Το αποτύπωμα της ζωικής παραγωγής στο πρόβλημα εκπομπών αζώτου

Δύο προτεινόμενες πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος εκπομπής αζώτου

Το αποτύπωμα της ζωικής παραγωγής στο πρόβλημα εκπομπών αζώτου

του Νίκου Λάππα

Ο αγροτικός τομέας αποτελεί την κύρια πηγή εκπομπών αζώτου στο περιβάλλον. Το 80% των ποσοτήτων αζώτου με διάφορες χημικές μορφές, που βρίσκεται στον αέρα, το έδαφος και τα ύδατα της ΕΕ, προέρχεται από την πρωτογενή παραγωγή. Οι ποσότητες αυτές αφορούν την παραγωγή ζωοτροφών, τροφίμων, ινών και καυσίμων, τη χρήση ορυκτών λιπασμάτων, τα απόβλητα της κτηνοτροφίας, αλλά και το εισαγόμενο άζωτο από την κατανάλωση προϊόντων τρίτων χωρών.

Οι πολιτικές περιορισμού του αζώτου στο περιβάλλον της ΕΕ αφορούν τη μείωση των εκπομπών ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, στοχεύοντας κυρίως στην κτηνοτροφική παραγωγή. Αυτό επιτυγχάνεται με τη βελτίωση της διαχείρισης της εκμετάλλευσης (για παράδειγμα, με την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, την αμειψισπορά, καθώς επίσης και με συνολικότερες παρεμβάσεις στη διατροφική αλυσίδα, όπως για παράδειγμα τις πρακτικές της Kυκλικής Oικονομίας, την επαναχρησιμοποίηση των αποβλήτων των στάβλων.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, προτείνεται και μία δεύτερη πολιτική αντιμετώπισης του προβλήματος: ο περιορισμός της κατανάλωσης κτηνοτροφικών προϊόντων, η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών.

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε μία επιστημονική μελέτη, η οποία για πρώτη φορά αποτιμά αναλυτικά τις εκπομπές του αζώτου στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ανά κλάδο παραγωγής και χώρα (1). Αναλύοντας τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των τελευταίων δεκαετιών, προτείνει εναλλακτικά σενάρια μείωσης των εκπομπών αζώτου.

H επιβάρυνση που προκαλεί η ζωική παραγωγή είναι πολλαπλάσια από την αντίστοιχη της φυτικής παραγωγής

Οι εκπομπές ανά τομέα παραγωγής

Η κτηνοτροφική παραγωγή αποτελεί τη βασική πηγή εκπομπών στο περιβάλλον. Το 81% του αζώτου που καταλήγει στα ύδατα και το 87% που καταλήγει στην ατμόσφαιρα προέρχονται από τη ζωική παραγωγή. Το βοδινό κρέας, τα γαλακτοκομικά και η χοιροτροφία αποτελούν τις βασικές πηγές εκπομπών σε απόλυτα μεγέθη. Στη φυτική παραγωγή, η βασική εστία είναι τα σιτηρά, τα οποία ωστόσο συνεισφέρουν μόλις κατά 10 % στο σύνολο των εκπομπών του αγροτικού τομέα.

Οι μονάδες εκπομπών ανά μονάδα βάρους τελικού παραγόμενου προϊόντος, που απεικονίζονται στο Διάγραμμα 1, καταδεικνύουν τις μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των παραγωγικών κλάδων. Για παράδειγμα, για την παραγωγή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος εκπέμπονται έως 340 μονάδες αζώτου σε διάφορες χημικές μορφές. Οι ποσότητες αυτές μειώνονται κατά 15% περίπου, για την παραγωγή ενός κιλού αιγοπρόβειου κρέατος. Σε κάθε περίπτωση, η επιβάρυνση που προκαλεί η ζωική παραγωγή είναι πολλαπλάσια από την αντίστοιχη της φυτικής παραγωγής. Για παράδειγμα, η επιβάρυνση ενός κιλού βοδινού κρέατος είναι 200 φορές μεγαλύτερη από την παραγωγή ενός κιλού οπωροκηπευτικών. Επιπλέον, οι εκπομπές αζώτου ανά μονάδα παραγόμενης πρωτεΐνης, που προέρχεται από βοδινό κρέας, είναι 20 φορές υψηλότερες από την αντίστοιχη που προέρχεται από σιτηρά.

Εκπομπές αζώτου, στο περιβάλλον ανά προϊόν, 2004

H Ελλάδα καταναλώνει κυρίως τα «λοιπά κρέατα», δηλαδή το αιγοπρόβειο κρέας, αλλά και τα ψάρια

Οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες

Τις τελευταίες δεκαετίες, η κατανάλωση προϊόντων ζωικής προέλευσης στην ΕΕ αυξήθηκε σημαντικά, κυρίως του χοιρινού κρέατος, του κρέατος πουλερικών και των γαλακτοκομικών. Η αύξηση αυτή άλλαξε την προέλευση της κατανάλωσης πρωτεΐνης εις βάρος των προϊόντων φυτικής παραγωγής, με επιπτώσεις και στην ανθρώπινη υγεία.

Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 2, η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι παλιές 15 χώρες-μέλη με εξαίρεση την Ολλανδία, τη Φινλανδία, την Ελλάδα και τη Σουηδία καταναλώνουν περισσότερο κρέας από ό,τι οι νεότερες.

Layout 1

Το χοιρινό είναι το είδος κρέατος που καταναλώνεται συνολικά περισσότερο. Η Κύπρος, η Βρετανία και η Ουγγαρία καταναλώνουν περισσότερο το κρέας πουλερικών. Η Γαλλία και η Δανία έχουν τη σχετικά μεγαλύτερη κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος. Τέλος, η Ελλάδα καταναλώνει κυρίως τα «λοιπά κρέατα», δηλαδή το αιγοπρόβειο κρέας, αλλά και τα ψάρια.

Οι επιπτώσεις της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών

Η παγίωση των παραπάνω καταναλωτικών συνηθειών ασκεί μεγάλη πίεση στο περιβάλλον. Η μείωση της κατανάλωσης κρέατος, γαλακτοκομικών και αβγών κατά 25%-50% υπολογίζεται ότι θα μειώσει τις συνολικές εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου του αγροτικού τομέα κατά 25%-40%. Επιπλέον, θα μειωθούν οι εισαγωγές σόγιας στην Ευρώπη κατά 76%, θα απελευθερωθούν μεγάλες εκτάσεις που καλλιεργούνται με ζωοτροφές προς όφελος της καλλιέργειας άλλων προϊόντων ή της παραγωγής βιο-ενέργειας.

Η Ελλάδα καλείται να σχεδιάσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, μέσα σε συνθήκες σημαντικής μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Ακριβώς αυτή η αντίφαση είναι που καθιστά την εξεύρεση τρόπων μείωσης των εκπομπών του αζώτου επιτακτική.

  • (1) 2015, Nitrogen on the Table: The influence of food choices on nitrogen emissions and the european environment.