Ελληνικό κρασί: Αύξηση 47% στη μέση τιμή των εξαγωγών στην οκταετία 2010-2017

Μπορεί οι εξαγωγές ελληνικού οίνου να εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μικρό ποσοστό της εγχώριας παραγωγής, όμως η αξία τους αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς, καθώς οι επιχειρήσεις του χώρου φαίνεται ότι έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια να χτίσουν ένα καλό «όνομα» στις αγορές του εξωτερικού.

Αυτό διαφαίνεται από την κλαδική μελέτη που εκπόνησε για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ) η Στόχασις και την οποία έχει στη διάθεσή της η «ΥΧ». Όπως εκτιμά η εταιρεία, ο κλάδος έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, ωστόσο, απαιτείται η συμπίεση του κόστους παραγωγής, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με την οργάνωση και τη συνεργασία σε επίπεδο παραγωγής, αλλά και σε επίπεδο τεχνολογίας και προγραμμάτων προβολής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στη μελέτη, η εγχώρια παραγωγή οίνων ανήλθε σε 2,41 εκατ. εκατόλιτρα την αμπελοοινική περίοδο 2017/18, παρουσιάζοντας μείωση 6,6%. Την περίοδο 2018/19, εκτιμάται ότι η παραγωγή θα σημειώσει περαιτέρω πτώση της τάξης του 10,5% λόγω των καιρικών συνθηκών που προκάλεσαν καταστροφές στα αμπέλια.

Χύμα διακινείται το 60%

Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρασιού εκτιμάται στα 2,386 εκατ. εκατόλιτρα για την αμπελοοινική περίοδο 2017/18, νούμερο αυξημένο κατά 1,6% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Ωστόσο, το 60% του κρασιού που διακινείται/καταναλώνεται είναι χύμα. Η συνολική αξία της εγχώριας οινοπαραγωγής εκτιμάται σε 340 εκατ. ευρώ για το 2017, μειωμένη κατά 1,4% σε σχέση με το 2016.

Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 1.000 οινοποιεία, εκ των οποίων 692 είναι εγκεκριμένα να παράγουν κρασιά ΠΟΠ και ΠΓΕ. Πρόκειται κυρίως για μικρομεσαίου μεγέθους, οικογενειακές επιχειρήσεις και, με τον ανταγωνισμό να είναι έντονος, η δυνατότητα εισόδου νέων επιχειρήσεων θεωρείται πλέον σχετικά περιορισμένη.

Σαββατιανό και Ροδίτης τη μερίδα του λέοντος

Το 1/3 των εκτάσεων με οινοστάφυλα στη χώρα μας αφορά τις ποικιλίες Σαββατιανό, Ροδίτης και Αγιωργίτικο, με τα δύο πρώτα, σύμφωνα με την απογραφή του 2015, να έχουν μερίδιο 16,4% και 14,2% αντίστοιχα. Οι βιολογικές αμπελουργικές εκτάσεις το 2016 αποτελούσαν μόλις το 6,4% του συνόλου.

Πάνω από το 50% των εκτάσεων καλλιεργούνται στην Πελοπόννησο, τη Δυτική Ελλάδα, την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα. Ένας στους δύο αμπελουργούς δραστηριοποιείται στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, τη στιγμή που το αντίστοιχο μερίδιο των εν λόγω δύο περιφερειών στις καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι αρκετά μικρότερο, γεγονός που αποτελεί ένδειξη κατακερματισμένου κλήρου. Επιπλέον, οι αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις είναι μικρές, με το 81% αυτών να μην ξεπερνά τα 5 στρέμματα.

Στη Γερμανία το 50% των εξαγωγών

Το εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου παραμένει διαχρονικά πλεονασματικό. Το 2017 καταγράφηκε αύξηση των εξαγωγών σε αξία κατά 4,5% σε σχέση με το 2016, παρά το γεγονός ότι οι ποσότητες παρέμειναν σταθερές, καθώς αυξήθηκε η μέση τιμή. Βέβαια, παρά τη διαχρονική αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών από το 2014 και έπειτα, η ποσότητα των οίνων που εξάγεται καλύπτει διαχρονικά μικρό τμήμα της εγχώριας παραγωγής και διαμορφώθηκε στο 12,5% το 2017. Η μέση τιμή τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών κρασιού –με εξαίρεση το 2016 για τις εισαγωγές– ακολουθεί ανοδική πορεία την περίοδο 2012-2017. Τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές εξαγωγές κινούνται ανοδικά, ενώ πολύ σημαντική είναι η αύξηση της μέσης τιμής τους κατά 47% σωρευτικά το διάστημα 2010-2017 λόγω, όπως σημειώνεται στη μελέτη, της αύξησης των εξαγωγών επώνυμων ποιοτικών κρασιών. To 50% περίπου του όγκου των εξαγωγών προορίζεται για τη Γερμανία.

Στα επίπεδα του 2012 οι τιμές των σταφυλιών για κρασί ΠΟΠ

Το σταφύλι που χρησιμοποιείται για οίνους με ΠΟΠ έχει σχεδόν διπλάσια τιμή σε σχέση με το σταφύλι που χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα κρασιά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου που επικαλείται η Στόχασις, το 2017 η μέση τιμή για οίνους ΠΟΠ επανήλθε στα επίπεδα του 2012.

Χαμηλότερη από τη Γερμανία η κατανάλωση στην Ελλάδα

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρασιού στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες παγκοσμίως, αν και χαμηλότερη από κάποιες άλλες μεσογειακές χώρες. Συγκεκριμένα, στη χώρα μας, το 2016 η κατανάλωση οίνου ανά άτομο ήταν 21,8 λίτρα ετησίως, στη Γερμανία 23,6 λίτρα, στην Ιταλία 37,1 λίτρα και στη Γαλλία 40,4 λίτρα. Την ίδια στιγμή, η μέση ετήσια κατανάλωση κατ’ άτομο στις ΗΠΑ είναι 9,8 λίτρα και στην Κίνα 1,3 λίτρα.

Βελτίωση στα κέρδη έφερε η συγκράτηση του κόστους

H κεφαλαιακή διάρθρωση των επιχειρήσεων του κλάδου παρουσιάζει μικρή επιδείνωση την τελευταία εξεταζόμενη τετραετία (2014-2017) μετά από μια περίοδο σχετικής σταθερότητας την εξαετία 2008-2013. Ο κλάδος, όπως αναφέρει η Stochasis, επανήλθε σε ζημιογόνα καθαρά αποτελέσματα τη διετία 2016-2017, όταν το 2015 για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν οριακά καθαρά κέρδη μετά από πέντε χρόνια ζημιών, συνεχίζοντας όμως να παρουσιάζει λειτουργική κερδοφορία. Η βελτίωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους την τετραετία 2014-2017 σε σχέση με τη διετία 2012-2013, αποτυπώνει την προσπάθεια προσαρμογής των επιχειρήσεων στις οικονομικές συνθήκες, κυρίως όσον αφορά τη συγκράτηση του κόστους πωλήσεων. Από τα αποτελέσματα προ φόρων 24 οινοποιείων, για τα οποία υπάρχουν δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία, τα 12 εξ αυτών βελτίωσαν τα αποτελέσματά τους (8 αύξηση κέρδους, 4 από ζημίες σε κέρδη), ενώ 17 αύξησαν τις πωλήσεις τους το 2017 έναντι του 2016, εκ των οποίων 7 αύξησαν και τα κέρδη τους.

Σε τρεις χώρες το 45% της παγκόσμιας παραγωγής

Η παγκόσμια παραγωγή κρασιού διαμορφώθηκε σε 250 εκατ. εκατόλιτρα το 2017, σημειώνοντας μείωση 8,4% σε σχέση με το 2016, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση εκτιμάται για την ίδια χρονιά σε 243 εκατ. εκατόλιτρα. Η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία κατέχουν αθροιστικό μερίδιο περίπου 45% της παγκόσμιας παραγωγής το 2017. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά κρασιού παγκοσμίως, την περίοδο 2001-2017, αυξάνοντας μάλιστα το μερίδιό τους από 9% το 2000 σε 13% το 2017.