Rabobank: Τοπική υπόθεση παραμένει το εμπόριο κηπευτικών

Μόλις το 5% της παραγωγής φτάνει στο διεθνές εμπόριο

Η ζήτηση για λαχανικά αυξάνεται διεθνώς. Όχι μόνο γιατί αυξάνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός, αλλά γιατί και οι καταναλωτές πλέον είναι πιο ευαισθητοποιημένοι σχετικά με τα τρόφιμα που επιλέγουν, τάση η οποία είναι πιο ισχυρή, αλλά δεν περιορίζεται στις δυτικές χώρες.

Σύμφωνα, ωστόσο, με πρόσφατη μελέτη της ολλανδικής τράπεζας Rabobank, η ευκολία στη χρήση και η γεύση μπορούν να αποδειχθούν πιο «πειστικά» από τα επιχειρήματα που αφορούν την υγεία, προκειμένου να επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς οπωροκηπευτικών. Την ίδια ώρα, αυξάνονται διεθνώς τα θερμοκήπια και οι κάθετες φάρμες, ενώ ολοένα και πιο δημοφιλή γίνονται τα βιολογικά λαχανικά.

Η Cindy van Rijswick, αναλύτρια της Rabobank, που υπογράφει τη μελέτη με τίτλο «Διεθνής Χάρτης των Λαχανικών 2018», υπογραμμίζει ότι η εν λόγω αγορά εξακολουθεί να έχει, σε μεγάλο βαθμό, τοπικό χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 5% των λαχανικών που καλλιεργείται διεθνώς φτάνει στο διεθνές εμπόριο. Όμως, το ποσοστό αυτό αυξάνεται.

Η Rabobank θεωρεί ότι κρίσιμος παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εύκολη πρόσβαση στις αγορές για καθαρά εξαγωγικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ολλανδία και το Μεξικό. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία, το Μεξικό έχει επιπλέον επεκτείνει τη θέση του στην αγορά της Βόρειας Αμερικής και το εσωτερικό εμπόριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αυξάνεται.

Προτιμώνται τα φρέσκα

Περίπου το 70% των λαχανικών που καλλιεργούνται παγκοσμίως πωλούνται ως νωπά προϊόντα. Αυτή η αγορά φαίνεται ότι έχει περιθώρια να αυξηθεί περαιτέρω, κυρίως εκτός των ΗΠΑ και ΕΕ.

Την ίδια ώρα, τα επεξεργασμένα λαχανικά (κατεψυγμένα, διατηρημένα και αποξηραμένα) ως συνολική κατηγορία, καθώς και αυτά σε κονσέρβα «βλέπουν» τις πωλήσεις τους να μειώνονται την τελευταία δεκαετία, όμως, η ζήτηση για κατεψυγμένα αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 1% ετησίως.

Συνολικά, οι τάσεις είναι πιο ευνοϊκές υπέρ των προμαγειρεμένων και έτοιμων προς κατανάλωση λαχανικών, καθώς και αυτών που «παίζουν» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς θεωρούνται ωφέλιμα για την υγεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών είναι οι κομμένες σαλάτες και οι γλυκοπατάτες, οι εξαγωγές των οποίων από τις ΗΠΑ προς την ΕΕ έχουν τριπλασιαστεί μέσα στην τελευταία τετραετία.

Την ίδια ώρα, το μερίδιο αγοράς των βιολογικών έχει ξεπεράσει το 10% σε πλούσιες χώρες, όπως η Ελβετία, η Σουηδία, η Αυστρία και η Δανία. Στις ΗΠΑ, έχει φτάσει το 9%, αλλά αυξάνεται ταχύτατα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εισόδημα δεν είναι πάντα καθοριστικός παράγοντας για την κατανάλωση βιολογικών κηπευτικών. Στην Ολλανδία, όπου το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι παρόμοιο με αυτό της Σουηδίας και της Αυστρίας, το μερίδιο αγοράς των βιολογικών δεν ξεπερνά το 5%. Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν στην πολιτική των σούπερ μάρκετ, στην τιμή, στη διαθεσιμότητα και στην καλή ποιότητα των συμβατικών λαχανικών, όπως και σε πολιτιστικούς παράγοντες.

«Παρ’ όλα αυτά, τα βιολογικά λαχανικά δεν αποτελούν ένα προϊόν πολυτελείας μόνο για τον δυτικό κόσμο. Χώρες, όπως η Κίνα, αυξάνουν τα μερίδια αγοράς γι’ αυτά τα προϊόντα, λόγω του φόβου των καταναλωτών για υπερβολική χρήση φυτοπροστατευτικών», σημειώνει η αναλύτρια της Rabobank.

Ζωτικής σημασίας οι συμφωνίες εμπορίου

Καθώς τα περισσότερα λαχανικά είναι ευπαθή, χρειάζονται ευκολότερη πρόσβαση στην αγορά. Στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, τα λαχανικά πωλούνται κυρίως τοπικά. Τυχόν στρεβλώσεις στη Βορειοατλαντική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA) ή εντός ΕΕ (βλ. Brexit) θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο εμπόριο λαχανικών. Σημαντικοί εξαγωγείς εντός ΕΕ είναι η Ισπανία και η Ολλανδία. Όμως, πλέον αναδεικνύονται και άλλες χώρες, όπως το Μαρόκο.

Στους εισαγωγείς πρωτοστατούν η Ινδία, η Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επίσης, η Ρωσία έχει σημαντική δυναμική παρά το εμπάργκο. Συγκεκριμένα, Λευκορωσία, Μαρόκο, Κίνα, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν προμηθεύουν με κηπευτικά τη Ρωσία.