Η ακαρπία στα ελαιόδεντρα

του Γεώργιου Ζακυνθινού, καθηγητή Τεχνολογίας, Ασφάλειας και Ανάπτυξης Λειτουργικών Τροφίμων και Υγειοπροστατευτικών Προϊόντων στη Δημόσια Υγεία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Η ελιά είναι ένα ιδιαίτερο δενδρώδες, στο οποίο εναλλάσσονται χρόνια υψηλής και χαμηλής ή καθόλου παραγωγής. Ο αριθμός των καρπών ανά καρποφόρο κλάδο είναι το αποτέλεσμα των βλαστικών και αναπαραγωγικών διεργασιών που συμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια ενός διετούς αναπαραγωγικού κύκλου.

Η ανθοφορία είναι ένας από τους σημαντικότερους και καθοριστικούς παράγοντες απόδοσης στην ελιά και παρόλο που τα ελαιόδεντρα είναι ικανά να παράγουν μεγάλο αριθμό λουλουδιών, το ποσοστό των λουλουδιών που καρποφορούν είναι συνήθως πολύ χαμηλό, με τιμές περίπου 2%.

Η ανθοφορία συμβαίνει όταν οι οφθαλμοί που προκλήθηκαν από την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο λάβουν επαρκή ψύξη κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου νάρκης για να τερματίσουν την αδράνεια, να διαφοροποιηθούν ανατομικά και να συσσωρεύσουν χαμηλές θερμοκρασίες κατάλληλες για το σπάσιμο του λήθαργου των οφθαλμών.

Η συσσώρευση ωρών έχει απαιτήσεις σε ψύχος για ανθοφορία κατά τη διάρκεια της χειμερινής αδράνειας και αναφέρεται συχνότερα ως εαρινοποίηση και οι υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς τον αριθμό των ωρών ψύξης που συσσωρεύονται. Έτσι, η ανθοφορία και επομένως η καρποφορία μπορεί να μειωθεί λόγω ανεπαρκών θερμοκρασιών ψύξης σε διάφορες περιοχές.

Λίγο πριν από το άνοιγμα των ανθέων.

Παράγοντες που προκαλούν ακαρπία

Η ελιά είναι ένα ιδιαίτερο δενδρώδες στο οποίο εναλλάσσονται χρόνια υψηλής και χαμηλής ή καθόλου παραγωγής. Ο αριθμός των καρπών ανά καρποφόρο κλάδο είναι το αποτέλεσμα των βλαστικών και αναπαραγωγικών διεργασιών που συμβαίνουν καθ’ όλη τη διάρκεια ενός διετούς αναπαραγωγικού κύκλου.

Τόσο η ανάπτυξη των βλαστών, όσο και η ανάπτυξη των καρπών είναι φαινόμενα στο ελαιόδεντρο με κυκλική εναλλαγή. Και οι δύο επαναλαμβάνονται ετησίως, αλλά ενώ η ανάπτυξη των βλαστών ολοκληρώνεται εντός του ίδιου έτους, οι διαδικασίες που οδηγούν στην καρποφορία απαιτούν δύο συνεχόμενες βλαστικές περιόδους.

Κατά το πρώτο έτος, σχηματίζονται οι οφθαλμοί στις μασχάλες των φύλλων των βλαστών. Η τύχη τους, βλαστική ή αναπαραγωγική, καθορίζεται από το επίπεδο συγκομιδής που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που ευθύνεται για τη διαχρονική διακύμανση της ανθοφορίας. Κατά το δεύτερο έτος, μετά τη χειμερινή ανάπαυση, οι δυνητικά αναπαραγωγικοί οφθαλμοί, που έχουν καλύψει τις ανάγκες τους σε κρύο, διαφοροποιούνται σε ανθο-ταξιανθίες. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανθοφορίας πραγματοποιείται επικονίαση, γονιμοποίηση και καρπόδεση, παράγοντας και αναπτύσσοντας φρούτα στις 6-8 εβδομάδες μετά την ανθοφορία.

Η ελιά χρειάζεται χειμωνιάτικο κρύο

Η ελιά χρειάζεται χειμωνιάτικο κρύο για να επιτρέψει στα μπουμπούκια μιας ποικιλίας να ξεπεράσουν τον λήθαργο και να βλαστήσουν σε συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη. Η συνήθης μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό των απαιτήσεων θερμοκρασίας είναι η αξιολόγηση του αριθμού των ωρών με θερμοκρασίες μεταξύ 2,5 και 15°C, με μέγιστο αποτέλεσμα για θερμοκρασίες γύρω στους 12,5°C, σύμφωνα με βιβλιογραφικά δεδομένα.

Μεταξύ 15 και 16°C, σταματούν να συσσωρεύουν ώρες ψύχους και οι υψηλότερες θερμοκρασίες ακυρώνουν μέρος του συσσωρευμένου ψύχους. Σε συνθήκες νυχτερινού ψύχους και ήπιων θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαρακτηριστικές του μεσογειακού κλίματος, οι ψυχρές ανάγκες ικανοποιούνται φυσικά κατά τη διάρκεια της χειμέριας ανάπαυσης των ελαιοδέντρων.

Αντίθετα, σε περιοχές όπου δεν υπάρχει αρκετό ψύχος, η ανθοφορία είναι πολύ κλιμακωτή, με οφθαλμούς που παρατηρούνται σε πολύ διαφορετικά φαινολογικά στάδια ή ακόμα και όλοι οι οφθαλμοί μπορεί να παραμείνουν αδρανείς ή να πέσουν κατά την εκκόλαψη σε ακραίες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να μην παράγουν ανθοφορία.

 

Παραμορφωμένοι οφθαλμοί και σχηματισμένα άνθη από ελαιόδεντρα που εκτίθενται σε ανεπαρκείς θερμοκρασίες ψύξης και σε περιπτώσεις έκθεσης σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας.

 

H καρπόδεση, ο τύπος του άνθους και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες

Το σύνολο των καρπών της ελιάς προκύπτει από τη μετατροπή των ανθέων σε μικρά φρούτα, η οποία συμβαίνει με την αύξηση του μεγέθους των ωοθηκών και την πτώση ατελών ή μη γονιμοποιημένων ανθέων. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια επιλογή γονιμοποιημένων λουλουδιών: Μόνο μεταξύ 1% και 10% των γονιμοποιημένων ανθέων θα γίνουν πραγματικά καρποί.

Προσθέτοντας το ότι μεταξύ των ανθέων πάρα πολλά αποβάλλουν τις ωοθήκες τους, γίνεται πολύ εύκολο να καταλάβουμε πώς η μετάβαση από τα άνθη στις ελιές είναι πραγματικά ένα αξιοσημείωτο γεγονός, με πολλούς παράγοντες να το επηρεάζουν. Στην ανθοφορία της ελιάς, μόνο το 1%-2% των ανθέων γίνονται ελιές. Αυτό σημαίνει ότι από τα 100 άνθη μόνο 1 ή 2 θα γίνουν καρποί. Ο θεμελιώδης λόγος αυτής της «επιλογής» είναι ότι το φυτό διαχειρίζεται τους πόρους του για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και, ταυτόχρονα, την παραγωγή φρούτων.

Η ελιά χαρακτηρίζεται από τρία είδη στημονοφόρα-τέλεια και στιγματοφόρα. Ένα στημονοφόρο άνθος είναι ένα άνθος που έχει μόνο στήμονα (το αρσενικό μέρος που παράγει τη γύρη). Ένα τέλειο άνθος είναι ένα άνθος που έχει τόσο στήμονα (αρσενικό μέρος) όσο και στίγμα (θηλυκό μέρος).

Το στίγμα είναι αυτό που μπορεί τελικά να αναπτυχθεί στον ίδιο τον καρπό της ελιάς, και έτσι μόνο ένα τέλειο λουλούδι μπορεί να αναπτυχθεί σε μια ελιά. Ο τύπος του άνθους είναι γενετικό χαρακτηριστικό, οπότε σε περίπτωση που λόγω γονοτύπου έχουμε μονοποικιλιακή καλλιέργεια σε μια περιοχή, μπορεί ο τύπος του άνθους να είναι ο λόγος όπου, αφού παρουσιάζεται ασυμβατότητα με το στίγμα, αυτός μπορεί να είναι ένας παράγοντας ακαρπίας, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των περιβαλλοντικών συνθηκών.

Κατά τη διάρκεια του σύντομου χρονικού διαστήματος μεταξύ της εξέλιξης της διαφοροποίησης του ανθικού μεριστώματος και της άνθισης στην ελιά (από 2,5 έως 3 μήνες), ορισμένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την έκφραση του τύπου των λουλουδιών της ελιάς:

✱ Οι χαμηλές θερμοκρασίες κατά την περίοδο ανάπτυξης της ταξιανθίας είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη του στύλου.

✱ Οι υψηλές θερμοκρασίες προκαλούν ταχεία ανάπτυξη των ταξιανθιών, τείνοντας να αυξήσουν την αποβολή του στύλου.

✱ Η έλλειψη νερού ή η χαμηλή υγρασία του εδάφους αυξάνουν την αποβολή των στύλων επίσης.

✱ Η διατροφική και υγειονομική κατάσταση του δέντρου επηρεάζει επίσης τη σχετική αναλογία του τύπου των λουλουδιών, έτσι ώστε η απώλεια φύλλων πριν από την άνθιση, που προκαλείται από κακή διατροφή ή από την επίθεση παθογόνων παραγόντων, μειώνει τον αριθμό των τέλειων ανθέων και αυξάνει τον αριθμό των ατελών, λόγω της κακής ανάπτυξης των ανθέων.

Η αποβολή ή απόρριψη του στύλου ή της ωοθήκης που αναφέρθηκε είναι μια άλλη φυσιολογική διαδικασία με βιοχημικά χαρακτηριστικά και αφορά μια εξελικτική προσαρμογή του παραγωγικού συστήματος του ελαιοδέντρου για την εξοικονόμηση πόρων, εξισορροπώντας τον αριθμό των στύλων με τους διαθέσιμους πόρους στημόνων, αλλά και των καρπών που θα προκύψουν.

Η αποβολή του στίγματος σχετίζεται με τον ανταγωνισμό για πόρους μεταξύ των ωοθηκών και υποδηλώνει ότι οι γενετικές διαφορές μεταξύ των ποικιλιών ελιάς οξύνουν την αποβολή στίγματος.

Η αποβολή δεν περιορίζει την παραγωγική ικανότητα της ελιάς στις περισσότερες περιπτώσεις. Ωστόσο, σε καταστάσεις περιορισμού του νερού και των θρεπτικών συστατικών για την καλλιέργεια και ισχυρής ζήτησης για αφομοιωμένα (χρόνια υψηλής ανθοφορίας), οι διαδικασίες ανάπτυξης ταξιανθιών, λουλουδιών, ωοθηκών και σπερματικών βλάστεων, μπορούν να ρυθμιστούν έτσι ώστε να επηρεάζουν την παραγωγική ικανότητα της ελιάς.

Γενικά, οι καλλιεργητικές τεχνικές, που ευνοούν την ανάπτυξη των ανθέων (πρώιμο πότισμα και καλή θρέψη) ή περιορίζουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των αναπτυσσόμενων ανθέων (κλάδεμα ή αραίωση), προάγουν την παραγωγική ικανότητα των ανθέων που φτάνουν στην ανθοφορία. Το σύνολο φρούτων είναι συνήθως ο δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας της ανθοφορίας και της επικονίασης.

Όμως, από την έναρξη του σχηματισμού των ανθέων μέχρι την καρποφορία λαμβάνει χώρα μια σειρά διαδικασιών στις οποίες ορισμένοι παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, έχουν επιρροή, η ενεργοποίηση των οποίων θα έχει ως αποτέλεσμα την τελική επιτυχή καρπόδεση. Αυτοί είναι οι εξής:

✱ Ποικιλία. Ο παράγοντας «ποικιλία» σχετίζεται με τον τύπο του άνθους και την πιθανή στειρότητα λόγω ασυμβατότητας (στίγμα-στήμονα/γύρη), οπότε συμβάλλει άμεσα στην όποια ακαρπία.

✱ Περιβάλλον καλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένου του μικροκλίματος.

✱ Θρέψη. Εξισορρόπηση των μακροστοιχείων NPK και οπωσδήποτε τη σημαντική συμβολή του ασβεστίου και του βορίου.

 

 

Συμπεράσματα

Η θερμοκρασία έχει αναδειχθεί ως βασική μεταβλητή, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική μεταβλητότητα που βρίσκεται στη χώρα μας. Μια κρίσιμη πτυχή της μελλοντικής έρευνας μπορεί να είναι η απόκριση των ελαιοδέντρων στη θερμοκρασία από το βιοχημικό-μοριακό επίπεδο, σε επίπεδο ολόκληρου φυτού. Θα είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η σημαντική γενετική ποικιλότητα στα ελαιόδεντρα και οι εμφανείς αλληλεπιδράσεις γονότυπου x περιβάλλοντος που υπάρχουν για ορισμένες πτυχές της ποιότητας της ελιάς. Έτσι, η χρήση πολλών ποικιλιών σε μελέτες θα ήταν επιθυμητή όταν είναι πρακτική.

Επίσης, για τη μελέτη του φαινομένου της ακαρπίας ή της μικρής παραγωγικότητας τα τελευταία χρόνια με τις ποικιλίες Κονσερβολιά, Χαλκιδικής και Καλαμών, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια στη θρέψη των δέντρων, στις επικρατούσες κλιματολογικές συνθήκες και στον τύπο των ανθέων. Για παράδειγμα, στην ευρύτερη περιοχή της Στυλίδας καλλιεργείται η Κονσερβολιά, όπου τα άνθη της είναι ατελή (στήμονες ατροφικοί και πιο κοντοί από το στίγμα).

Οι περιβαλλοντικές συνθήκες συντελούν και στη διαφοροποίηση των ανθικών καταβολών και στον τύπο των ανθέων. Στην περίπτωση της ποικιλίας Καλαμών στη Μεσσηνία, αν δούμε κλιματολογικά δεδομένα θα δούμε θερμοκρασίες ψύχους ελλιπείς, το ίδιο και για την ποικιλία Χαλκιδικής, στην περιοχή καλλιέργειάς της. Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος της θερμοκρασίας είναι όντως κυρίαρχος παράγοντας μετά την ποικιλία (γονότυπος), καθώς διανύουμε περίοδο υπερθέρμανσης του πλανήτη και η προβλέψιμη κλιματική αλλαγή μπορεί να τροποποιήσει τη συμπεριφορά της ελιάς στη χώρα μας, αλλά και στις παραδοσιακές μεσογειακές περιοχές της.

Προτείνεται, λοιπόν, να στρέψουμε το ενδιαφέρον σε πολιτικές μακροχρόνιας αποδοτικότητας με έρευνα για τη συμπεριφορά του ποικιλιακού δυναμικού της χώρας μας σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής και πάντα σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς και όχι σε εφήμερες αποζημιώσεις που αποτελούν αναποτελεσματικές, ως συνήθως, πολιτικές πρακτικές.