«Παγώνουν» την αγορά ελαιολάδου οι αλυσίδες λιανικής

Κίνδυνος εκτοπισμού του έξτρα παρθένου από το «salad oil»

Το δεδομένο της μειωμένης παραγωγικά χρονιάς, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία, αλλά και τους αυξημένους δακοπληθυσμούς, βάζουν γρηγορότερα τους παραγωγούς στα χωράφια, σε μια χρονιά που η αγορά -κατά πώς φαίνεται- θα αργήσει να δώσει ρυθμό, με τη ζυγαριά να βαραίνει από την πλευρά της κατανάλωσης.

Ολοένα και περισσότερες περιοχές και παραγωγοί ξεκινούν τη συλλογή ελαιοκάρπου, η οποία βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο σε ό,τι αφορά τον κύριο όγκο, με την Κορωνέικη ποικιλία.

Το δεδομένο της μειωμένης παραγωγικά χρονιάς, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία, αλλά και τους αυξημένους δακοπληθυσμούς, βάζουν γρηγορότερα τους παραγωγούς στα χωράφια, σε μια χρονιά κατά την οποία η αγορά θα αργήσει να δώσει ρυθμό, με τη ζυγαριά να βαραίνει από την πλευρά της κατανάλωσης.

Η τελευταία καταγράφει απώλειες λόγω των υψηλότερων τιμών, ενώ αυτή είναι που θα καθορίσει και την πορεία των τιμών για το προϊόν, εφόσον δεν υπάρξει κάποια σημαντική αλλαγή από την πλευρά των όγκων στη Μεσόγειο, καθώς προχωρούν οι συγκομιδές, όπως υποστηρίζουν κύκλοι της αγοράς.

Πάντως, οι προβλέψεις των τιμών γίνονται, πλέον, όλο και πιο δύσκολα, δείχνοντας προς τον Ιανουάριο, οπότε και θα υπάρχει ασφαλέστερο πεδίο, έχοντας πληρέστερη εικόνα της νέας περιόδου. Τα συμβόλαια των μεγάλων αλυσίδων δεν διαφαίνονται ακόμη στον ορίζοντα, συντηρώντας την αδράνεια των αγοραστών και πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω, με τους παραγωγούς να μη βιάζονται, διατηρώντας την προσδοκία για υψηλότερες τιμές.

Σε αναμονή ακόμη το εμπόριο, που προβλέπει υποχώρηση των τιμών

«Αν δεν καταλήξει κάπου η αγορά, δεν μπορούν να γίνουν πράξεις», σχολιάζει έμπορος που εξάγει ποσότητες στην ιταλική βιομηχανία και όχι μόνο, κάνοντας λόγο για μια γενικότερη αδράνεια.

Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι αν δεν γίνουν συμβόλαια στο ράφι, τα οποία και δεν διαφαίνονται άμεσα, δεν μπορούν με τη σειρά τους να αγοράσουν ποσότητες από τους παραγωγούς. Παράλληλα με την πτώση στην κατανάλωση που επηρεάζει τη βιομηχανία ελαιολάδου, απώλειες αναφέρονται και από το κομμάτι της μεταποίησης (κονσέρβα, παρασκευάσματα τροφίμων κ.ά.).

Η γειτονική αγορά δείχνει, για την ώρα, μια εσωστρέφεια, καθώς προμηθεύεται ό,τι προϊόν χρειάζεται η χονδρική από την εγχώρια παραγωγή και μάλιστα σε τιμές της τάξεως των 7,70-7,80 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου ΦΠΑ, για τα καλά λάδια. Σύμφωνα με αυτό, «για να φύγει μία ποσότητα από τη χώρα μας, θα πρέπει να κινείται στα 7,20 ευρώ, υπολογίζοντας ότι στα 50 λεπτά περίπου ανέρχεται το κόστος μεταφοράς στη γειτονική Ιταλία, ώστε να συμφέρει κάποιον που εξάγει ποσότητες», όπως εξηγεί χονδρέμπορος στην «ΥΧ». Αυτός φαίνεται πως είναι και ο τρόπος με τον οποίο πιέζονται εγχώρια οι τιμές από το εμπόριο των Ιταλών.

Έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος από τυποποιητές και εμπόρους επισημαίνουν και άλλοι μεγάλοι παίκτες της εγχώριας αγοράς, τουλάχιστον για την τρέχουσα εβδομάδα, εντοπίζοντας μάλιστα μία διόρθωση των τιμών παραγωγού κατά περίπου 1 ευρώ τον τελευταίο μήνα

Ως ενδεικτικό της πίεσης που ασκεί η κατανάλωση στην αγορά, ο ίδιος χονδρέμπορος αναφέρει και την περίπτωση των ισπανικών εξαγωγών, οι οποίες πέρυσι τον Οκτώβριο ανέρχονταν στους 135.000 τόνους και φέτος μόλις στους 70.000. Κι όλα αυτά, σε μια χρονιά που, σύμφωνα με όσα σχολιάζει, «δεν θα λείψει λάδι από την αγορά», με την ιταλική παραγωγή να κινείται στους 300.000 τόνους και την ισπανική να αναμένεται βελτιωμένη από προηγούμενες εκτιμήσεις, λόγω των βροχών.

Σε ό,τι αφορά τα εγχώρια μεγέθη, ακόμη και αν η παραγωγή κινηθεί σε ένα απαισιόδοξο νούμερο της τάξεως των 120.000 τόνων, υπολογίζοντας ότι υπάρχουν αποθέματα περίπου 40.000-50.000 τόνων, δεν θα λείψει η ποσότητα από την αγορά, εκτιμά.

Το «salad oil» απειλεί το ελαιόλαδο με τις τιμές ήδη υπό πίεση

Έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος από τυποποιητές και εμπόρους επισημαίνουν και άλλοι μεγάλοι παίκτες της εγχώριας αγοράς, τουλάχιστον για την τρέχουσα εβδομάδα, εντοπίζοντας μάλιστα μία διόρθωση των τιμών παραγωγού κατά περίπου 1 ευρώ τον τελευταίο μήνα.

Κύριος λόγος η αβεβαιότητα ως προς το πόσο χαμηλότερα μπορεί να κινηθεί η κατανάλωση, η οποία ήδη κατέγραψε πτώση της τάξεως του 20%-30% εντός κι εκτός των συνόρων το 2023, με το ποσοστό να διαφέρει, βέβαια, ανάλογα με τη χώρα προορισμού.

Παράλληλα, η είσοδος σαφώς φθηνότερων ετικετών προϊόντων, όπως αυτό του «salad oil», που προέρχονται από νόμιμη μείξη με άλλα έλαια, τα οποία και ζητούνται τους τελευταίους μήνες από το λιανεμπόριο, εντείνουν την ανησυχία για περαιτέρω μείωση στις κατηγορίες του παρθένου.

«Εάν το βασίζαμε μόνο στην κατανάλωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τιμές θα βαίνουν πτωτικά το επόμενο διάστημα, γιατί οι καταναλώσεις θα πέφτουν», εξηγεί στέλεχος μεγάλης εξαγωγικής εταιρείας τυποποιημένου ελαιολάδου. Όπως εκτιμά, χειρότερα νέα σε ό,τι αφορά τις παραγωγές θα κατηύθυναν, αντιστρόφως, ανοδικά τις τιμές, υπογραμμίζοντας, βέβαια, το δύσκολο των προβλέψεων. Κατά τον ίδιο, η παραπάνω εκτίμηση γίνεται με δεδομένο ότι η άνοδος των τιμών που καταγράφηκε τους προηγούμενους μήνες είχε προεξοφλήσει, επί της ουσίας, τις μειώσεις που εκτιμώνταν έως τώρα για τις ποσότητες της νέας παραγωγής.

Έλεγχο από την ΕΕ για την τιμή στο ράφι προτείνουν από την Κρήτη

«Το πώς θα διαμορφωθεί η αγορά δεν καθορίζεται από εμάς, αλλά απ’ έξω», σχολιάζει, από πλευράς του, ο Πρίαμος Ιερωνυμάκης, πρόεδρος της Ομάδας Αμπελουργών Ελαιοκαλλιεργητών Κρήτης, χαρακτηρίζοντας τον παραγωγό ως το μεγάλο θύμα, σε μία κατάσταση που καθορίζεται από τους ξένους οίκους, ισπανικούς κυρίως και ιταλικούς, οι οποίοι είναι και μεγαλομέτοχοι στις μεγάλες αλυσίδες τις Ευρώπης.

Τονίζοντας ότι η μεγαλύτερη ποσότητα πέρυσι έφυγε από τους παραγωγούς σε τιμές της τάξεως των 4,5-5,5 ευρώ και δεν είναι δυνατόν φέτος να διατίθεται σε τόσο υψηλές τιμές στο ράφι, επισημαίνει την ανάγκη ελέγχων στην αγορά από την Επιτροπή Ανταγωνισμού σε επίπεδο ΕΕ, με βάση τα τιμολόγια που κόπηκαν πέρυσι.

«Φανταστείτε μία επόμενη χρονιά με φορτωμένα δέντρα σε όλη τη Μεσόγειο, να έχουν στρέψει τον κόσμο σε άλλα προϊόντα. Το είχαμε ξαναπάθει επί δραχμής. Αυτοί οι κίνδυνοι ελλοχεύουν», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, κάνοντας λόγο για τους ίδιους παίκτες που ελέγχουν και τη διακίνηση σπορελαίων.

Η ανομβρία προβληματίζει στον κρητικό ελαιώνα

Σε ό,τι αφορά τη νέα παραγωγή της Κρήτης, υπενθυμίζεται ότι η φετινή απώλεια εκτιμάται σε κάποιες περιοχές ακόμη και στο 80%, αφού το νησί δεν θα πάρει περισσότερους από 30.000 τόνους, συγκριτικά με τους 130.000 που συγκέντρωσε πέρυσι. Πρόκειται για μία «βουβή ζημιά» φέτος στην Κρήτη, εν αντιθέσει με τη «θυελλώδη ζημιά που έγινε με τις πλημμύρες στη Θεσσαλία», σχολιάζει ο κ. Ιερωνυμάκης. Η ξηρασία και άλλα φαινόμενα που εκδηλώθηκαν λόγω κλιματικών συνθηκών έχουν επιφέρει σημαντικές ζημιές σε ελιές κι αμπέλια.

Το νησί διανύει τον ένατο μήνα ανομβρίας, δημιουργώντας ανησυχία και ενόψει της επόμενης χρονιάς, τόσο για την καλλιέργεια της ελιάς, όσο και για το αμπέλι. Σε αυτήν προστίθεται και ο φόβος του δάκου, αφού οι συνθήκες που επικρατούν ευνοούν την παρουσία του, βγάζοντας τους παραγωγούς για συγκομιδή. Η επίπτωση της ξηρασίας φαίνεται στις αποδόσεις, οι οποίες κυμαίνονται από 5 προς 1 έως και 7 προς 1, ενώ κι ο δάκος δείχνει πιο επιθετικός.

Αφυδατωμένους καρπούς και δέντρα αναφέρει για την περιοχή της Σητείας ο Μανώλης Μαυροματάκης, πρόεδρος στην Ένωση Σητείας, χωρίς ωστόσο να εντοπίζεται έντονο ζήτημα από τον δάκο στην περιοχή. «Τα δέντρα είναι αφυδατωμένα, γεμάτα σκόνη και με το ράβδισμα σπάνε τα κλωνάρια», περιγράφει, προσθέτοντας ότι οι παραγωγοί περιμένουν τη βροχή για να αρχίσουν να μαζεύουν πιο μαζικά. Για την ώρα, συγκομίζονται μικρές ποσότητες για αγουρέλαια και βιολογικά ελαιόλαδα.

Κατά τον ίδιο, τιμές στην περιοχή δεν υπάρχουν ακόμη. «Θα διαμορφωθούν σταδιακά, ανάλογα με τις ανάγκες, τις εμφιαλώσεις», υποστηρίζει, προσθέτοντας ότι αυτές «εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες», πόσω μάλλον σε μία «ιδιαίτερη χρονιά για το προϊόν, όπως αυτή που διανύουμε». Τέλος, εφιστά την προσοχή και για φαινόμενα παραπληροφόρησης στον Τύπο, τα οποία μπορεί να λειτουργήσουν αρνητικά για το ίδιο το προϊόν.

Δάκος και γλοιοσπόριο επισπεύδουν τη συλλογή στη μεσσηνιακή Μάνη

Παραγωγή στο μισό, αλλά και προβλήματα από δάκο και γλοιοσπόριο αναφέρονται από την περιοχή της μεσσηνιακής Μάνης, όπου οι συγκομιδές έχουν αρχίσει εδώ και μία εβδομάδα. Για τους παραγωγούς της περιοχής, η αρχή έγινε νωρίτερα, υπό τον κίνδυνο των εχθρών της ελιάς, κι ενώ η ανομβρία έχει επιδράσει κι εκεί στον ελαιώνα.

«Έχει συρρικνωθεί ο καρπός. Είναι το κουκούτσι και η φλούδα», περιγράφει ο κ. Βαλαβάνης, ελαιοτριβέας στην περιοχή του Αγ. Νικολάου. «Όποιος δεν μαζέψει μέχρι τέλος Νοέμβρη, θα βρει μπόλικα φύλλα πάνω στις ελιές», σχολιάζει χαρακτηριστικά, αναφέροντας επίσης την αυξημένη οξύτητα, αλλά και τον κίνδυνο καρπόπτωσης. Σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις, υπάρχει μεγάλη διακύμανση, από 5,5 έως και 10 κιλά ελιές για ένα κιλό λάδι. Η τιμή που επικρατεί αυτές τις μέρες στην περιοχή είναι στο επίπεδο των 8 ευρώ κατά μέσο όρο, χωρίς να είναι σαφές αν έχουν καταγραφεί πράξεις.

«Εκτός εμπορίου» λόγω των μειώσεων η Ανατολική Κορινθία

Λάδι ούτε για τις οικογενειακές τους ανάγκες δεν φαίνεται να βγάζουν φέτος οι αγρότες της Κορινθίας, αφού η παραγωγή της περιοχής εκτιμάται μειωμένη κατά 80%, ίσως και 90% κατά τόπους.

Ακαρπία και ξηρασία έχουν διαμορφώσει αυτήν τη δραματική εικόνα στα ανατολικά του νομού, όπως και στην Ανατολική Αργολίδα, σύμφωνα με όσα καταθέτει ο Δημήτρης Καλλαράς, υπεύθυνος ποιοτικού ελέγχου στο τμήμα ελαιολάδου της Ένωσης Κορινθίας, διευκρινίζοντας ότι τα δυτικά του νομού έχουν καλύτερη εικόνα. Η συλλογή, δεδομένης της μικρής παραγωγής και των κινδύνων που ελλοχεύουν, έχει ξεκινήσει. Με τα παραπάνω δεδομένα, «το εμπόριο δεν μας ακουμπά καθόλου», συμπληρώνει, ενώ και η οργάνωση θα πρέπει να αναζητήσει αλλού ποσότητες για να καλύψει τις ανάγκες της.

Ποιοτικότερο, αλλά με τις μισές ποσότητες το φετινό ελαιόλαδο για την Ηλεία

Έχοντας ξεκινήσει τη συλλογή, οι ελαιοκαλλιεργητές της Ηλείας βλέπουν κι εκείνοι παραγωγή στο ήμισυ, πρωτίστως λόγω του καιρού που επικράτησε τον περασμένο Μάιο, αλλά και της ξηρασίας που υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό.

«Είμαστε στο 50% από πέρυσι, ίσως και περισσότερο», όπως εκτιμά ο παραγωγός κι εμπορικός διευθυντής της εταιρείας Μονοπάτι, που έχει συσταθεί από Ομάδα Παραγωγών της περιοχής, Κώστας Παναγιωτόπουλος, από το Γεράκι Αμαλιάδας. «Λέγαμε ότι έχουμε μία καλή τιμή, αλλά τελικά το χάνουμε, αφού δεν θα έχουμε ποσότητα», υπογραμμίζει, υπενθυμίζοντας ότι και πέρυσι η τιμή παραγωγού στην οποία έφυγε η μεγαλύτερη ποσότητα ήταν στα 4,80-5,20 ευρώ.

Αναφορικά με τις πρώτες ελαιοποιήσεις, ο ίδιος εκτιμά πως το φετινό ελαιόλαδο είναι ίσως ακόμη και ποιοτικότερο έναντι του περσινού, με τις οξύτητες να κυμαίνονται στο 0,2-0,3. Όσον αφορά τις τιμές του φρέσκου, αυτές ακούγονται γύρω στα 8,25 ευρώ, ωστόσο οι παραγωγοί είναι «σφιχτοί» ακόμη για πράξεις, όπως σχολιάζει.

Αναφερθείς παράλληλα και στο κομμάτι της τυποποίησης, μεταφέρει ένα «μαγκωμένο» κλίμα κι από εκεί, χωρίς ωστόσο το Μονοπάτι να καταγράφει έως τώρα κάποια μεταβολή στις παραγγελίες.