Αναγκαιότητα η σύσταση τεχνικού οδηγού για τη μετάβαση σε βιώσιμα συστήματα ελαιοπαραγωγής

του Γεώργιου Ζακυνθινού, καθηγητή Σχολής Δημόσιας Υγείας Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

Η βιωσιμότητα έχει γίνει πρόσφατα κεντρικό θέμα στον επιχειρηματικό προσανατολισμό, στον σχεδιασμό των στρατηγικών των κυβερνήσεων και στα κίνητρα της απόφασης αγοράς σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η έννοια της «βιωσιμότητας» είναι αρκετά περίπλοκη και ευρεία, έχοντας μια σειρά από συγκεκριμένες πτυχές που μπορούν να αναλυθούν και να ερμηνευθούν από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Επιπλέον, ο γνωστός (και εξαιρετικά ασαφής) ορισμός της αειφόρου ανάπτυξης στην έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του 1987 (όλοι συμφωνούμε στην αρχή της, που είναι η «ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες»), συνδέει ρητά το επίθετο «βιώσιμη» με την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική ισότητα, την επισιτιστική ασφάλεια και την προστασία των φυσικών πόρων.

Η πρακτική εφαρμογή αυτού του ανοικτού ορισμού, που συνεπάγεται τη συμφιλίωση της οικονομίας και της οικολογίας (παρά το γεγονός ότι μοιράζεται την ίδια ελληνική ετυμολογική ρίζα οίκος: σπίτι/οικογένεια/οικογενειακές ιδιότητες), παραμένει η μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα.

Η αειφορία, λοιπόν, έχει γίνει το κορυφαίο παράδειγμα των τρεχουσών πολιτικών, πρακτικών διαχείρισης και ερευνητικών θεμάτων σε πολλούς τομείς. Η γεωργία είναι ένας κύριος τομέας που ισχυρίζεται ότι εμπλέκεται σε ζητήματα βιωσιμότητας, καθώς συνδέεται άμεσα με τη χρήση των φυσικών πόρων και τις επιπτώσεις από την άποψη των αερίων του θερμοκηπίου εκπομπές, υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους, ρύπανση των υδάτων και επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.

Επιπλέον, η βιωσιμότητα των τοπικών κοινοτήτων επηρεάζεται έντονα από τη γεωργική οικονομία όσον αφορά τα εισοδήματα και την απασχόληση, ειδικά στις αγροτικές περιοχές (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας2020). Οι καταναλωτές έχουν γίνει πιο ευσυνείδητοι και έχουν προσανατολίσει τις προτιμήσεις τους προς υγιεινά προϊόντα και προϊόντα χαμηλού περιβαλλοντικού αντίκτυπου.

Ως εκ τούτου, τόσο οι παραγωγοί, όσο και οι εταιρείες, όλο και περισσότερο χρειάζεται να επανεκτιμήσουν τα συστήματα παραγωγής τους για την ικανοποίηση αυτής της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες με αυτές τις «νέες ποιότητες».

Το τριώνυμο της βιωσιμότητας

Τρεις βασικοί πυλώνες αποτελούν τα συστατικά της βιωσιμότητας: το περιβάλλον, η οικονομία και η κοινωνία.

Τα τελευταία χρόνια, τα λεγόμενα πράσινα προϊόντα, δηλαδή εκείνα που επιδεικνύουν (π.χ. μέσω πιστοποιήσεων και ετικετών) μεγαλύτερη φιλικότητα προς το περιβάλλον, έχουν προσελκύσει σε μεγάλο βαθμό μια συναίνεση στις παγκόσμιες αγορές. Οι περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένοι καταναλωτές δεν ανησυχούν μόνο για περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά είναι επίσης κοινωνικά υπεύθυνοι καταναλωτές που εξηγούν τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της ιδιωτικής τους κατανάλωσης και πιστεύουν ότι η αγοραστική τους δύναμη μπορεί να επιφέρει κοινωνική αλλαγή.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η γεωργία έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να ακολουθήσει την πρόκληση του βιώσιμου παραδείγματος, με τους παραγωγούς να καινοτομούν, εφαρμόζοντας αρχές αγρο-οικολογικής παραγωγής, εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων και τοπικά συστήματα τροφίμων, μαζί με παραγωγικά συστήματα που έχουν τηρήσει τις αρχές της βιωσιμότητας.

Αυτά τα καινοτόμα γεωργικά συστήματα δεν αποτελούνται μόνο από νέες τεχνικές ή οργανωτικές λύσεις. Το βασικό ζήτημα της βιώσιμης καινοτομίας είναι ο τρόπος παραγωγής και ανταλλαγής της γνώσης. Οι διαδικασίες θα πρέπει να καινοτομούν, συνδέοντας την επιστημονική έρευνα, τους ενδιαφερόμενους φορείς, τους τοπικούς παράγοντες και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή και τη συνεργασία μεταξύ αυτών των διαφορετικών τύπων παραγόντων.

Βιώσιμη ανάπτυξη του παραγωγικού ιστού του ελαιόλαδου

Όσον αφορά τον ελληνικό τομέα ελαιολάδου, ο ακραίος κατακερματισμός της παραγωγικής δομής, τα διαφορετικά συστήματα καλλιέργειας, το μεγάλο ποικιλιακό δυναμικό της ελιάς και η εξέχουσα οικονομική, πολιτιστική (από τη γαστρονομία έως την ιατρική, από την τέχνη έως τη μυθολογία και την ιστορία), κοινωνική και περιβαλλοντική αξία της ελιάς, καθιστούν δύσκολο τον γενικό ορισμό ενός μονοσήμαντου μοντέλου βιωσιμότητας.

Το ελαιόλαδο αφορά ένα τομέα εθνικού ενδιαφέροντος, ο οποίος απασχολεί 500.000 οικογένειες, συνεισφέρει 1 δισ. ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ αποτελεί βασική πηγή εισοδήματος και απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας σε πολλές περιοχές της χώρας.

Τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας και παραγωγής θεωρούνται ως μη επαγγελματικές και εντατικές και, από την άποψη της βιωσιμότητας, έχουν χαμηλό περιβαλλοντικό αντίκτυπο με υψηλή κοινωνική αξία και με πολιτιστική και ανθρωπολογική σημασία, διατηρώντας τις τοπικές παραδόσεις και τη βιοποικιλότητα, αλλά είναι γενικά ασύμφορες (δηλαδή βασίζονται στην υποτίμηση του χρόνου εργασίας της οικογένειας), αν και οι αποδοχές συχνά μοιράζονται σε μικρές κοινότητες και οικογένειες, για τις οποίες αντιπροσωπεύουν μια σημαντική (αν όχι τη μόνη) πηγή εισοδήματος.

Επιπλέον, χαρακτηρίζονται ως ευάλωτες σε μελλοντικές κλιματικές αλλαγές. Το υδατικό αποτύπωμα, το αποτύπωμα άνθρακα και η εφαρμογή εντατικών συστημάτων έχουν δημιουργήσει ερωτηματικά για χάραξη πολιτικής στην παραγωγή του ελαιόλαδου στη χώρα μας.

Σύνταξη ενός «οδηγού βιωσιμότητας»

Δεδομένων των συνθηκών και με αναφορά σε πρακτικές αειφορίας και βιωσιμότητας του κλάδου, είναι απαραίτητη η σύνταξη ενός τεχνικού οδηγού «ολικής» βιωσιμότητας. Αποτελεί ενέργεια επιχειρησιακής υποστήριξης για την ενίσχυση και προώθηση μιας βιώσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ελαιολάδου. Στόχος ενός τεχνικού οδηγού είναι να αποκτήσει μια εξαιρετικά γενική, αλλά ακριβή και ολοκληρωμένη εικόνα ενός επιπέδου βιωσιμότητας κάθε ελαιοκομικού αγροκτήματος/εταιρείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υφιστάμενης αλυσίδας εφοδιασμού ελαιολάδου. Ένας πρακτικός οδηγός για τις ελαιοκαλλιέργειες/εταιρείες για τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης σχετικά με το δικό τους επίπεδο βιωσιμότητας σε περιβαλλοντικό, διατροφικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία, για την υποστήριξη των εταιρειών στον καθορισμό ενός σχεδίου βιωσιμότητας και, κατά συνέπεια, για την τόνωση μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης. Υπό την έννοια αυτή, ένας τεχνικός οδηγός βιωσιμότητας μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς στη διαδικασία αυτοαξιολόγησης/εξωτερικής αξιολόγησης για την επαλήθευση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας της προσέγγισης βελτίωσης με την πάροδο του χρόνου. Φυσικά, η βιωσιμότητα του συστήματος ελαιολάδου μπορεί να βελτιωθεί με διάφορους τρόπους, από την ενίσχυση της βιοποικιλότητας έως την εκμετάλλευση απορριμμάτων και υποπροϊόντων για σκοπούς διατροφής και υγείας σε μια προοπτική της κυκλικής οικονομίας που και αυτό θα μπορούσε να είναι περιεχόμενο σε ένα οδηγό βιωσιμότητας.

Εν κατακλείδι, ένας οδηγός μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις ελληνικές εταιρείες ελαιολάδου στον ορισμό ενός μοντέλου βιωσιμότητας και στη συστηματική εφαρμογή διαδικασιών βελτίωσης. Ταυτόχρονα, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να καθορίσουν τους τομείς οικονομικής παρέμβασης για τη στήριξη των ελαιοκομικών επιχειρήσεων σε ένα πλαίσιο προστασίας της περιβαλλοντικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, παραγωγής υψηλής ποιότητας, δίκαιης κατανομής εισοδήματος, σεβασμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κερδοφορίας. Τέλος, η αειφόρος ανάπτυξη είναι ανάγκη για όλες τις διατροφικές διαδικασίες. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο τομέας του ελαιολάδου έχει μια εδραιωμένη ιστορική παράδοση, κάθε αλλαγή και καινοτομία που αποσκοπεί στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης χρειάζεται όχι μόνο να αναλυθεί από πλευράς περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών πτυχών, αλλά και να βελτιωθεί σημαντικά και να παρακολουθείται στενά.