Στη σημερινή πραγματικότητα των τουριστικών επιχειρήσεων ευνοούνται ιδιαίτερα οι μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες όμως στην περίπτωση των αγροτικών περιοχών της υπαίθρου οι μικρές οικογενειακές μονάδες και οι μικροί συνεταιρισμοί συμβάλλουν περισσότερο αποτελεσματικά προς το στόχο της ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας.

Από την μια η αγροτουριστική επιχείρηση είτε ως ένας αγροτουριστικός συνεταιρισμός, είτε ως μια κοινοπραξία ιδιοκτητών αγροτουριστικών καταλυμάτων πρέπει να έχει βιώσιμο μέγεθος, από την άλλη υπάρχουν οι αγροτικές κατοικίες που έχουν διαμορφωθεί σε μικρά αγροτουριστικά καταλύματα. Στην πρώτη περίπτωση, ο καταμερισμός οφέλους και ζημίας που προκύπτει από τη λειτουργία των καταλυμάτων είναι δικαιότερος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση της μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας υπάρχουν ένας ή και περισσότεροι ιδιοκτήτες οι οποίοι δεν έχουν καταγωγή ούτε διαμένουν στην τοπική κοινωνία αλλά απολαμβάνουν το όφελος από την παροχή υπηρεσιών τουρισμού στους επισκέπτες της περιοχής.

Κατά τη σύγκριση των δύο αυτών καταστάσεων σε επίπεδο χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής της ανάπτυξης εύλογα προτιμούνται οι μικρές οικογενειακές μονάδες και οι μικροί συνεταιρισμοί. Άλλωστε συμφώνα με την άποψη ότι η παροχή τουριστικών υπηρεσιών από τον αγρότες της υπαίθρου προς τουρίστες που προέρχονται από τις αστικές περιοχές οδηγεί σε μεταφορά εισοδήματος από τις περισσότερο προς τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, τίθεται το πρόβλημα της πραγματικής μεταφοράς του εισοδήματος, από τις αστικές στις αγροτικές περιοχές, αλλά και επιπλέον τίθεται το θέμα της κατανομής του πρόσθετου οφέλους στον τοπικό πληθυσμό της αγροτικής περιφέρειας. Ένα πρόγραμμα αγροτουριστικής ανάπτυξης πιθανότατα παρέχει μεγαλύτερες διασφαλίσεις μιας δικαιότερης κατανομής στον τοπικό πληθυσμό του πρόσθετου οφέλους που θα προέκυπτε από τη λειτουργία του.