Κρυφτούλι των Ιταλών για το λιγοστό φετινό έξτρα παρθένο

Χρονοτριβούν λοξοκοιτώντας προς Ισπανία οι μεγάλοι ξένοι αγοραστές, βελτιώνονται σταδιακά οι οξύτητες

Σταδιακή βελτίωση στις οξύτητες διαπιστώνουν παραγωγοί και μεταποιητές όσο προχωράμε στη συγκομιδή του ελαιοκάρπου, χωρίς ωστόσο αυτό να αρκεί για να αλλάξει το χαρακτηριστικό της φετινής σεζόν που, όπως όλα δείχνουν, θα είναι η έλλειψη μεγάλων ποσοτήτων στην κατηγορία του έξτρα παρθένου ελαιολάδου.

Οι τιμές για την περιοχή των Μολάων Λακωνίας, που μπαίνει σιγά-σιγά στην εμπορία του προϊόντος, κινούνται αυτή την περίοδο στα 4 ευρώ/κιλό για οξύτητες έως 0,45 βαθμών, αναλόγως βέβαια και της υπολειμματικότητας του προϊόντος. «Πέρυσι, η τιμή ξεκίνησε στα 4,60 ευρώ/κιλό, αλλά την πρώτη εμπορική δραστηριότητα εμείς την είχαμε κάνει στις 25 Δεκεμβρίου. Φέτος, την έχουμε κάνει πολύ νωρίς από τις αρχές Νοέμβρη, με αποτέλεσμα να μας έχει παρασύρει κι εμάς το ενδιαφέρον και η ανάγκη που υπάρχει και γι’ αυτό υπάρχουν αυτές οι τιμές», εξηγεί στην «ΥΧ» ο διευθυντής του ΑΣ Μολάων-Πακίων, Παναγιώτης Ντανάκας.

Χαμηλότερα κατά 50 λεπτά σε σχέση με πέρυσι πωλείται το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στην περιοχή της Κορινθίας, όπου σύμφωνα με την Ένωση Συνεταιρισμών, η τιμή ανέρχεται στα 2,90 ευρώ/κιλό για οξύτητες έως 0,5 βαθμών, ενώ, όσο αυτές ανεβαίνουν, οι τιμές φτάνουν μέχρι και τα 2,70 ευρώ, πάντα για την ίδια κατηγορία (έξτρα παρθένου). «Σπάνιες χαρακτηρίζονται οι οξύτητες 0,3-0,4 στην περιοχή, καθώς στα δέκα δείγματα τα τέσσερα είναι στην κατηγορία των βιομηχανικών, τα τέσσερα σε αυτήν του παρθένου και μόνο δύο στην κατηγορία του έξτρα παρθένου με οξύτητες από 0,5-0,8», επισημαίνουν στην «ΥΧ» στελέχη της Ένωσης.

Αντίστοιχα από 2,60 έως 3 ευρώ πωλούνται τα έξτρα παρθένα ελαιόλαδα στην Ηλεία για οξύτητες έως 0,8, ενώ στα 2,10-2,30 ευρώ/κιλό πωλούνται τα παρθένα της περιοχής με οξύτητες μεταξύ 0,9 και 1,5. «Είναι με διαφορά η χειρότερη χρονιά σε ό,τι αφορά τις ποιότητες από οποιαδήποτε άλλη στο παρελθόν, διότι τα μεγαλύτερα ποσοστά που παράγονται είναι στην κατηγορία του παρθένου και του λαμπάντε και πολύ μικρότερα στην κατηγορία του έξτρα παρθένου», αναφέρει ο γεν. γραμματέας του Επιμελητηρίου Ηλείας και έμπορος ελαιολάδου, Βασίλης Τσαούσης.

Απώλειες από τις ποιότητες που έπεσαν κατηγορία

Ο ίδιος εξηγεί ότι πρόκειται για «διπλή απώλεια στον νομό που αγγίζει τα 50 εκατ. ευρώ για τους παραγωγούς, αν στα 35-38 εκατ. ευρώ από τη μείωση της παραγωγής συνυπολογιστούν και τα 12-15 εκατ. ευρώ λόγω της διαφοράς τιμής που προκύπτει από τη μια ποιότητα στην άλλη».

Στη Σητεία, έχοντας συγκομιστεί μόλις το 10%-15% της παραγωγής, αφού η παρατεταμένη ανομβρία πήγε πίσω τη διαδικασία, οι μικρές ποσότητες που έχουν παραχθεί, αλλά και το γεγονός ότι δεν παρατηρείται ακόμη μεγάλο ενδιαφέρον για αγοραπωλησίες, συγκρατούν και την ανακοίνωση των πρώτων τιμών. Ωστόσο, αυτό που κάνει τους παραγωγούς να αισιοδοξούν είναι ότι οι πρόσφατες βροχές και ο αέρας βελτίωσαν τις ποιότητες, με αποτέλεσμα να έχουμε πλέον οξύτητες που κυμαίνονται μεταξύ 0,4-0,8 σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης, Μανώλη Μαυροματάκη.

Διερευνητικές κρούσεις από τους Ιταλούς

Την ίδια στιγμή, με δεδομένη τη μικρή και υποβαθμισμένη ποιοτικά ιταλική παραγωγή, αλλά και την ακριβώς αντίθετη εικόνα αναφορικά με την ισπανική, οι μεγάλοι Ιταλοί έμποροι που δραστηριοποιούνται στη Νότια Λακωνία κινούνται προς το παρόν διερευνητικά. «Σε ένα δεκαήμερο είπαν ότι θα εμφανιστούν και θα ανακοινώσουν τιμές», σημειώνει ο κ. Ντανάκας, παρατηρώντας ότι «οι έμποροι προσπαθούν να κρατήσουν μία άμυνα, ευελπιστώντας ότι θα μπουν οι Ισπανοί στην αγορά ως όψιμοι, με χαμηλότερη τιμή και καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά κι έτσι ελπίζουν να καλύψουν τις ανάγκες τους από εκεί. Αν δεν συμβεί αυτό, θα έχουμε τιμές της τάξης των 4 ευρώ και φέτος, στην αντίθετη περίπτωση φοβάμαι ότι θα δούμε τις τιμές να συμπιέζονται που, αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, θα έχουμε τιμές των 4 ευρώ και φέτος. Στην αντίθετη περίπτωση, φοβάμαι ότι θα έχουμε κι εδώ συμπίεση των τιμών», συμπληρώνει.

Το ενδιαφέρον, αλλά με το «σταγονόμετρο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, που υπάρχει αυτή την περίοδο προέρχεται από μικρές ιταλικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Απουλίας και έχουν ανάγκη «από ένα βυτίο λάδι μία στις τόσες».

Ενδεικτικό είναι το περιστατικό που αναφέρει ο ίδιος σε σχέση με μία τέτοια εταιρεία που επισκέφτηκε τον συνεταιρισμό, ζητώντας ελαιόλαδο οξύτητας 0,6-0,7 που είχε πολλά χρόνια να βγάλει η περιοχή. «Δεν έδωσαν τιμή, δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου για τα λάδια πρώτης ποιότητας, ήρθαν, ήπιαν το ποτό μας και είπαν… arrivederci», συμπληρώνει, εξηγώντας ότι το γεγονός αυτό σημαίνει ότι «από κάπου αλλού έχουν βρει τα χαμηλόβαθμα λάδια και θέλουν να τα ‘φτιάξουν’» .