Κλιματική αλλαγή: Ποιες καλλιέργειες κινδυνεύουν περισσότερο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα
Πλημμύρες, ξηρασία και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα που οφείλονται στην ανθρωπογενή παρέμβαση στο περιβάλλον έχουν γίνει σχεδόν καθημερινότητα, προκαλώντας κυριολεκτικά χάος στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και εφοδιασμού τροφίμων. Όλοι θυμόμαστε τις εικόνες ολοκληρωτικής καταστροφής τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Θεσσαλία, αλλά και την αγωνία των παραγωγών, πριν από μερικά Σαββατοκύριακα, όταν «ήχησε» η προειδοποίηση από το 112, ανασύροντας μνήμες πανικού και απόγνωσης.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Κλίματος, Περιβάλλοντος και Μετεωρολογικών Παρατηρήσεων της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, ο φετινός χειμώνας (Δεκέμβριος 2023 – Φεβρουάριος 2024) ήταν ο θερμότερος από το 1960, με τη μέση θερμοκρασία να είναι 2,3 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από την κανονική τιμή για την εποχή. Επιπλέον, το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο Copernicus σημείωσε και τον Απρίλιο «εξαιρετικά» υψηλές θερμοκρασίες, καθώς καταγράφηκαν μηνιαία ρεκόρ ζέστης τόσο στο έδαφος όσο και στην επιφάνεια των ωκεανών.
Στο «κόκκινο» όλη η Νότια Ευρώπη
Από την Πορτογαλία έως την Ισπανία και την Ελλάδα, ο Νότος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει πολλές και σημαντικές προκλήσεις από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πρόκειται, κυρίως, για προβλήματα που επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή και, φυσικά, ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας της εκάστοτε χώρας.
Σε πολλές περιοχές της Ισπανίας, όπως η Ανδαλουσία, παρατηρείται μειωμένη παραγωγή ελαιολάδου λόγω εκτεταμένης ξηρασίας, ενώ από τον περασμένο Φεβρουάριο μέχρι και πριν από μερικές ημέρες, η Βαρκελώνη και άλλες 200 πόλεις της Καταλονίας κήρυξαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω παρατεταμένης ανυδρίας. Αποτέλεσμα; Οι αγρότες δεν μπορούσαν να αρδεύσουν τις περισσότερες από τις καλλιέργειές τους και έπρεπε να μειώσουν στο μισό τη χρήση νερού για τα ζώα, αλλιώς θα αντιμετώπιζαν πρόστιμα.
Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία το 2022, η χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 200 ετών έπληξε την κοιλάδα του Πάδου, καταστρέφοντας τις πολύτιμες σοδειές ρυζιού Arborio και Carnaroli, με τους παραγωγούς να αναζητούν νέες, πιο ανθεκτικές ποικιλίες. Παράλληλα, στην Πορτογαλία έχει ξεκινήσει ήδη διάλογος για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων άρδευσης και διανομής νερού της χώρας.
«Η εντονότερη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής είναι η ξηρασία και οι καλλιέργειες που φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο είναι αυτές που έχουν μεγαλύτερες υδατικές ανάγκες», λέει στην «ΥΧ» ο γεωπόνος Θεόδωρος Χαρμπής
Μια ύπαιθρος που αλλάζει
Από ό,τι φαίνεται, η κλιματική αλλαγή μάς… χτυπάει την πόρτα και έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τη γεωργία, τόσο σε τοπική όσο και σε ευρύτερη κλίμακα. Oι αλλαγές στη θερμοκρασία, τις βροχοπτώσεις και τις ημέρες χωρίς παγετό έχουν ποικίλες –καλές, αλλά και κακές– επιπτώσεις για την παραγωγή, αφού κάποιοι αγρότες μπορεί να είναι σε θέση να φυτέψουν καλλιέργειες μεγαλύτερης ωρίμανσης ή περισσότερους κύκλους καλλιεργειών συνολικά, ενώ άλλοι μπορεί να οδηγηθούν σε περισσότερη άρδευση κατά τη διάρκεια μιας μεγαλύτερης και θερμότερης καλλιεργητικής περιόδου.
O βαθμός επίδρασης των φαινομένων στις καλλιέργειες καθορίζεται από την ένταση και τη διάρκεια που έχουν όταν εκδηλώνονται. Όπως απέδειξε η περίπτωση της κακοκαιρίας Daniel στη Θεσσαλία, τα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν το σύνολο των καλλιεργειών και των εκτροφών και γίνονται ολοένα και περισσότερο μη διαχειρίσιμα.
«Η εντονότερη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής είναι η ξηρασία και οι καλλιέργειες που φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο είναι αυτές που έχουν μεγαλύτερες υδατικές ανάγκες. Τέτοιες είναι το βαμβάκι, ο αραβόσιτος, τα κηπευτικά, τα εσπεριδοειδή και οι λοιπές αρδευόμενες δενδρώδεις καλλιέργειες εντατικής μορφής», μας λέει ο γεωπόνος, Θεόδωρος Χαρμπής. «Περισσότερο ανθεκτικές είναι οι ξερικές, χαμηλής έντασης καλλιέργειες, όπως η ελιά, το αμπέλι, τα χειμερινά σιτηρά και τα ψυχανθή».
Από την πλευρά του, ο Παντελής Μπαρούχας, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Πατρών, υποστηρίζει ότι «τα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν τις καλλιέργειες πολύπλευρα, είτε σε σχέση με τις συνθήκες στην ατμόσφαιρα (θερμοκρασία, σχ. υγρασία, κ.λπ.) είτε σε σχέση με το έδαφος. Σε σχέση με τις εδαφικές συνθήκες, οι έντονοι καύσωνες και η έλλειψη βροχοπτώσεων, ειδικότερα σε κρίσιμα για τα φυτά στάδια ανάπτυξης, προκαλούν έλλειμμα στο ισοζύγιο του εδαφικού νερού, με αποτέλεσμα σε ορισμένες χρονικές περιόδους να οδηγούμαστε σε ξηρασία στο έδαφος, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν και το χρονικό εύρος της αρδευτικής περιόδου. Το φαινόμενο είναι άμεσα απειλητικό, καθώς τα καλλιεργήσιμα εδάφη οδηγούνται σε φυσικοχημικές μεταβολές που επηρεάζουν τη δραστηριότητα της βιοποικιλότητας του εδάφους, ενώ τα καθιστούν όλο και πιο επιρρεπή σε φαινόμενα διάβρωσης, ειδικότερα εάν ακολουθήσουν έντονες βροχοπτώσεις και ενδεχομένως πλημμυρικά φαινόμενα».
Σύμφωνα με τον κ. Μπαρούχα, «καλλιέργειες όπως τα σιτηρά και το βαμβάκι επηρεάζονται σημαντικά, αλλά και οι δενδρώδεις καλλιέργειες, ειδικότερα εκείνες που η άρδευση είναι αναγκαία, όπως τα εσπεριδοειδή. Περισσότερο ανθεκτικές στην ξηρασία θεωρούνται το αμπέλι και η ελιά, όμως επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό στα διάφορα κρίσιμα στάδια ανάπτυξής τους, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε απώλεια παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, οι ακραίες κλιματικές συνθήκες οδηγούν σε σημαντική απώλεια αγροτικού εισοδήματος και σταδιακά τα εδάφη μας σε ερημοποίηση».
Τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει ήδη αισθητά στην Ευρώπη και την Ελλάδα και προβλέπεται να γίνουν συχνότερα και εντονότερα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, ενώ αναμένεται να επηρεαστεί ακόμη και η διαθεσιμότητα κάποιων προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ, επιφέροντας αναγκαστικά αλλαγές στη διατροφή
Πόσο έχουν επηρεαστεί οι αγρότες;
«Παρότι γενικά στην Ελλάδα τα τελευταία 3-4 χρόνια έχουν εκδηλωθεί ακραία καιρικά φαινόμενα, στην περιοχή του κάμπου της Αργολίδας, όπου κυριαρχεί η καλλιέργεια του πορτοκαλιού, τα δεδομένα είναι λίγο καλύτερα μέχρι τώρα. Συγκεκριμένα, παρατηρώντας τις μετρήσεις σε βάθος τριετίας του μετεωρολογικού σταθμού gaiasense, που έχει εγκατασταθεί στο κέντρο του Αργολικού πεδίου, βλέπουμε ότι η συνολική βροχόπτωση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταβολές για την καλλιεργητική περίοδο 2021-2022 και 2022-2023 (περίπου 170 mm ανά έτος), ενώ για την περίοδο 2023-2024 είχαμε σχεδόν διπλασιασμό της συνολικής ποσότητας (περίπου 300 mm), κάτι που κρίνεται ευεργετικό τόσο για την ποσότητα όσο και για την ποιότητα των παραγόμενων πορτοκαλιών», εξηγεί ο Ευάγγελος Κυριάκου, παραγωγός πορτοκαλιού από την Αργολίδα και γεωπόνος. Όπως σημειώνει, «τόσο οι μέγιστες ετήσιες θερμοκρασίες όσο και οι ελάχιστες εξελίχθηκαν ευνοϊκά για τα πορτοκάλια τις τελευταίες τρεις καλλιεργητικές περιόδους».
Στην ερώτηση αν έχει δει διαφορές χρόνο με τον χρόνο στην καλλιέργειά του, οι οποίες να είναι εμφανές ότι προέρχονται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ο Γιώργος Κατσίκας, παραγωγός βαμβακιού στη Ροδόπη, επισημαίνει ότι «χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περσινή χρονιά, λόγω οψιμότητας της καλλιέργειας, αλλά και της παρουσίας ισχυρότατων και υπερβολικά ζεστών ανέμων που ‘‘χτύπησαν” τα φυτά. Είχαμε το λεγόμενο “φαινόμενο του σεσουάρ”. Σύμφωνα με αυτό, το βαμβάκι δεν μπορεί να απορροφήσει την υγρασία και έτσι αναγκάζεται να ρίξει καρποφόρα όργανα, με αποτέλεσμα να έχουμε μειωμένη παραγωγή».
Ακόμη και σε λιγότερο ευαίσθητες καλλιέργειες, όπως το αμπέλι, υπάρχει μια σχετική ανησυχία, με τους παραγωγούς να παρακολουθούν στενά τα γεγονότα τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Άλλωστε, πέρυσι, η Ιταλία έχασε τον τίτλο του κορυφαίου παραγωγού κρασιού στον κόσμο, καθώς η παραγωγή της μειώθηκε κατά 12%, ενώ η Ισπανία διατήρησε την τρίτη θέση της, παρόλο που η παραγωγή της μειώθηκε κατά 14% και ήταν μειωμένη κατά 19% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βασίλης Παπαγιαννάκος, οινοποιός και ιδιοκτήτης του Οινοποιείου Παπαγιαννάκος στο Μαρκόπουλο Αττικής, διαπιστώνει ότι «η περιοχή της Ανατολικής Αττικής είναι ευνοημένη από τις καιρικές συνθήκες. Δεν έχουμε βροχές και έτσι δεν έχουμε ασθένειες στο αμπέλι. Επομένως, δεν χρειάζεται παρέμβαση με ψεκασμούς». Όσο για την κλιματική αλλαγή, τον προβληματίζει πάρα πολύ, αφού ήδη υπάρχει πρωίμιση του τρύγου, ο οποίος αν δεν γίνει την κατάλληλη στιγμή «παρατηρείται μείωση του μηλικού οξέως στα σταφύλια που, ειδικά στις ερυθρές ποικιλίες, είναι απαραίτητο για τη μηλο-γαλακτική ζύμωση».
Παρ’ όλα αυτά, όπως εξηγεί, «είμαστε μια περιοχή η οποία πάντα έχει πολλή ηλιοφάνεια, υψηλές θερμοκρασίες και καύσωνες. Συνθήκες, δηλαδή, που για κάποιους είναι πρωτόγνωρες, για εμάς είναι σχεδόν καθημερινότητα. Η άνυδρη, για παράδειγμα, καλοκαιρινή περίοδος αποτελεί χαρακτηριστικό του μικροκλίματος της περιοχής. Ήδη, η κυρίαρχη ποικιλία της περιοχής που καλλιεργείται από την αρχαιότητα, το Σαββατιανό, μέσα στους αιώνες έχει προσαρμοστεί στις κλιματολογικές συνθήκες, στον ξερικό, δηλαδή, μη αρδευόμενο αμπελώνα και η παραγωγή είναι σημαντική. Η εν λόγω ποικιλία είναι τόσο ανθεκτική και τόσο προσαρμοσμένη σε ξηροθερμικά κλίματα που αντέχει σε ακραίες συνθήκες, όπως το φετινό καλοκαίρι που ήταν από τα πιο ζεστά των τελευταίων 100 χρόνων».
Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο κ. Παπαγιαννάκος, όσο και αρκετοί άλλοι παραγωγοί υπογραμμίζουν ότι ακόμη και σε περιπτώσεις που η κλιματική αλλαγή δεν έχει επηρεάσει ουσιαστικά ή έστω αρνητικά συγκεκριμένες περιοχές και καλλιέργειες, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπάρχει χώρος για εφησυχασμό. «Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής δεν είναι ένα θέμα που απασχολεί μεμονωμένες περιοχές, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη», συμφωνούν όλοι.
«Η Αργολίδα, ως μια περιοχή με δεδομένο τα κακής ποιότητας υπόγεια νερά λόγω νιτρορύπανσης, αλατότητας, βαρέων μετάλλων κ.λπ., θα επηρεαστεί άμεσα σε τυχόν αρνητική μεταβολή των καιρικών συνθηκών λόγω κλιματικής κρίσης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εσπεριδοφυτειών είναι μεγάλης ηλικίας, κάτι που σημαίνει πως τα δέντρα είναι ήδη καταπονημένα με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα και στην ποσότητα της παραγωγής», διαπιστώνει ο κ. Κυριάκου, ο οποίος δεν κρύβει ούτε αυτός την ανησυχία του. Και συνεχίζει: «Τυχόν αύξηση της έντασης και της συχνότητας των φαινομένων της ανομβρίας και των ακραίων θερμοκρασιών, που σχετίζονται με την κλιματική κρίση, θα επηρεάσει ακόμα πιο αρνητικά την κατάσταση των φυτειών. Επίσης, η εμφάνιση εντόμων, όπως οι ακρίδες τα τελευταία τρία χρόνια, σχετίζεται με την κλιματική κρίση και προκαλεί ανησυχία για το μέλλον της καλλιέργειας των πορτοκαλιών της περιοχής».
Σε σχέση με τις εδαφικές συνθήκες, οι έντονοι καύσωνες και η έλλειψη βροχοπτώσεων, ειδικότερα σε κρίσιμα για τα φυτά στάδια ανάπτυξης, προκαλούν έλλειμμα στο ισοζύγιο του εδαφικού νερού, με αποτέλεσμα σε ορισμένες χρονικές περιόδους να οδηγούμαστε σε ξηρασία στο έδαφος, μεταβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν και το χρονικό εύρος της αρδευτικής περιόδου
Προκλήσεις και λύσεις
Τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής έχουν γίνει ήδη αισθητά στην Ευρώπη και την Ελλάδα και προβλέπεται να γίνουν συχνότερα και εντονότερα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, ενώ αναμένεται να επηρεαστεί ακόμη και η διαθεσιμότητα κάποιων προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ, επιφέροντας αναγκαστικά αλλαγές στη διατροφή. Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι απαιτείται περισσότερη γνώση, καινοτομία, ευαισθητοποίηση και ενημέρωση, προκειμένου να μπορέσουν οι αγρότες να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις της αγροτικής παραγωγής στο περιβάλλον και το κλίμα και να κερδίσουν τη μάχη με τα καιρικά φαινόμενα.
«Τα πορτοκάλια, που αποτελούν το κύριο εισόδημα των αγροτών της Αργολίδας, δεν μπορούν να εξαιρεθούν από το κάδρο των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Όλοι οι εμπλεκόμενοι που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν, αλλά και οι ίδιοι οι καταναλωτές θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους και να αναζητήσουν μια πιο βιώσιμη προσέγγιση που θα αποβλέπει στην αειφορία, στην καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων, στη στροφή σε πιο φιλοπεριβαλλοντικές καλλιεργητικές τεχνικές, στις προληπτικές ενέργειες και την προετοιμασία για τυχόν ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές, στην προστασία του περιβάλλοντος πάση θυσία και στη μείωση της σπατάλης τροφίμων. Χρειάζονται πάνω από όλα πολιτικές και κρίσιμες αποφάσεις, πριν η κατάσταση γίνει μη ή δύσκολα αναστρέψιμη», τονίζει ο κ. Κυριάκου.
Αντίστοιχα, ο κ. Χαρμπής επιμένει ότι «όλες οι λύσεις, όπως για παράδειγμα η επιλογή ήπιων μορφών καλλιέργειας που έχουν αποδεδειγμένα μεγαλύτερες αντοχές στο στρες, το οποίο προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, θα πρέπει να συνδυάζουν την πολύτιμη εμπειρία του αγρότη καλλιεργητή με την επιστημονική γνώση που μπορεί να προσφέρει ο γεωπόνος τόσο για την εγκατάσταση μια νέας καλλιέργειας όσο και για τις ετήσιες καλλιεργητικές φροντίδες».
Παράλληλα, πέραν της εφαρμογής μέτρων πολιτικής προστασίας, ο ίδιος σημειώνει και κάποια επιπλέον μέτρα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προστασία των καλλιεργειών από τα φαινόμενα που τις απειλούν: «Η διατήρηση της καλλιέργειας ειδών και ποικιλιών εντός των παραδοσιακών ζωνών καλλιέργειας, για παράδειγμα επειδή τα τελευταία χρόνια οι χειμώνες είναι ηπιότεροι έχει παρατηρηθεί εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας στη Βόρεια Ελλάδα, με συνέπεια σε έναν παγετό να καταστρέφεται το φυτικό κεφάλαιο».
Και προσθέτει: «Πρέπει, επίσης, να ενισχυθεί η καλλιέργεια ειδών και ποικιλιών προσαρμοσμένων στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, τα οποία και κατά κανόνα έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε νερό. Ακόμη, η διατήρηση των καλλιεργειών σε αναβαθμίδες, οι οποίες προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση, συγκρατούν το νερό της βροχής και εμπλουτίζουν τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Η δημιουργία υποδομών συγκέντρωσης νερού, όπως ταμιευτήρες, φράγματα, δίκτυα μεταφοράς νερού, και η εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο μεθόδων στάγδην άρδευσης στις καλλιέργειες».
Στον αντίποδα, ο κ. Κατσίκας αμφιβάλλει ότι υπάρχουν τρόποι να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ειδικά στην καλλιέργεια του βαμβακιού. «Δύσκολα μπορούμε να κάνουμε κάτι. Προσπαθήσαμε να κάνουμε πρώιμη σπορά φέτος, αλλά ο καιρός μάς τα χάλασε και πάλι. Παρότι έβρεξε, μετά φύσηξε βοριάς και στέγνωσαν τα βαμβάκια».
Μάλιστα, ο ίδιος δηλώνει πολύ απογοητευμένος από την τρέχουσα κατάσταση και καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον, ενώ δεν κρύβει το γεγονός ότι έχει σκεφτεί σοβαρά να εγκαταλείψει τη βαμβακοπαραγωγή: «Ήδη έχουμε κάνει κάποιες ενέργειες, προκειμένου να αλλάξουμε καλλιέργεια. Προσανατολιζόμαστε προς τις ελιές, το αμπέλι και τα όσπρια, όπως φακές και ρεβίθια. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να αλλάξεις, γιατί έχουμε κάνει σημαντικές επενδύσεις, κυρίως σε εξοπλισμό».