Η πορεία της ελληνικής αγοράς ελαιολάδου

Όπως γράψαμε και πριν λίγες ημέρες, η αρχικά καλή εικόνα για την παραγωγή και την αγορά του ελαιολάδου στην Ελλάδα τείνει να ξεθωριάζει και τα προβλήματα πυκνώνουν.
Σε ό,τι αφορά στις ποσότητες σε εθνικό επίπεδο οι πρώτες εκτιμήσεις μιλούσαν για 195-205 χιλ. τόνους, υποχώρησαν στους 190-200 χιλ. και τώρα πάλι αναθεωρούνται προς τα κάτω στους 175-185.000 τόνους, αναλόγως και των αποδόσεων λάδι/καρπός στα ελαιοτριβεία (ελαιουργεία).
Τα ποιοτικά προβλήματα είχαν εντοπιστεί κυρίως στην Δυτική Πελοπόννησο (λόγω του γλοιοσπόριου), αλλά και σε πολλές διάσπαρτες περιοχές της Ελλάδας, είτε λόγω δάκου, είτε των υπερβολικά υψηλών θερμοκρασιών του Μαΐου, είτε της παρατεταμένης ανομβρίας. Από αυτή την άποψη, οι βροχές της προηγούμενης εβδομάδας αποτέλεσαν «πηγή ζωής» για τους κρητικούς ελαιώνες. Πάντως, άνθρωποι που έχουν γνώση δεν διστάζουν να μιλήσουν για την χειρότερη ποιοτική εικόνα των τελευταίων 30 ετών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλήσει κανείς για τιμές είναι παρακινδυνευμένο. Στην Κρήτη (Ηράκλειο) εξαγγέλθηκαν 3,5 € τιμή παραγωγού για την 0,3ο οξύτητα, η οποία όμως είναι δυσεύρετη. Έτσι ένα καλό έξτρα 0,5ο οξύτητας πέφτει στα 3,45 €/κιλό συν ΦΠΑ. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις (π.χ. Σητεία, Χανιά) που αγοραστές μπορεί να προσφέρουν τα 3,45 – 3,50 € για το 0,5ο εφόσον θέλουν να καλύψουν συγκεκριμένες και περιορισμένες ανάγκες τους.
Στη Λακωνία (ζώνη αθηνοελιάς) μετά από μια προσωρινή υποχώρηση στα 4,0 €/κιλό, οι τιμές επανήλθαν στα 4,40 €, τα οποία μάλιστα επεκτείνονται και σε άλλους συνεταιρισμούς και χωριά, πέρα από το γνωστό επίκεντρο των Αγίων Αποστόλων. Εδώ όμως, πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις που αγοράζονται και εξάγονται κατευθείαν σε Ιταλία προκειμένου να διορθώσουν (βελτιώσουν) άλλα ελαιόλαδα είτε εγχώρια, είτε εισαγόμενα από άλλες χώρες της Μεσογείου. Αντιθέτως, οι Έλληνες τυποποιητές που είχαν κλείσει συμβόλαια πώλησης βασιζόμενοι σε χαμηλότερες τιμές, σήμερα βρίσκονται εκτεθειμένοι από την άνοδο των τιμών.
Κλείνοντας, ας σημειώσουμε ότι θα πρέπει να αποφύγουμε ένα κλίμα ευφορίας και υπεραισιοδοξίας (;) για τρεις λόγους:
Πρώτον, οι τιμές θεωρούμενες σήμερα ως υψηλές και ικανοποιητικές για τον Έλληνα παραγωγό δεν παύει να είναι λίγο ή πολύ χαμηλότερες των συναδέλφων του στις άλλες χώρες (π.χ. ο Ιταλός απολαμβάνει τα 5,50 €),
Δεύτερον, το εισόδημα του παραγωγού εξαρτάται όχι μόνο από την τιμή αλλά και από την ποσότητα. Άρα, αυξημένες τιμές με μειωμένες ποσότητες είναι «δώρο άδωρον», και ,
Τρίτον, η εμπειρία έχει δείξει ότι η άνοδος τιμών μπορεί να ανοίξει την κερκόπορτα των εισαγωγών προκειμένου κάποιοι «επιτήδειοι» να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς με ελαιόλαδα «άνευ οσμής» της προέλευσής τους.