«Υπέροχες Μέρες»: Το θριαμβευτικό comeback του Βιμ Βέντερς

Μετά από αρκετά χρόνια χαμηλών πτήσεων, ο σκηνοθέτης του «Paris, Texas» επέστρεψε ξανά σε τοπ φόρμα στη μυθοπλασία. Όχημά του, μια ταινία που αντλεί έμπνευση από τις… δημόσιες τουαλέτες στο Τόκιο.

Τα τελευταία χρόνια, ο βετεράνος σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς μάς είχε προσφέρει εξαιρετικά ντοκιμαντέρ, όπως το οσκαρικό «Αλάτι της Γης» («The Salt of the Earth», 2014), όχι όμως και αντίστοιχου επιπέδου ταινίες μυθοπλασίας με εκείνες του καλλιτεχνικού του απόγειου («Παρίσι, Τέξας», «Τα Φτερά του Έρωτα»). Με το «Perfect Days» («Υπέροχες Μέρες»), ο Γερμανός δημιουργός βάζει τέλος στο κακό του σερί, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω σε πραγματικά… υπέροχες μέρες της φιλμογραφίας του, όταν η έλευση των νέων του ταινιών αποτελούσε γεγονός πρώτης γραμμής για τους σινεφίλ.

Ο Χιραγιάμα (Κότζι Γιακούσο), ένας μεσήλικας καθαριστής δημόσιων τουαλετών στο Τόκιο, κινείται στις ράγες μιας σχολαστικά δομημένης καθημερινότητας, η οποία περιλαμβάνει τα εργασιακά του καθήκοντα, αλλά και την αγάπη του για τη ροκ μουσική, τα βιβλία, τη φύση και τη φωτογραφία, που τον συνοδεύουν στον ελεύθερό του χρόνο ή κατά τη διάρκεια της οδήγησης.

Αφηγούμενος την ιστορία του ήρωα, ο Βέντερς εκμαιεύει ποιητικά τη σπαρταριστή μαγεία και το αθέατο μεγαλείο της ζωής, μέσα από μια ταπεινή καθημερινή ρουτίνα στην πυκνοκατοικημένη τσιμεντούπολη. Και ο Γιακούσο, από τη μεριά του, αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της στωικής ηρεμίας, της ζεν νηφαλιότητας, της γλυκιάς συστολής, αλλά και μιας –μέχρι πρότινος δαμασμένης– αναβλύζουσας μελαγχολίας στον χαρακτήρα.

Η επιτυχία της μινιμαλιστικής προσέγγισης του έργου (σ.σ. εμπνευσμένη από τον αγαπημένο Γιαπωνέζο σκηνοθέτη του Βέντερς, Γιασουχίρο Όζου) παραπέμπει στο αντίστοιχο επίτευγμα του πρωταγωνιστή του: Να μπορεί να αντλεί χαρά και ολοκλήρωση από τα πιο απλά πράγματα, όπως το να ατενίζει με χαμόγελο το χάραμα, να φροντίζει προσεκτικά τις γλάστρες του, να απαθανατίζει με την αναλογική του μηχανή τις ηλιαχτίδες που ξεπροβάλλουν από τις φυλλωσιές των δέντρων ή να επιτελεί με μεράκι και ευσυνειδησία τη θεωρητικά άχαρη εργηασία του. Τα πιο «μικρά» πράγματα, τα οποία τυγχάνει να είναι και τα πιο μεγάλα και ευγενή.

Σε αυτή την ταινία, ο παράγοντας του επαναλαμβανόμενου μοτίβου, αυτός ο πανομοιότυπος κύκλος που ανοίγει και κλείνει κάθε ημέρα που περνά, δεν αντιπροσωπεύει μια πληκτική συνθήκη-συνθηκολόγηση, αλλά μια σύγχρονη αστική μυσταγωγία που απελευθερώνει το μυαλό από τις παρωπίδες του και του επιτρέπει να εντοπίσει, να αφομοιώσει και να καλλιεργήσει εκ νέου την ομορφιά που οι άνθρωποι έχουμε εκπαιδευτεί να παραβλέπουμε, καθιστώντας πιο μουντό τον κόσμο που μας περιβάλλει. Κεντρικό στοιχείο της ταινίας και του χαρακτήρα της είναι η πνευματικότητα, υπό την εννοιολογική διάσταση της εξεύρεσης υπαρξιακού νοήματος, της επίτευξης εσωτερικής αρμονίας και της αυθυπέρβασης.

Tokyo Toilet Project

Αυτό είναι, άλλωστε, και το κόνσεπτ των πραγματικών θεματικών δημόσιων τουαλετών του Tokyo Toilet Project, που σχεδιάστηκαν με μεράκι από συνολικά 16 αρχιτέκτονες, συνδυάζοντας χρηστικές νέες τεχνολογίες, υψηλή αισθητική και οικολογική συνείδηση. Στόχος τους, να αποτελέσουν μια λειτουργική λύση και ταυτόχρονα να προσδώσουν μια διαφορετική νότα στην καθημερινότητα των πολιτών της συνοικίας Σιμπούγια της ιαπωνικής πρωτεύουσας.

Ο Βέντερς, ο οποίος μετά την πανδημία COVID-19 είχε κληθεί να επισκεφθεί τα 17 διαφορετικά σημεία στα οποία είχαν ανεγερθεί αυτές οι σοφιστικέ υποδομές, με σκοπό να γυρίσει μια ταινία μικρού μήκους ή μια σειρά μικρού μήκους ταινιών σχετικά με αυτές, τελικά δημιούργησε μια μεγάλου μήκους ταινία, τοποθετώντας στο προσκήνιο έναν χαρακτήρα-προέκτασή τους.

Εάν μπορείς να παραγάγεις τέχνη με πρώτη ύλη ένα αποχωρητήριο, σίγουρα μπορείς να δομήσεις πάνω σε αυτή την ιδέα έναν χαρακτήρα που να ενσαρκώνει μια αντίστοιχη φιλοσοφία: Την απόσταξη και τη συμπύκνωση του κάλλους μιας διόλου φαντεζί, αλλά ουσιαστικής ζωής, και εν συνεχεία τη μετάγγιση αυτού του «θησαυρού» πίσω στο αστικό περιβάλλον. Όλα αυτά, παρότι τα κράματα του «πρότζεκτ» και του «χαρακτήρα» είναι εντελώς διαφορετικά· σχεδόν αντίθετοι πόλοι: Από τη μία, εκείνος, ένας ρομαντικός παλιομοδίτης (αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του οι κασέτες μουσικής, τα vintage ακούσματα και η αναλογική φωτογραφική μηχανή), και από την άλλη, μια σειρά από τεχνολογικά προηγμένες κατασκευές.

Αυτό το σκαρίφημα αποτελεί, παράλληλα, μια θετική νύξη για τη σύγχρονη ιαπωνική κουλτούρα και τη νοοτροπία που προάγει απέναντι στη ζωή, την προάσπιση του κοινού καλού και τον αμοιβαίο σεβασμό –για την πόλη, τη φύση και τον συνάνθρωπο· όλα όσα, δηλαδή, σκιαγραφούν μια Ιαπωνία σχεδόν «εξωγήινη», σε σχέση με τη δική μας πραγματικότητα στην Ελλάδα.

Διδάγματα

Το έναυσμα για περισσότερα διδάγματα προς το κοινό δίνει η διατάραξη της απαρέγκλιτης ρουτίνας του Χιραγιάμα, χάρη σε μια σειρά από απροσδόκητες συναντήσεις (σ.σ. η συναναστροφή με τον φυγόπονο νεαρό βοηθό του, η επίσκεψη της ανιψιάς του και το συναπάντημα με τον πρώην σύζυγο της γυναίκας για την οποία τρέφει ερωτικά συναισθήματα). Αυτά τα απρόοπτα φέρνουν στο φως αθέατες πτυχές του παρελθόντος του κεντρικού προσώπου και δίνουν νέες φιλοσοφικές προεκτάσεις στον λυρικό συλλογισμό του Βέντερς.

Παρασύροντας τον ήρωά του έξω από το «οχυρό» της ισορροπημένης αυτοεκτίμησης, την οποία με τόσο κόπο αυτός είχε χτίσει για τον εαυτό του και τη μετρημένη ζωή του, ο σκηνοθέτης τον φέρνει αντιμέτωπο με κεκαλυμμένες ανασφάλειες, υπαρξιακές αμφιβολίες ή ακόμα και κατώτερα συναισθήματα, με τα οποία θα πρέπει να επανεμπλακεί για να καταφέρει να ξορκίσει. Κι έτσι, διαβαίνοντας ένα καθαρτικό «αστικό μονοπάτι» προς το φως (σ.σ. η τελευταία σεκάνς της οδήγησης στον αυτοκινητόδρομο, με φόντο την ανατολή του ηλίου), να επανεπιβεβαιώσει με περισσότερη εμπειρική σοφία τη στάση ζωής του και να τακτοποιήσει οριστικά στο συρτάρι τη μελαγχολία που «κλώτσησε» μέσα του.

Χωρίς να χρονοτριβεί σε φλύαρες επεξηγήσεις, ο Βέντερς ξεδιπλώνει με αφηγηματική οικονομία μπροστά στα μάτια μας έναν πνευματικά καλλιεργημένο, πάλαι ποτέ προνομιούχο άνδρα, ο οποίος, όπως αντιλαμβανόμαστε από τα συμφραζόμενα, είδε κάποια στιγμή την παλιά, πλουσιοπάροχη ζωή του να καταρρέει ή αποφάσισε συνειδητά να απέχει από αυτήν. Αντί αυτή η εξέλιξη να αποτελέσει «ταφόπλακα» για εκείνον, φαίνεται ότι τροφοδότησε μια επιφοίτηση, παροτρύνοντάς τον να υιοθετήσει έναν ολιγαρκή, αλλά πλούσιο σε προσφορά και μικρές ανταμοιβές τρόπο ζωής.

Το αίσθημα μακαριότητας που έχει αποκτήσει ο Χιραγιάμα είναι μεταδοτικό προς τον θεατή, ο οποίος παρακολουθεί την ιστορία μέσα από τα μάτια του· μια ευκαιρία να ατενίσουμε με περισσότερη δοτικότητα, αλλά και διαύγεια τον κόσμο γύρω μας, ο καθένας μας από το δικό του μετερίζι.

Κάπως έτσι, μια ταινία με πηγή έμπνευσης τις… δημόσιες τουαλέτες στη Σιμπούγια έφτασε μέχρι το σημείο να διεκδικεί το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, για λογαριασμό της Ιαπωνίας. Προηγουμένως, είχε κερδίσει επάξια στο Φεστιβάλ των Καννών το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και εκείνο της Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας (Κότζι Γιακούσο).

Η ταινία συνεχίζει να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες.