Οι απόψεις των αγροτοσυνδικαλιστών της Στερεάς Ελλάδας για το σχέδιο νόμου

"Ναι, όχι, ίσως" από τη Στερεά Ελλάδα

Προειδοποιητική συγκέντρωση διαμαρτυρίας, στις 9 Οκτωβρίου στην κεντρική πλατεία Ορεστιάδας, αποφάσισε να διοργανώσει η Ομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων Έβρου “η Ενότητα”.

Η περίοδος που οι περισσότερες καλλιέργειες βρίσκονται στα χωράφια δεν είναι και η πιο κατάλληλη για να συζητηθεί το μέλλον του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή την απάντηση εισπράξαμε από το σύνολο των αγροτών της Στερεάς που συμμετέχουν στα αγροτικά δρώμενα της περιοχής.

Το συνδικαλιστικό κίνημα, ωστόσο, δεν πρέπει να έχει συγκεκριμένες ημέρες λειτουργίας κάθε χρόνο, κατά τις οποίες θα προσπαθεί να αναδείξει την παρουσία του και τα προβλήματα του. Όπως οι θεσμοί δεν σταματούν τη λειτουργία τους, κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει και με τον αγροτοσυνδικαλισμό. Δυστυχώς, όμως, η συμμετοχή και η παρουσία των αγροτών στα τοπικά θεσμικά όργανα, όπως η αυτοδιοίκηση, είναι ασήμαντη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπάρχουσας κατάστασης αποτελεί και το γεγονός ότι η τοπική αυτοδιοίκηση καλεί οργανώσεις παραγωγών για να συζητήσουν θέματα αγροτικής ανάπτυξης, οι οποίες πρακτικά δεν υφίστανται, όπως η ΠΑΣΕΓΕΣ, η ΓΕΣΑΣΕ, η ΣΥΔΑΣΕ κ.ά.

dimitris-dimogiannis-agrotisΣύμφωνα με τον Δημήτρη Δημογιάννη, αγροτοσυνδικαλιστή από τη Φθιώτιδα, απαιτούνται οργανωμένες κινήσεις, με σαφή στρατηγική προώθησης των αγροτικών ζητημάτων:

«Σε κάθε νομό θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα αγροτικό επιμελητήριο, στο οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, αγρότες, μεταποιητές, πάροχοι υπηρεσιών, επιστήμονες κ.ά, κάτι το οποίο δεν προβλέπει το σχέδιο νόμου για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στόχος του αγροτικού επιμελητηρίου θα είναι η προώθηση των αγροτικών θεμάτων κάθε περιοχής και η διείσδυση των ντόπιων αγροτικών προϊόντων σε όλους τους τομείς της τοπικής οικονομίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τουριστικός τομέας. Κάθε χρόνο επισκέπτονται την Ελλάδα εκατομμύρια τουρίστες από όλον τον κόσμο. Ωστόσο, η πλειοψηφία των επιχειρηματιών του τουρισμού δεν χρησιμοποιεί ελληνικά αγροτικά προϊόντα και οι παραγωγοί μας δεν κερδίζουν τελικά σχεδόν τίποτα από την αυξανόμενη παρουσία όλων αυτών των τουριστών. Τον ρόλο της σύνδεσης τοπικής αγροτικής παραγωγής και τουρισμού θα μπορούσε να παίξει το αγροτικό επιμελητήριο, όπου σε συνεργασία με τις κατά τόπους αυτοδιοικήσεις θα είχε τη δυνατότητα να χαράξει μια ουσιαστική στρατηγική, με θετικά αποτελέσματα. Στο επιμελητήριο θα μπορούν να συμμετέχουν αποκλειστικά επαγγελματίες αγρότες, καταβάλλοντας ετήσια συνδρομή. Αυτό θα πρέπει να γίνει για να έχει ο συνδικαλισμός μας ουσιαστικό ρόλο και να μην αποτελεί εργαλείο μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να υπάρχει και η οικονομική αυτοτέλεια, ώστε να ενισχυθεί η παρουσία και ο ρόλος μας στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δρώμενα. Ο παραγοντισμός δεν πρέπει να έχει ρόλο στις αγροτικές οργανώσεις και να μην έχει θέση στη σκέψη και την πρακτική του σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος».

Ο αγροτοσυνδικαλιστής από τη Βοιωτία, Γιάννης Βάγγος, εξετάζει το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία:

«Πιστεύω ότι, με τις νομοθετικές παρεμβάσεις, ο συνδικαλισμός μπαίνει σε καλούπια και όποιος νιώθει ότι αδικείται πρέπει να βγει και να διεκδικήσει μέσα από το οργανωμένο αγροτικό κίνημα ουσιαστικές αλλαγές. Η κάθε κυβέρνηση θέλει να κόψει και να ράψει τους νόμους στα μέτρα της. Για να το πετύχει, ελέγχει τον συνδικαλισμό, παραχωρώντας οφίτσια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις τελευταίες κινητοποιήσεις των αγροτών. Με στόχο τη διάλυση των μπλόκων, έταξε τη διαχείριση του ΟΣΔΕ σε συγκεκριμένους συνεταιρισμούς. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς οι αγρότες για να έχουμε έναν σοβαρό και ουσιαστικό ρόλο είναι να οργανωθούμε σε τοπικό επίπεδο και σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα, ώστε η παρουσία μας να είναι συνεχής και ουσιαστική στα αγροτικά δρώμενα».

vagelis-tsolisos-agrotisΤη δική του άποψη για το θέμα καταθέτει και ο αγροτοσυνδικαλιστής Βαγγέλης Τσολίσος, μέλος του ΔΣ του Ενωτικού Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Ανθήλης-Λαμίας:

«Μέσα από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου και από τα Άρθρα 2 και 3, γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση θέλει να βάλει σε καλούπια τον αγροτοσυνδικαλισμό, διασπώντας μας σε κλάδους. Επιδιώκει να μας κάνει συνομιλητές της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά και της ΕΕ, στο πώς θα εφαρμοστούν όλες αυτές οι πολιτικές, που στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» θέλουν να βγάλουν από την παραγωγή αυτούς που στέκονται εμπόδιο σε αυτές, δηλαδή τους μικρομεσαίους αγρότες και τους ετεροεπαγγελματίες αγρότες. Όλοι οι τελευταίοι προσπαθούν με τις οικογένειες τους να επιβιώσουν, κάνοντας ελάχιστα μεροκάματα ως εργάτες και καλλιεργώντας τα λιγοστά στρέμματα στο χωριό. Πρέπει να σημειωθεί ότι με το άρθρο 4 μπαίνουν οι βάσεις για να μην μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να γίνουν μέλη των ΚΑΣ. Η αυξανόμενη συσπείρωση και αγωνιστικότητά μας καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αλλά και ο συντονισμός μας με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, έτσι όπως ακριβώς εκφράστηκε στο Σύνταγμα τον Φλεβάρη του 2016, είναι αυτό που φοβίζει την κυβέρνηση, γιατί την εμποδίζει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα όλες αυτές τις πολιτικές. Εάν την κυβέρνηση την έπιασε ο πόνος για την επιβίωσή μας, ας ικανοποιήσει τα αιτήματα μας έτσι όπως ακριβώς της παραδόθηκαν από το οργανωμένο αγροτικό κίνημα και το οποίο ήταν αυτό που την ανάγκασε να ικανοποιήσει κάποια από αυτά στο παρελθόν, όπως το αφορολόγητο. 

Οι μικρομεσαίοι αγρότες, μέσα από τους αγροτικούς συλλόγους, τις ομοσπονδίες που δημιουργήσαμε και δημιουργούμε και που συσπειρώνονται και συντονίζονται με την Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων, καταφέραμε να βάλουμε στο κέντρο της στρατηγικής μας διεκδίκησης τα πραγματικά προβλήματα που μας οδηγούν στην εξαθλίωση, δηλαδή τη διάθεση της παραγωγής μας για ένα κομμάτι ψωμί στους εμπόρους, στους βιομηχάνους και στα σούπερ μάρκετ. Σε συνδυασμό με το μεγάλο κόστος παραγωγής, τις κατευθύνσεις της ΚΑΠ, τις αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζονται και από την τωρινή κυβέρνηση και που ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της ΕΕ, γίνεται σαφές ότι η γη και η παραγωγή μας οδηγείται σταδιακά στα χέρια λίγων μεγαλοαγροτών και αγροδιατροφικών επιχειρήσεων».