Koen Dillen, Επικεφαλής μονάδας αροτραίων & ελαιολάδου, ΓΔ AGRI: «Τα στοιχεία-κλειδιά για δημιουργία κερδοφόρας αγοράς στο ελληνικό ελαιόλαδο»

Ανάμεικτη εικόνα ως προς την ανθοφορία στα κύρια ελαιοπαραγωγικά κράτη μεταφέρει ως προς τη νέα παραγωγή ελαιολάδου (2024-2025) ο επικεφαλής της Μονάδας Αροτραίων Καλλιεργειών και Ελαιολάδου στη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Κομισιόν, Koen Dillen, τονίζοντας ότι παραμένει πρώιμο να προβούμε από τώρα σε εκτιμήσεις.
Ο κ. Dillen μιλά αποκλειστικά στην «ΥΧ» για τις εξελίξεις στον τομέα, στο πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί την τελευταία διετία λόγω των ελλειμματικών παραγωγών, με τις τρέχουσες υψηλές τιμές να μη βελτιώνουν την κατάσταση λόγω μειώσεων σε παραγωγικά κράτη, όπως η Ελλάδα. Επιπλέον, με αφορμή την παρουσία του ως ομιλητή στο 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, στη συνέντευξη που ακολουθεί, απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα που σχετίζονται με την προστασία των καλλιεργειών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, απαριθμώντας ορισμένα από τα εργαλεία που παρέχονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε αυτά τα πεδία. Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, χαιρετίζοντας την πρωτοβουλία του Συνεδρίου και ευχαριστώντας για την πρόσκληση, κλειδί για την εξεύρεση λύσεων ως προς τον μετριασμό των επιπτώσεων δεν είναι άλλο από τη συνεργασία και την ενίσχυση του διαλόγου όλων των εμπλεκομένων.
Πώς θα σχολιάζατε την τρέχουσα κατάσταση στην αγορά ελαιολάδου, μετά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά την τελευταία διετία;
Ο ελαιοκομικός τομέας αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες στιγμές, με τιμές σε επίπεδα ρεκόρ και σοβαρές μειώσεις παραγωγής σε όλα τα κύρια παραγωγικά κράτη. Ξηρασίες, δασικές πυρκαγιές, καταρρακτώδεις βροχές και άλλα ασταθή καιρικά μοτίβα οπουδήποτε στη λεκάνη της Μεσογείου γίνονται ολοένα και συχνότερα, επιδρώντας σημαντικά στην παραγωγή ελαιολάδου.
Επιπλέον, οι τρέχουσες υψηλές τιμές, στην πραγματικότητα, δεν βελτιώνουν την κατάσταση για τους παραγωγούς που είχαν μειωμένες σοδειές, εικόνα, δυστυχώς, που αναφέρεται και στην Ελλάδα κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο. Επιπρόσθετα, οι υψηλές τιμές στο ελαιόλαδο μπορεί να ασκήσουν πίεση και στους καταναλωτές. Ευτυχώς, η ζήτηση έχει αποδειχθεί ανθεκτικότερη των προσδοκιών. Παρόλο που οι καταναλωτές χρησιμοποιούν λιγότερο ελαιόλαδο από ό,τι προηγουμένως, η κατανάλωση και οι εξαγωγές σε επίπεδο ΕΕ δεν έχουν κατρακυλήσει. Αυτό δείχνει τον βαθμό αφοσίωσης των καταναλωτών ελαιολάδου σε ένα προϊόν που αναγνωρίζεται διεθνώς ως υγιεινό και μέρος του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, κάτι που καταδεικνύει την προθυμία των καταναλωτών να πληρώσουν περισσότερα για το ελαιόλαδο. Αυτό δείχνει τη μελλοντική πορεία για τον τομέα· να δημιουργηθεί μια κερδοφόρα αγορά με επίκεντρο την ποιότητα, την αριστεία και τις θετικές ιδιότητες του ελληνικού ελαιολάδου.
Ποια είναι η εικόνα της νέας παραγωγής (2024-2025) στα κύρια παραγωγικά κράτη; Τι διαφαίνεται από την ανθοφορία, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των κρατών-μελών;
Είναι πολύ πρώιμο να ξέρουμε τι θα συμβεί στην επόμενη ελαιοκομική περίοδο. Οι καιρικές συνθήκες των τελευταίων εβδομάδων στην Ισπανία είναι ευνοϊκότερες και τα υδάτινα αποθέματα έχουν βελτιωθεί. Από την ανθοφορία λαμβάνουμε ανάμεικτες εικόνες προσώρας, με καθυστερήσεις σε ορισμένες περιοχές, αλλά και θετικά μηνύματα από άλλες. Ακόμη, όπως γνωρίζετε, απομένουν αρκετοί μήνες μπροστά μας, κατά τους οποίους πολλά μπορούν να συμβούν.
Η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Κομισιόν πρόσφατα δημοσίευσε τη βραχυπρόθεσμη έκθεση για την άνοιξη, όπου περιλαμβάνεται μία πρόβλεψη για τη λήξη της τρέχουσας περιόδου. Για αυτό το ζήτημα, θα ήθελα να υπογραμμίσω τη διαδικασία που εξελίσσεται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Εμπειρογνωμόνων –που δημιουργήθηκε πρόσφατα– για την πρόβλεψη της παραγωγής ελαιολάδου, στο οποίο, όπως είναι φυσικό, η εμπλοκή της Ελλάδας είναι σημαντική.
Το Δίκτυο, σε συνεργασία με τις εθνικές διοικήσεις, αναπτύσσει ένα μοντέλο πρόβλεψης της παραγωγής που βασίζεται σε μία σειρά παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων επικονίασης. Θεωρούμε ότι αυτό το σύστημα θα καταστεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό εργαλείο για τον τομέα, παρέχοντας μεγαλύτερη προβλεψιμότητα στους καλλιεργητές και τους εμπλεκόμενους.
Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ελαιοκαλλιέργειας και η προστασία της παραγωγής και του προϊόντος στις νέες συνθήκες που έχει διαμορφώσει η κλιματική αλλαγή;
Η κλιματική αλλαγή είναι η κύρια πρόκληση με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ευρωπαϊκή γεωργία. Δυστυχώς, η ελαιοκαλλιέργεια βρίσκεται στην πρώτη γραμμή σε αυτήν τη μάχη. Υπάρχουν αρκετές πρωτοβουλίες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ για την ενίσχυση της βιωσιμότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ορισμένες εκ των οποίων αφορούν την παραγωγή ελαιολάδου. Τα τομεακά προγράμματα στήριξης εντός των Εθνικών Στρατηγικών Σχεδίων μπορούν να προσανατολιστούν σε τέτοιες βελτιώσεις. Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα λαμβάνει 10,6 εκατ. ευρώ ετησίως για τέτοιου είδους προγράμματα, τα οποία εφαρμόζονται από Οργανώσεις Παραγωγών.
Ορισμένα ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα πρότζεκτ, όπως το SUSTAIN-OLIVE, επιχειρούν την προώθηση βιώσιμων λύσεων στις πρακτικές διαχείρισης, που βασίζονται σε αγροοικολογικές προσεγγίσεις και στην ενεργό ανταλλαγή γνώσεων. Ζητήματα όπως η διάβρωση και η απώλεια γονιμότητας του εδάφους, η υποβάθμιση του τοπίου, η υπερκατανάλωση νερού ή η ρύπανση εμπίπτουν σε αυτό το πεδίο.
Ένα ακόμη πρότζεκτ, το SOIL O-LIVE, εξετάζει το πώς η ρύπανση και η υποβάθμιση της γης επιδρούν στα εδάφη των ελαιώνων, με στόχο να προτείνει βελτιώσεις και πρακτικές οικολογικής αποκατάστασης για υγιείς ευρωπαϊκούς ελαιώνες. Το LIVING OLIVES GROVES+, επίσης, εστιάζει στη βιοποικιλότητα και τον θετικό αντίκτυπο που έχει στην παραγωγή, προσθέτοντας ένα σύστημα επισήμανσης ορθών πρακτικών που θα αναγνωρίζεται και θα ανταμείβεται από τους καταναλωτές. Υπάρχουν, επιπλέον, προγράμματα που εστιάζουν στην εμφάνιση ασθενειών ή στην προστασία γενετικών πόρων αυθεντικών ευρωπαϊκών ποικιλιών.
«Υπάρχουν αρκετές πρωτοβουλίες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ για την ενίσχυση της βιωσιμότητας και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ορισμένες εκ των οποίων αφορούν την παραγωγή ελαιολάδου. Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα λαμβάνει 10,6 εκατ. ευρώ ετησίως για τομεακά προγράμματα στήριξης, τα οποία εφαρμόζονται από Οργανώσεις Παραγωγών»
Φυσικά, η συνεργασία είναι ο μόνος τρόπος να αναχαιτίσουμε τέτοιες απειλές. Η ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ αγροτών, ερευνητικών ινστιτούτων, εταιρειών, εθνικών και ευρωπαϊκών αρχών παραμένει κλειδί για την άμβλυνση ορισμένων αρνητικών επιπτώσεων με τις οποίες ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη. Κι αυτός είναι ο λόγος που θέλω να ευχαριστήσω και τη GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ που με προσκάλεσε ως ομιλητή στο 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Γεωργίας. Τέτοιες πρωτοβουλίες συμβάλλουν πραγματικά στο να συγκεντρωθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι στον τομέα, ώστε να αναζητήσουν λύσεις σε τέτοια επείγοντα ζητήματα.
Ακραία φαινόμενα έχουν επιδράσει και στις αροτραίες καλλιέργειες. Με ποιους τρόπους μπορούν να προστατευθούν από τέτοιες συνθήκες;
Ομοίως με άλλους τομείς, και τα αροτραία είναι εκτεθειμένα σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι καλλιεργητές πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτό το νέο περιβάλλον, γι’ αυτό υπάρχει και πλήθος διαθέσιμων εργαλείων, ειδικότερα, εργαλεία διαχείρισης κινδύνου όπως οι ασφάλειες πολλαπλών κινδύνων ή τα αμοιβαία κεφάλαια. Η ΚΑΠ παρέχει επιδότηση ασφαλίστρου και χρηματοδοτεί την ανάπτυξη των αμοιβαίων κεφαλαίων. Ωστόσο, συχνά η κάλυψη και η απορρόφηση τέτοιων εργαλείων δεν είναι ακόμη επαρκής.
Η ΚΑΠ υποστηρίζει, επίσης, τους αγρότες κατά τη μετάβαση σε ανθεκτικότερες γεωργικές πρακτικές. Τα Οικολογικά Σχήματα της ΚΑΠ και οι γεωργο-περιβαλλοντικο-κλιματικές –όπως και άλλες– δεσμεύσεις διαχείρισης ορίζουν βιώσιμες γεωργικές πρακτικές επωφελείς για τους φυσικούς πόρους, ιδίως το έδαφος, και προσφέρουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων (όπως ξηρασία ή πλημμύρες).
Η διατήρηση μόνιμων βοσκότοπων, υγρότοπων και τυρφώνων, η στήριξη των χαρακτηριστικών τοπίου και (αγρο-)δασοκομίας, η εδαφοκάλυψη και η αμειψισπορά αποτελούν ορισμένα συνοπτικά παραδείγματα τέτοιων πρακτικών. Τέλος, η ΚΑΠ επενδύει στους ζωτικής σημασίας –για περιοχές που υποφέρουν από ξηρασίες και λειψυδρία– τομείς της αποθήκευσης νερού και της άρδευσης.