα σε κομμάτια ξύλου, πρόσθετε ένα βάρος κι αυτό ψηνόταν με το αλάτι. Ταίριαζε πολύ με το τσίπουρο», περιγράφει. Επίσης, μαγείρευαν λαχανίδες με κρέας.

Τα κλασικά φαγητά ήταν η κοτόσουπα, η κότα με το πλιγούρι κι επιπλέον στο Θρυλόριο έφτιαχναν πατσά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. «Στη Νικομήδεια, η θεία μου είχαν κοτόσουπα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και στον πρωτοχρονιάτικο πατσά», μεταφέρει.

Η γιαγιά της έβαζε ένα τεράστιο τηγάνι πάνω στο τζάκι κι έφτιαχνε περέκια, πίτες με τα φύλλα που έφτιαχναν ομαδικά από τον Σεπτέμβριο πάνω στο σατς, τα αποθήκευαν σε πανιά και τα χρησιμοποιούσαν για τα περέκια, όπου έβαζαν τσιλγάνια είτε μυζήθρα (τσιοκαλίκ) που έφτιαχναν μόνοι τους.

Η Χρύσα Μαυρίδου εξηγεί ότι παρασκεύαζαν τσορέκια. «Γίνονταν με φύλλο πάνω στο σατς, το οποίο τύλιγαν σαν βέργα, βάζοντας σταφίδες είτε ζάχαρη. Έπιαναν τις δυο άκρες, τις γύριζαν σαν σαλιγκαράκι, επανώτιζαν το ένα φύλλο πάνω στο άλλο κι έπαιρναν τη χλαού (πλάστη) και πατούσαν τα φύλλα, ώστε να ενωθούν, και τα έψηναν».

Πρωτοχρονιά

Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι κυριαρχούσαν τα αποξηραμένα φρούτα και οι ξηροί καρποί, ενώ έφτιαχναν και χοσάφ (κομπόστα). Η βασιλόπιτα της γιαγιάς της γινόταν με γάλα, αβγά και αλεύρι. Χτυπούσαν καλά στο χέρι το αγελαδινό βούτυρο και με μεταξωτό κόσκινο κοσκίνιζαν το αλεύρι για να γίνει απαλή η ζύμη. Η βασιλόπιτα είχε ζάχαρη και σταφίδες και μία δεκάρα της εποχής. «Η θεία μου θυμάται ότι η γιαγιά έκοβε τη βασιλόπιτα», λέει. Υπήρχε και βασιλόπιτα που δεν έχει τίποτα γλυκό στα υλικά της και γίνεται με μυζήθρα, σε διάφορα μέρη του Πόντου.

Η κα Μαυρίδου έχει καταγράψει μια μαρτυρία από τον μπάρμπα Χαράλαμπο Παπαδόπουλο, από τη Σάντα. «Την παραμονή Πρωτοχρονιάς, επάνω στο τραπέζι έπρεπε να έχουν επτά λογής εδέσματα. Ακόμη και το αλάτι μπορούσε να θεωρηθεί τροφή». Επίσης, την παραμονή γυρνούσαν τα σπίτια οι Μωμόγεροι. «Το τραπέζι ήταν στρωμένο, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και αυτό έφερνε καλοτυχία, γι’ αυτό τους περίμεναν». Η ίδια θυμάται την πεθερά της να φτιάχνει σταφιδόπιτα και βέβαια κουλούρια (τσουρέκια).

Οι νεότεροι Πόντιοι έχουν διατηρήσει πολλές από αυτές τις γεύσεις και στην τρίτη γενιά. Το χοιρινό παραμένει κυρίαρχο, το άσπρο λάχανο αντικατέστησε τη λαχανίδα, η κότα είναι πάντα στα γιορτινά μαγειρέματα, όπως επίσης και οι πεντανόστιμες πίτες.

Αμίλητο νερό

Παράλληλα, διατήρησαν το έθιμο με το καλαντίασμα (καλόπιασμα) του νερού. «Στην αλλαγή του χρόνου, έπαιρναν ξηρούς καρπούς, φρούτα, σιτάρι, τα πήγαιναν στα πηγάδια για να καλοπιάσουν το νερό, από φόβο να μη σταματήσει. Στο χωριό, κατέγραψα άλλη μια εκδοχή. Φοβόντουσαν ότι μπορεί να αλλάξει ροή το νερό και να τρέχει ανάποδα. Άφηναν τα καλούδια, έπαιρναν νερό κι επιστρέφοντας δεν μιλούσαν γιατί οι μαγισσάδες κυκλοφορούσαν και μπορεί να έπαιρναν τη λαλιά τους, μέχρι να γίνει η βάφτιση του Κυρίου». Αυτό ήταν το αμίλητο νερό το οποίο έπιναν ή λουζόντουσαν. Η ίδια διατηρεί ακόμη το έθιμο, μόνο που αντί για το πηγάδι πηγαίνει στη βρύση.

«Οι γιορτές χωρίς έθιμα δεν έχουν νοστιμιά» λέει, ευχόμενη «Υείαν και ευλογίαν και καλόν χρονίαν».