Άγονο το έδαφος στην πλατεία Βάθη (5)

Σε κάθε αλλαγή υπουργού, ακόμη και με την ίδια κυβέρνηση, επακολουθεί μία «μίνι πλατεία Κλαυθμώνος» σε κάθε επίπεδο

Άγονο το έδαφος στην πλατεία Βάθης

Προτελευταία στάση σήμερα στο οδοιπορικό για την ελληνική ελαϊκή πολιτική. Είδαμε (Υ.Χ. φ05) ότι η Ελλάδα είναι απούσα από τον παγκόσμιο χάρτη των ελαιοκομικών εξελίξεων. Διαπιστώσαμε (Υ.Χ. φ06) ότι το ελληνικό ελαιόλαδο αποτελεί έναν τεράστιο αναξιοποίητο εθνικό πλούτο. Περιγράψαμε (Υ.Χ. φ07) τις δυο παθογένειες των εύκολων λύσεων, τις πωλήσεις του χύμα ανώνυμου σε Ιταλία/Ισπανία και στην εσωτερική αγορά με τον 17κιλο «τενεκέ». Γράψαμε (Υ.Χ. φ08 ) ότι δεν φταίνε τα άψυχα (Άνδρες γαρ πόλις, ουδέ τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί) αλλά ότι οι ευθύνες επιμερίζονται στους ανθρώπους που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τις τύχες του «εθνικού μας προϊόντος». Καταρχήν, των επαγγελματικών οργανώσεων (σε όλη την αλυσίδα, παραγωγών, ελαιοτριβέων, τυποποιητών) και της Διεπαγγελματικής τους Οργάνωσης, ΕΔΟΕΕ. Σήμερα ήρθε η ώρα να δούμε την πολιτική και τις ευθύνες του αρμόδιου Υπουργείου.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου, να διαχωρίσει κανείς το αγροτικό υπουργείο από την υπόλοιπη κρατική μηχανή, όπως και μεταξύ της παρούσας κυβέρνησης και των προηγούμενων. Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι, από την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και την ίδρυσή του, το ελληνικό κράτος παραμένει –με φωτεινές εξαιρέσεις- ο μέγας ασθενής, πάσχων από σοβαρές παθήσεις γραφειοκρατίας, αναξιοκρατίας, ρουσφετολογίας, διαφθοράς, κ.ο.κ. Θα ήταν λοιπόν τελείως αδύνατον στο αγροτικό υπουργείο να ξεφύγει από τον γενικό κανόνα.

Ας υπογραμμίσουμε πάντως ότι η γενική αστάθεια είχε αντίκτυπο και στο αγροτικό υπουργείο, όπου –ανεξαρτήτως ονομασίας, υπουργείο Γεωργίας ή Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή οτιδήποτε άλλο- οι υπουργοί «αλλάζουν σαν τα πουκάμισα». Από το 2004 έως σήμερα, ο μέσος όρος υπουργικής θητείας είναι μικρότερος του ενάμισι έτους. Το πρόβλημα επιτείνεται, καθώς δεν υπάρχει ούτε ο σταθερός υψηλόβαθμος υπηρεσιακός μηχανισμός ο οποίος να εξασφαλίζει τη συνέχεια της εθνικής διοίκησης (βλ. π.χ. την Ιταλία, το Βέλγιο), γιατί σε κάθε αλλαγή υπουργού, ακόμη και με την ίδια κυβέρνηση, επακολουθεί μία «μίνι πλατεία Κλαυθμώνος» με μετακινήσεις προσωπικού, ενώ ο νέος θεωρεί υποχρέωσή του να κατεδαφίσει για να ξαναχτίσει καλύτερο (;) ό,τι παρέλαβε από τον προηγούμενο. Την εικόνα συμπληρώνει ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός «συμβούλων», οι οποίοι, συχνά σε συνθήκες αδιαφάνειας, διαθέτουν υπερεξουσίες σε σύγκριση με τους τακτικούς υπαλλήλους του υπουργείου.

Δεν ξέρω αν υπάρχουν «εύκολα» υπουργεία, πάντως το αγροτικό είναι από τα πιο δύσκολα, κάτι που οι περισσότεροι πρωθυπουργοί υποτιμούν. Πρώτον, γιατί απαιτεί από τα πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας τεχνικές γνώσεις, που σπανίως έχουν. Δεύτερον, γιατί απαιτεί ικανότητες διπλωματίας –λόγω ΚΑΠ- και οικονομικής διπλωματίας –λόγω εξαγωγών. Όσοι έχουν παρακολουθήσει επί δεκαετίες τις περιπέτειες των ΟΕΥ γνωρίζουν. Τρίτον, γιατί έχει έντονο το στοιχείο της αποκέντρωσης. Η διελκυστίνδα κέντρου-περιφέρειας αλλάζει ισορροπίες κάθε κάποια χρόνια. Όπως και των εποπτευόμενων οργανισμών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι από το 2004 στο υπουργείο προστέθηκε μεν στην ονομασία του το «Τροφίμων», κάτι το οποίο όμως μέχρι τώρα παραμένει ημιτελές και αποσπασματικό με αρμοδιότητες διασκορπισμένες.

Η πορεία από το 1950 μέχρι και σήμερα

Δεν έχω υπόψη μου να έχει γίνει μια ολοκληρωμένη συζήτηση και ανάλυση της μεταπολεμικής πορείας του υπουργείου Γεωργίας, η οποία μάλιστα να μην επηρεάζεται από κομματικές προκαταλήψεις. Θα μπορούσε πάντως κάποιος, έστω και απλουστεύοντας, να χαρακτηρίσει την περίοδο 1950-1967 σαν την ανοικοδόμηση της ελληνικής γεωργίας, και την περίοδο 1981 έως και σήμερα σαν την αποτυχία διαχείρισης και αξιοποίησης της ένταξης στην ΕΕ. Ενδιάμεσα, η δικτατορία 1967-1974, πέρα από τις διώξεις των δημοκρατικών υπαλλήλων, κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στις Γεωργικές Εφαρμογές, απομακρύνοντας τους γεωτεχνικούς από τους Έλληνες αγρότες, αποστερώντας δηλαδή το υπουργείο από τον βασικό του προσανατολισμό.

Την εποχή των μνημονίων μετά το 2010 η τρόικα –περιέργως- απέφυγε να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ΥΠΑΑΤ. Είτε γιατί η ελληνική γεωργία δεν ανήκε στους τομείς ενδιαφέροντός τους (Ράιχενμπαχ;), είτε γιατί της διαμηνύθηκε (Σκανδαλίδης;) να μην κατηφορίσει προς πλατεία Βάθης. Το βέβαιο είναι ότι οι οριζόντιες περικοπές των μισθών αποδυνάμωσαν κάθε κίνητρο όσων υπαλλήλων είχαν τις γνώσεις και τη διάθεση. Επέτυχαν έτσι να εξομοιώσουν όλους στον κατώτερο δυνατό μέσο όρο.

Σύμφωνα με μία έκθεση του ΟΟΣΑ που έφερε το Ποτάμι στη Βουλή, το ΥπΑΑΤ είχε το 2011 1.140 άτομα προσωπικό για να καλύψουν 749 αρμοδιότητες, 281 δομές και 93 περιφερειακές και αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Σε άλλα υπουργεία είναι εκχωρημένες επιπλέον 720 αρμοδιότητες του ΥΠΑΑΤ. Ο προϋπολογισμός ανήλθε σε 55.808.000 € λειτουργικά έξοδα και 92.110.000 € δαπάνες μισθοδοσίας. Αυτοί οι ποσοτικοί δείκτες αποκαλύπτουν πολύ λίγα για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών διοίκησης, οι οποίες έτσι και αλλιώς υποβαθμίζονται όταν περικόπτονται κονδύλια χωρίς στόχευση. Έτσι, διαιωνίζεται η διαμάχη μεταξύ μιας λογικής που θεωρεί περιττές σχεδόν όλες τις Υπηρεσίες, άρα θα ‘θελε να απολύσει σχεδόν όλους τους υπαλλήλους και μιας άλλης, που κινείται στον αντίποδα, με την ανεξέλεγκτη διόγκωση του υπουργείου και του προϋπολογισμού του.

Το 2015 ήταν μια χρονιά σταθμός για το υπουργείο Γεωργίας. Σαν πολιτική μιας «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνησης δεν έδειξε να διαφοροποιείται επί της ουσίας από εκείνη των προηγούμενων κυβερνήσεων. Το πείραμα του (υπερ)υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης κ.λπ. αποδείχθηκε βραχύβιο, αποτυχημένο και έτσι επανήλθε στα γνώριμα του ΥΠΑΑΤ. Όλες αυτές οι διαδρομές που προαναφέραμε, και όσες παραλείψαμε, ελάχιστα επηρέασαν την ελαϊκή πολιτική του υπουργείου όσο το οργανόγραμμα που τέθηκε σε εφαρμογή από 1/1/2015.

Η τριχοτόμηση της ελιάς

Μάλλον αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία η τριχοτόμηση του ελαιοκομικού τομέα σε τρείς διαφορετικές υπηρεσιακές διευθύνσεις, οι οποίες μάλιστα στεγάζονται και σε διαφορετικά κτήρια (Αχαρνών, Μενάνδρου, Συγγρού). Έτσι, αλλού ανήκει το δέντρο (Δ/νση Συστημάτων Καλλιέργειας), αλλού τα προϊόντα του, το ελαιόλαδο και η επιτραπέζια ελιά (Δ/νση Μεταποίησης, Τυποποίησης και Ποιότητας), ενώ υπάρχει και η Δ/νση Προστασίας Φυτικής Παραγωγής. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι η αρμόδια για το δέντρο Δ/νση αγνοούσε και ήταν αναρμόδια για την Xylella Fastidiosa, που συνιστά μια μεγάλη απειλή για την ελαιοκαλλιέργεια και βρίσκεται επί μήνες στην επικαιρότητα.

Αυτή η τριχοτόμηση συμβαίνει την εποχή που όλοι, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού, εκθειάζουν –στις δημόσιες ομιλίες τους- την ανάγκη της ιχνηλασιμότητας, για την οποία δαπανώνται και αρκετά κονδύλια μέσω των διαφόρων προγραμμάτων.

Είναι γεγονός ότι με το νέο αυτό οργανόγραμμα πολλαπλασιάστηκαν οι διευθυντικές θέσεις και συνεπώς καλύφθηκαν από ισάριθμα πρόσωπα, αξιοκρατικά(!) μεν, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, αν και σύμφωνα με «τις κακές γλώσσες» επικράτησαν τα κριτήρια της συγγένειας με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο και τις επιλογές του τότε υπουργού, ο οποίος έβαλε τη σφραγίδα του σε αυτή την αναδιάρθρωση. Πάντως, ο κ. Βαγγέλης Αποστόλου δεν έχει δείξει καμία πρόθεση να θίξει την κατάσταση που παρέλαβε, ενώ, μετά την 1/1/2015, πρόσωπα που βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης, ευθαρσώς και προς τιμήν τους δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν σε βάθος το νέο τους αντικείμενο. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται, αποφάσεις λαμβάνονται (;), η χώρα εκπροσωπείται (;) διεθνώς, εκατομμύρια μοιράζονται.

Τα προγράμματα των ΟΕΦ

Τα προγράμματα των Οργανώσεων Ελαιουργικών Φορέων (ΟΕΦ) αποτελούν πια το μοναδικό «εργαλείο» άσκησης εθνικής ελαϊκής πολιτικής για μια ευρύτατη γκάμα δράσεων, με εξαίρεση την άμεση εμπορική προώθηση. Χρηματοδοτούνται με ευνοϊκότατους όρους, από περίπου 45 εκ. ευρώ για κάθε τριετία, κυρίως από το παρακράτημα 2% επί της ενιαίας ενίσχυσης των ελαιοπαραγωγών.

Στη νέα πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου έλαχε από τον Ιανουάριο 2015 η ευθύνη αξιολόγησης των προγραμμάτων της νέας τριετίας 2015-2018. Επρόκειτο, λοιπόν, για ένα «κρας τέστ» και δείγμα γραφής προθέσεων και δυνατοτήτων. Κατέληξε στη χειρότερη αξιολόγηση σε σύγκριση με τα 5 προηγούμενα προγράμματα από το 2003. Καταγράφηκαν οι παρακάτω κύριες αδυναμίες:

  • Δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 6 του κανονισμού 611/2014. Είναι αμφίβολο, όχι μόνο αν πραγματικά αξιολογήθηκε, αλλά ακόμη και αν απλώς αναγνώσθηκε ένας τόσο μεγάλος αριθμός προγραμμάτων και δράσεων σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
  • Εγκρίθηκαν προγράμματα που δεν πληρούσαν το βασικό κριτήριο της χρηματοοικονομικής αξιοπιστίας (εγγυητικών επιστολών) και μάλιστα όταν ακόμη βρίσκεται σε δικαστική εκκρεμότητα η δίωξη από τον ΟΠΕΚΕΠΕ για την περίπτωση των «αντικανονικών» (εμφανώς πλαστών) εγγυητικών.
  • Παραβλέφθηκε η γραπτή σύσταση της Κομισιόν να εξαντλήσουν οι ΟΕΦ το μέγιστο (90%) περιθώριο προκαταβολής, όπως άλλωστε εφαρμόζει και η Ιταλία. Αλήθεια, χωρίς προκαταβολές, πως κάποιες ΟΠ/ΟΕΦ βρίσκουν ρευστό χρήμα να υλοποιούν τα προγράμματά τους (σε εποχές capital controls) όταν δεν είχαν «πρόσωπο» ούτε για τις απαραίτητες εγγυητικές;
  • Η κατανομή μεταξύ νομών εμπεριέχει τεράστιες και αδικαιολόγητες ανισότητες: από 353€ έως λιγότερα από 10€ ανά παραγωγό, από 300€ έως 10€ ανά εκτάριο και από 1078€ έως λιγότερα από 50€ ανά 1000 δένδρα. Άρα, αναιρείται το δελτίο τύπου του ΥΠΑΑΤ περί αναλογικών κριτηρίων.
  • Εγκρίθηκε ένας υπερβολικά μεγάλος αριθμός 66 ΟΕΦ και 90 ΟΠ –με την προφανή λογική ότι δίνουμε από λίγα σε πολλούς- με αποτέλεσμα να ευνοηθούν μικρές, σχεδόν ανύπαρκτες παραγωγικά και εμπορικά ΟΕΦ σε βάρος όσων είχαν πραγματική οντότητα. Επιλέχθηκε δηλαδή η κατανάλωση αντί της επένδυσης.
  • Όχι μόνο επιτράπηκε, αλλά διαφημίστηκε κιόλας, η ρουσφετολογική παρέμβαση βουλευτών και τοπικών παραγόντων.
  • Παρά τον πληθωρισμό των εγκεκριμένων ΟΕΦ, κόπηκε και απεντάχθηκε ένας και μοναδικός συνεταιρισμός του Έβρου, και μάλιστα με ανώμαλες διαδικασίες, που θα έπρεπε να είχαν επισύρει όχι μόνο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του υπουργού, αλλά και της Επιθεώρησης Δημόσιας Διοίκησης.
  • Υπήρξαν ακόμη και στα ΜΜΕ ανατριχιαστικές καταγγελίες και αναφορές για τον ρόλο γραφείων συμβούλων αλλά και συμβούλων του υπουργού που παρενέβησαν στη διαδικασία αξιολόγησης χωρίς αυτές να έχουν επισήμως διαψευστεί ή απαντηθεί.